Μαίρη Αρώνη: Η Μαρία (Μαίρη) Αρώνη, έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου 1992, ενώ κοιμόταν. Ήταν μια καταξιωμένη ηθοποιός του θεάτρου και για πολλά χρόνια πρωταγωνίστρια, κυρίως του Εθνικού θεάτρου.
Ξεχώρισε ως Έντα Γκάμπλερ, Βασίλισσα Αμαλία, Λυσιστράτη, Στέλλα Βιολάντη, Κλυταιμνήστρα, Μαντώ Μαυρογένους, Κατερίνα («Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι»), Φαίδρα, Βασίλισσα Ελισάβετ κ.α. Στον κινηματογράφο συμμετείχε σε ελάχιστες ταινίες, δυο από τις οποίες, όμως, έγιναν μεγάλες επιτυχίες: «Μικροί και μεγάλοι εν δράση» (1963) και «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965). Ειδικά σε αυτή την ταινία ο ρόλος της «Πάστα Φλώρας» στην ταινία «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», είναι μέχρι σήμερα ένας από τους πιο αγαπητούς στο κοινό…
Το πραγματικό επίθετο της Μαίρης Αρώνη, ήταν Αρβανιτάκη. Γεννήθηκε το 1916 στην Αθήνα. Ο πατέρας της, ονομαζόταν Λέανδρος, ήταν Κωνσταντινουπολίτης, καθηγητής της μεγάλης του Γένους Σχολής και χρηματιστής. Η μητέρα της πριν παντρευτεί διατηρούσε δικό της οίκο ραπτικής, τον οποίο έκλεισε μετά τον γάμο για να αφιερωθεί στην οικογένειά της.
Από μαθήτρια η Μαίρη είχε δείξει την έφεσή της στο θέατρο, αφού συμμετείχε σε όλες τις σχολικές παραστάσεις με επιτυχία. Τα όνειρα της ωστόσο γκρεμίστηκαν το 1929, όταν ο πατέρας της αυτοκτόνησε. Το τραγικό αυτό γεγονός βύθισε στο πένθος ολόκληρη την οικογένεια. Το οικονομικό Κραχ τον είχε οδηγήσει στην καταστροφή και ανήμπορος να αντιμετωπίσει τα χρέη του, έδωσε τέλος στη ζωή του. Η μητέρα της Μαίρης έμεινε μόνη και έπρεπε να βρει τρόπο να μεγαλώσει τα παιδιά της. Αναγκάστηκε να ανοίξει ξανά τον παλιό οίκο ραπτικής και ανακοίνωσε στην κόρη της ότι θα έπρεπε να εργαστεί μαζί της. Η κοπέλα απογοητεύτηκε, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Όταν όμως, λίγο καιρό αργότερα, η ξαδέλφη της μπήκε στη Δραματική Σχολή, η Μαίρη δεν άντεξε. Έκανε απεργία πείνας για να πείσει τη μητέρα της να την αφήσει να δώσει κι εκείνη εξετάσεις και τα κατάφερε. Αποφοίτησε από τη Δραματική σχολή με άριστα στην απαγγελία και τη φωνητική. Παράλληλα, φοιτούσε και στο Μουσικό Λύκειο Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της γνώρισε τον σύζυγό της και ηθοποιό, Θόδωρο Αρώνη, του οποίου το επίθετο υιοθέτησε στην καριέρα της. Έχοντας όλα τα εφόδια, η ηθοποιός έκανε το ντεμπούτο της το 1934 στο θεατρικό έργο «Κοσμική κίνηση». Η ερμηνεία της εντυπωσίασε τους κριτικούς, οι οποίοι τη χαρακτήρισαν «γεννημένη πρωταγωνίστρια», αλλά και τη Μαρίκα Κοτοπούλη που την πήρε την επόμενη χρονιά στον θίασό της.
Έτσι, τον Ιούνιο του 1935 η «Νέα Εστία» έγραψε για την πρωτοεμφανιζόμενη: «Έδειξε ότι έχει μεγάλη ζωτικότητα και αξιοπρόσεκτο ταλέντο και νομίζω ότι μπορούμε να περιμένουμε πολλά από την εξέλιξή της». Η εξέλιξή της ήταν όντως ραγδαία. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα είχε ενταχθεί στους μεγάλους πρωταγωνιστές του θεάτρου και συνεργάστηκε με μεγαθήρια όπως ο Δημήτρης Χορν, ο Κώστας Μουσούρης, ο Μάνος Κατράκης και άλλοι.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το σπίτι του ζεύγους Αρώνη στο Καλαμάκι. Η ηθοποιός αν και περνούσε δύσκολες στιγμές, όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να εμφανίζεται στο θέατρο, αλλά έκανε ακόμα και παρατηρήσεις στους κατακτητές. Με το θάρρος και την αυτοπεποίθηση που τη διακατείχε, απαιτούσε από τους Γερμανούς να βγάζουν τις μπότες τους για να μην της χαλάσουν το παρκέ του σπιτιού!
Μετά την απελευθέρωση, η Αρώνη μαζί με την ξαδέλφη της και τον σύζυγό της Θεόδωρο Κρίτα οργάνωσε περιοδεία σε όλα τα σημεία της γης όπου υπήρχαν Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας η ηθοποιός έχασε τη μητέρα της και δεν κατάφερε να παρευρεθεί στην κηδεία, γεγονός που της στοίχισε πολύ. Στη δεκαετία του ’50 η Αρώνη άρχισε να παίζει σε αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις στο κοινό. Το 1955 ο σύζυγός της διαγνώστηκε με καρκίνο και η ηθοποιός ταξίδεψε μαζί του στο εξωτερικό προκειμένου να εξαντλήσει όλα τα ιατρικά περιθώρια, αλλά δυστυχώς η κατάσταση δεν άλλαξε.
Στις 13 Ιουλίου του 1956 ο Θόδωρος Αρώνης έφυγε από τη ζωή. Ήταν η ημέρα της πρεμιέρας των «Εκκλησιαζουσών», όπου πρωταγωνιστούσε. Η πρεμιέρα αναβλήθηκε μόνο για μια ημέρα. Την επομένη η Αρώνη εμφανίστηκε στη σκηνή και πραγματοποίησε μια συγκινητική ερμηνεία. Ο χαμός του συζύγου της, του Φέντια όπως τον αποκαλούσε, κλόνισε την ηθοποιό. Η αγάπη της για το θέατρο ήταν τόσο μεγάλη που σύντομα επανήλθε και συνέχισε την καριέρα της. Την τελευταία δεκαετία της ζωής της ασχολήθηκε αποκλειστικά με το ραδιόφωνο.
Η Μαίρη Αρώνη υπήρξε επίσης επίτιμος δημότης της Ρόδου, τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Ευποιίας (1958) από το Βασιλέα Παύλο και το 1966 με το Μέγα Ταξιάρχη από το Βασιλέα Κωνσταντίνο Β’, καθώς και με άλλες διακρίσεις κυρίως από τη Μέση Ανατολή (Κυβερνήσεων και Πατριαρχείων). Η εκτίμηση που έτρεφε κυρίως το θεατρόφιλο κοινό στο πρόσωπό της για το πλούσιο “τάλαντον” και την ευσυνείδητη επίδοσή της υπήρξε μεγάλη.
Μιλούσε γαλλικά και αγγλικά και ήταν μόνιμη κάτοικος Καλαμακίου Παλαιού Φαλήρου (Αθήνα).