Λάμπρος Κωνσταντάρας: Ο θρυλικός ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωή. Έχοντας παίξει σε αμέτρητες ταινίες.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννιέται στις 13 Μαρτίου 1913 στο Κολωνάκι της Αθήνας, ως γόνος εύπορης οικογένειας. Οι γονείς του είχαν χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Παρέχοντας του με αυτόν το τρόπο την άνετη ανατροφή αλλά και πολύ καλή μόρφωση.
Αδελφή του ήταν η επίσης ηθοποιός Μίτση Κωνσταντάρα, με την οποία εξάλλου εμφανίστηκαν μαζί σε τόσες αξέχαστες κωμωδίες. Ολοκληρώνοντας τις σχολικές του υποχρεώσεις, κατατάσσεται στη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού της Κέρκυρας (1930), παρά τη θέλησή του
Ο θρύλος τον θέλει να «δραπετεύει» από κει κολυμπώντας ως τη στεριά. Στην πραγματικότητα βέβαια τρύπωσε σε ένα καράβι που έπιανε λιμάνι στον Πειραιά.
Γλίτωσε όμως τις πειθαρχικές κυρώσεις με την παρέμβαση της αριστοκρατικής καταγωγής οικογένειάς του (και του συνταγματάρχη θείου του). Έπειτα βρέθηκε στο Παρίσι (1933-1934) με σκοπό να σπουδάσει την τέχνη του αργυροχρυσοχόου και του εκτιμητή πολύτιμων λίθων. Έχοντας σκοπό να επιστρέψει στην οικογενειακή μπίζνα.
Σε ηλικία 27 ετών, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας πήγε εθελοντικά στο αλβανικό μέτωπο με τον βαθμό του έφεδρου αξιωματικού. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή μαζί με τον αδελφικό του φίλο Οδυσσέα Ελύτη. Σε μια μάχη ο Κωνσταντάρας τραυματίστηκε και τον βοήθησε ο Ελύτης. Τον μετέφερε βαριά τραυματισμένο στο νοσοκομείο.
Από το χτύπημα του έμεινε ένα πρόβλημα στον γοφό και στο κεφάλι, το οποίο τον ενοχλούσε για το υπόλοιπο της ζωής του. Είπε η Μάρω Κοντού «Είχε μικρά θραύσματα από τον πόλεμο που δεν είχαν βγει είχα ακούσει και αυτά είναι που έκαναν τη ζημιά όταν μεγάλωσε»
«Στο αλβανικό μέτωπο είχα τραυματισθεί στο κεφάλι και μου ζήτησαν την υπογραφή μου για να μου κάνουν διάτρηση στο κρανίο. Δεν υπέγραψα και γλίτωσα. Ποιος ξέρει που θα ήμουν τώρα αν είχε φερθεί διαφορετικά», είχε δηλώσει ο Κωνσταντάρας σε συνέντευξή του.
Σύμφωνα με διηγήσεις του βιογράφου και ηθοποιού Μάκη Δελαπόρτα ο Κωνσταντάρας ήτα πολύ γενναίος και δεν φοβόταν τους Γερμανούς που απαγόρευαν την κυκλοφορία μετά τις 9 το βράδυ.
Όταν έγινε καλά κι ενώ υπηρετούσε στα μετόπισθεν, ζήτησε να τον ξαναστείλουν στην πρώτη γραμμή. Ο δημοφιλής ηθοποιός παρασημοφορήθηκε λαμβάνοντας μετάλλιο τραυματία πολέμου.
Ο ίδιος είχε όμως ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής. Σύντομα θα βρεθεί να φοιτά στην παρισινή σχολή του γνωστού γάλλου θεατράνθρωπου Λουί Ζουβέ. Ανεβάζοντας παράλληλα για πρώτη φορά στο σανίδι στη γαλλική πρωτεύουσα.
Κάνει μπόλικες δουλειές του ποδαριού για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στην περίφημη σχολή. Παίζοντας σε γαλλικά θέατρα και ρόλους κομπάρσου στο γαλλικό σινεμά. Αφού αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Ζουβέ το 1938, επιστρέφει στην Ελλάδα ως επαγγελματίας ηθοποιός πια.
