Αρχαιότερη επιδημία: Η Αθήνα βρέθηκε αντιμέτωπη, με το πεζικό της Σπάρτης κατά την αρχαιότητα. Αυτό έγινε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αυτό, το αφηγείται η Dorothy H. Crawford. Πρόκειται για την καθηγήτρια Ιατρικής Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Η αφήγησή της βρίσκεται στο νέο βιβλίο της «Θανατηφόροι σύντροφοι» (εκδ. Οξύ). Έχει να κάνει με μια όχι μόνο επίκαιρη, αλλά και συναρπαστική σαν μυθιστόρημα μελέτη. Αυτή σχετίζεται, με το πώς τα μικρόβια έχουν διαμορφώσει σε βάθος την ανθρώπινη ιστορία.
Ο Περικλής, σύμφωνα με την ίδια πηγή, αποφάσισε λοιπόν να αποφύγει την άμεση σύγκρουση. Θέλησε να οχυρώσει την πόλη και να υπομείνει την πολιορκία μέχρι οι Σπαρτιάτες να ζητήσουν ανακωχή. Περιέκλεισε την Αθήνα και τον Πειραιά με ξύλινα τείχη. Σκοπός ήταν να χρησιμοποιήσει το λιμάνι ως κανάλι τροφοδοσίας της πόλης. Κανένας, όμως, δεν είχε προβλέψει τις τραγικές συνέπειες αυτής της μεγαλοφυούς στρατηγικής.
Κατά την επέλαση των Σπαρτιατών, χιλιάδες πρόσφυγες από τις γύρω επαρχίες έσπευσαν να βρουν καταφύγιο στην Αθήνα. Το αποτέλεσμα ήταν μια πόλη μόλις 10.000 καταλυμάτων να αναγκαστεί να υποδεχτεί ένα τεράστιο πλήθος. Επιπλέον, να καλλιεργηθούν οι ιδανικές συνθήκες για να ριζώσει ένα μικρόβιο.
Όταν λοιπόν χτύπησε ο φοβερός Λοιμός των Αθηνών, όπως έμεινε γνωστός στην ιστορία, η αρχαιότερη επιδημία που έχει καταγραφεί ποτέ, ήταν μεταδοτικός και εκτεταμένος. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, επέφερε τον θάνατο του Περικλή. Επίσης, συνέβαλε στην ήττα των Αθηναίων και στο τέλος του λεγόμενου Χρυσού Αιώνα του ηγέτη τους.
Όπως έγραψε ο ιστορικός Θουκυδίδης, η επιδημία ξέσπασε ξαφνικά και μαινόταν ασταμάτητα για τέσσερα χρόνια, σκοτώνοντας γύρω στο ένα τέταρτο του πληθυσμού, χωρίς να κάνει εξαιρέσεις ανάμεσα σε στρατιώτες και πολίτες. Μόνο ο αθηναϊκός στρατός έχασε 4.400 πεζικάριους και 300 ιππείς, πάνω από το ένα τέταρτο της πρώτης γραμμής του.
Καθώς δεν σώζονται απτές αποδείξεις των αρχαίων επιδημιών, οι σύγχρονοι επιστήμονες δεν μπορούν να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με το μικρόβιο που προκάλεσε τον Λοιμό. Οι μοναδικές πληροφορίες προέρχονται από τα κείμενα του Θουκυδίδη, ο οποίος έγραψε πως η ασθένεια χτυπούσε όλες τις ηλικίες σκοτώνοντας τους ασθενείς μέσα σε επτά με εννέα μέρες. Ανάμεσα στις περιγραφές του, την οποία παραθέτει το βιβλίο «Θανατηφόροι Σύντροφοι», είναι η εξής:
«Εσωτερικά, η ζέστη ήταν τόσο έντονη που τα θύματα δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο ελαφριά σκεπάσματα και σεντόνια· πράγματι, τίποτα δεν τους ικανοποιούσε πέρα από το να είναι γυμνοί, ενώ η καταβύθιση σε κρύο νερό πρόσφερε τη μεγαλύτερη ανακούφιση. Πολλοί από αυτούς που δεν ήταν υπό επιτήρηση έκαναν ακριβώς αυτό, πηδούσαν μέσα σε πηγάδια, τόσο άσβεστη ήταν η δίψα που τους κατακυρίευε· όμως δεν άλλαζε τίποτα, όσο πολύ ή λίγο κι αν έπιναν».
Τα άλλα συμπτώματα που έχει καταγράψει ο Θουκυδίδης είναι ερεθισμένα μάτια και λαιμός, βήχας, φτάρνισμα, φουσκάλες, πληγές και δυσάρεστη αναπνοή, αναγούλα, σπασμοί και ένα κόκκινο εξάνθημα. Τον πλέον τραγικό και βασανιστικό επίλογο έγραφαν διάρροια, υπνηλία, γάγγραινα, απώλεια μνήμης και όρασης και θάνατος λόγω εξάντλησης.
Η συγγραφέας εξηγεί ότι οι περιγραφές του δεν ταιριάζουν με καμία από τις επιδημικές ασθένειες που γνωρίζουμε σήμερα και ανάμεσα στα επικρατέστερα σενάρια είναι εκείνα της ευλογιάς, της ιλαράς και του τύφου. «Πράγματι, θα μπορούσε να είναι μια μείξη από μολυσματικές ασθένειες, οι οποίες θα σάρωναν μέσα στις άθλιες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την πολιορκία» σχολιάζει η Dr. Crawford.
O σπαρτιατικός στρατός δεν κόλλησε την ασθένεια, ίσως οι Σπαρτιάτες να είχαν ήδη αποκτήσει ανοσία στο μικρόβιο, όπως εκτιμά η ειδικός. Δεν αποκλείεται να αποτελούσαν οι ίδιοι την πηγή της μετάδοσής του. Μάλιστα ο Λοιμός όχι μόνο αποδεκάτισε τον πληθυσμό της Αθήνας, αλλά έφερε και αλλαγές στη συμπεριφορά των επιζήσαντων, σύμφωνα με τον Θουκιδύδη:
«Είδαν πόσο ξαφνική ήταν η αλλαγή της τύχης στην περίπτωση τόσο αυτών που ευημερούσαν και ξαφνικά πέθαναν, όσο και αυτών που πριν δεν είχαν τίποτα αλλά, μέσα σε μια στιγμή, βρέθηκαν με τα υπάρχοντα άλλων στην κατοχή τους».