Ο λήσταρχος Νταβέλης είναι ένας από τους μεγαλύτερους κακοποιούς της χώρας μας και είχε τόσο έντονη ζωή, που θα μπορούσε να γίνει ταινία. Πρόκειται για τον Έλληνα Jesse James, ο οποίος μετατράπηκε σε θρύλο.
Ποιος όμως είναι τελικά ο Νταβέλης; Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι, ακόμα και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν γνωρίζουν την ιστορία γύρω από το γνωστό όνομα. Ο λήσταρχος Χρήστος Νταβέλης αποτελεί μέρος της παράδοσης της Ελλάδος. Η φήμη του είναι ξακουστή μέχρι σήμερα, αλλά όχι με την καλή έννοια.
Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή των πραγμάτων παρουσιάζοντας το συγκεκριμένο πρόσωπο. Το πραγματικό όνομα του Χρήστου Νταβέλη είναι Χρήστος Νάτσιος. Γεννήθηκε το 1832 σε ένα χωριό της Βοιωτίας, το Στείρι, από οικογένεια βοσκών καταγόμενη από την Ήπειρο. Από μικρός ακόμα, έγινε βοσκός και ασχολήθηκε με τα βοσκοτόπια της Μονής Νταού στην Πεντέλη.
Τότε ήταν που ξημέρωσε η μέρα, η οποία θα του άλλαζε την πορεία της ζωής του για πάντα.
Ένας ηγούμενος ζητάει από τον Νταβέλη να παραδώσει σε μια μοναχή το ερωτικό γράμμα που της είχε γράψει. Αυτός, όμως, γεμάτος περιέργεια το πήγε σε κάποιον που γνώριζε γράμματα για να του το διαβάσει. Όταν έμαθε τι έγραφε, αποφάσισε να γνωρίσει ο ίδιος τη μοναχή. Όταν ο ηγούμενος το έμαθε, εξοργίστηκε με τον Νταβέλη και τον συκοφάντησε για κλοπή. Τιμωρήθηκε με ραβδισμό και έφυγε από την γενέτειρά του.
Όταν επέστρεψε δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος.
Όντας μακριά από την γενέτειρά του, ερωτεύεται την κόρη ενός παπά, η οποία όμως ήταν ταγμένη σε ένα πλούσιο τσέλιγκα. Αυτός για να εκδικηθεί τον Νταβέλη για την κοπέλα, τον παρέδωσε στον ελληνικό στρατό που έψαχνε κάποιον λιποτάκτη Νάτσιο. Μάταια, ο Νταβέλης προσπαθούσε να τους πείσει, πως δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, παλεύοντας για το πραγματικό του όνομα. Στην προσπάθειά του να γλιτώσει, κατέφυγε στα βουνά. Εκεί μετατράπηκε σε αυτό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ανακαλύπτοντας το πεπρωμένο του.
Αρχικά, μπήκε στη συμμορία του ξαδέλφου της μητέρας του, του ξακουστού ληστή Κακαράπη. Πολύ γρήγορα όμως, σχημάτισε την δική του συμμορία. Αυτοί λήστευαν ταξιδιώτες, χωρικούς και βοσκούς που κατοικούσαν στην Αττική, την Εύβοια, τη Βοιωτία και τη Φθιώτιδα.
Για ακόμα μια φορά στη ζωή του, ένα πρόσωπο έμελλε να κρίνει την πορεία του. Ήταν τότε που η κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι ζήτησε την προστασία της συμμορίας, καθώς επιθυμούσε να επισκεφθεί με ασφάλεια τους Δελφους. Η κόμισσα ερωτεύτηκε των Νταβέλη, την οποία όμως είχε ερωτευτεί ο υπαρχηγός του, Γιάννης Μέγας. Ο Μέγας μετατράπηκε σε εχθρός του και ορκίστηκε να τον εκδικηθεί. Κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή παλεύοντας να τον νικήσει μέχρι το τέλος.
Μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του λήσταρχου Νταβέλη, ήταν αυτή της σύλληψης του Γάλλου αξιωματικού του στρατού κατοχής, Μπερτώ. Ο Γάλλος αξιωματικός είχε φτάσει στον Πειραιά για να αποτρέψει την συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο με την πλευρά της Ρωσίας. Ο Νταβέλης προκειμένου να απελευθερώσει τον αξιωματικό Μπερτώ, ζήτησε και φυσικά εισέπραξε από την ελληνική κυβέρνηση το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 30.000 δραχμών σε χρυσό.
Ο θρύλος του Νταβέλη ισχυροποιήθηκε, όταν το 1855 έγινε γνωστό ότι η συμμορία του δρούσε στην περιοχή κοντά στο Μαραθώνα και είχε ως κρησφύγετο το Σπήλαιο Πεντέλης ή Αμώμων. Ο συγκεκριμένος χώρος, ακόμα και σήμερα, εκφράζει μια περίεργη ενέργεια και παρέχει μια ανατριχιαστική αίσθηση σε όποιον τον επισκεφτεί.
Η δράση του ήταν μεγάλη και οι επιθέσεις του πάντα αιφνιδιαστικές.
Την άνοιξε του 1856, η δράση του γύρω από την Αθήνα κορυφώθηκε σημειώνοντας επιτυχίες σε κάθε μια από αυτές. Τον Μάιο του ίδιου έτους, η Χωροφυλακή του Μενιδίου ήρθε αντιμέτωπη με τον λήσταρχο Νταβέλη, όπου και αναγκάστηκε να παραδώσει τα όπλα της. Η επίθεση αυτή όρισε και τον θάνατό του, καθώς ήταν η αρχή του τέλους. Η ταπεινωτική αυτή στιγμή της Χωροφυλακής, εξόργισε τους χωροφύλακες, οι οποίοι ορκίστηκαν να τον συλλάβουν. Τότε, άρχισε μια ατελείωτη καταδίωξη του Νταβέλη και της συμμορίας του.
Στις 12 Ιουλίου το 1856, σημειώθηκε το τέλος αυτής της καταδίωξης και της μάχης του Νταβέλη.
Η μονάδα της Χωροφυλακής, η οποία εντόπισε τον Νταβέλη και την συμμορία του, είχε ως επικεφαλής τον πρώην σύντροφο του, Γιάννη Μέγα. Η μεγάλη μάχη που ακολούθησε ήταν καθοριστική για τους δύο παλιούς φίλους.
Ο Νταβέλης βλέποντας ότι χάνουν την μάχη και οι σύντροφοί του πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλον, κάλεσε σε μονομαχία μέχρι θανάτου τον παλιό του φίλο και υπαρχηγό. Ο Μέγας σκοτώθηκε ακαριαία, τυφλωμένος από την επιθυμία του να εκδικηθεί τον Νταβέλη.
Ο ίδιος σκοτώθηκε από τη λόγχη άλλου χωροφύλακα. Ο Νταβέλης λίγο πριν πέσει νεκρός, πυροβολούσε και φώναζε «ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια».
Το καλοκαίρι του 1856 και για αρκετές μέρες, το όνομα του Νταβέλη βεβηλώθηκε. Το κεφάλι του κρεμάστηκε σε ένα κοντάρι και στήθηκε στην Πλατεία Συντάγματος σε κοινή θέα.
Πολλές είναι οι ιστορίες που έχουν γραφτεί για το πρόσωπο του Νταβέλη.
Ένας από τους θρύλους που τον ακολουθούν, είναι ότι αρκετά συχνά ο ίδιος κατέβαινε στην Αθήνα. Έτσι μεταμφιεσμένος όπως ήταν, κάθονταν σε καφενεία πίνοντας τον καφέ του και συζητούσε ανενόχλητος.
Ένας άλλος θρύλος, αναφέρεται στον έρωτα του με την Δούκισσας της Πλακεντίας. Λέγεται ότι, το καταφύγιό του στο Σπήλαιο των Αμώμων, έφτανε μέχρι την βίλα της Δούκισσας της Πλακεντίας, μέσω υπόγειας σήραγγας, όπου περνούσαν εκεί μαζί ρομαντικές στιγμές.
Αυτή ήταν η ιστορία της ζωής του λήσταρχου Νταβέλη. Ο Νταβέλης κράτησε ζωντανή και ανεξάλειπτη τη φήμη του στην ελληνική ιστορία. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που κατάφερε να έχει μια θέση στο μυαλό πολλών εξαιτίας της πορείας του. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους κακοποιούς που γέννησε ο τόπος μας.
Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι δίκαια διεκδίκησε τον τίτλο του Έλληνα Jesse James.