Στα πρώτα αυτά χρόνια στο σανίδι ο Κωνσταντάρας πηγαινοέρχεται μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, αναλαμβάνοντας ρόλους τόσο σε αθηναϊκούς όσο και παρισινούς θιάσους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαθίσταται πάντως οριστικά στην Αθήνα, κυνηγώντας το όνειρο του ηθοποιού.
Παρά το γεγονός ότι από τη λαμπρή κινηματογραφική του πορεία τον ξέρουμε κυρίως σε κωμικούς ρόλους. Τα πρώτα του χρόνια ερμήνευε δραματικό ρεπερτόριο. Πολύ γρήγορα μάλιστα χρίστηκε πρωταγωνιστής, καθώς το ταλέντο του δεν μπορούσε να κρυφτεί.
Ακολουθούν αμέτρητες κυριολεκτικά παραστάσεις, με θιάσους όπως των Μιράντας-Παππά και Μουσούρη-Αρώνη, ενώ κάποια στιγμή σχηματίζει τη δική του θεατρική επιχείρηση με τους Τζένη Καρέζη, Μάρω Κοντού και Νίκο Ρίζο, οργώνοντας την ελληνική επικράτεια και περιοδεύοντας στην ομογένεια.
Σε μια θεατρική καριέρα που εκτείνεται σε 4 δεκαετίες, ο Κωνσταντάρας πήρε μέρος σε περισσότερες από 190 παραστάσεις, γράφοντας μια ασύλληπτη σε μέγεθος και κύρος θεατρική ιστορία!
Η τελευταία παράσταση του σπουδαίου κωμικού μας έλαβε χώρα τη σεζόν 1978, με τον δικό του θίασο, στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου»…
Για την επιβλητική θεατρική του παρουσία, ο γνωστός κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος. Παρατηρεί «Εδώ και 40 χρόνια με ακολουθεί μια συνταρακτική θεατρική σκηνή. Είναι μια από τις σπάνιες εκείνες στιγμές που ο χρόνος παγώνει, η ροή ανακόπτεται και το παν ακινητεί.»
«Μια χειρονομία, μια κραυγή, μια γυρισμένη πλάτη, ένα τικ, μια είσοδος, μια έξοδος, μας πιστοποιούν πόσο μεγάλη τέχνη είναι η υποκριτική και πώς μπορεί να πυκνώσει σε μια στάση ή έναν ήχο το συνταρακτικό γεγονός της υπάρξεως, μέσω της μίμησης πράξεων. Ήταν το 1956 στο ”Δημοτικό” Πειραιώς όταν ο θίασος του Μάνου Κατράκη έπαιξε το έξοχο αντιπολεμικό έργο του Σέριφ “Το τέλος του ταξιδιού”. Στο φινάλε του πρώτου μέρους μέσα στο αμπρί έχει μείνει ένας αξιωματικός μόνος, που έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση θανάτου. Να αποφασίσει μιαν έξοδο χωρίς ελπίδα καμιά. Τον ρόλο έπαιζε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.»
Πρόσθεσε επίσης «Όταν έμεινε μόνος, άναψε το τσιμπούκι του και το κάπνισε, όπως το τελευταίο τσιγάρο. Πλάτη στο κοινό, ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός, με λιτότητα, με εσωτερική συγκίνηση, βίωσε μιαν εκρηκτική σιωπή που θαρρείς πως κράτησε αιώνες. Θεωρώ αυτήν την υποκριτική στιγμή ανάλογη με την έξοδο του Μινωτή ως “Οιδίποδα στον Κολωνό”, την πλάτη του Κατράκη στον “Ηλίθιο”, τον κυνηγημένο “Ορέστη” του Κωτσόπουλου στις “Χοηφόρες”, τον θρήνο της Εκάβης-Παξινού όταν αντικρίζει τον Πολύδωρο, το “τικ” της Λαμπέτη-Μπλανς όταν της περνάνε τον ζουρλομανδύα, του Χορν στην “Εξομολόγηση του Ριχάρδου του Β”»…
Έναν μόλις χρόνο μετά το ελληνικό θεατρικό του ντεμπούτο, ο Κωνσταντάρας συμμετέχει στην ταινία «Το τραγούδι του γυρισμού» (1939), το φιλμ που σηματοδοτεί την επίσης πρώτη ελληνική κινηματογραφική του εμφάνιση, αφού είχε ήδη προλάβει να παίξει σε γαλλικές προπολεμικές ταινίες.
Ακολουθεί καταιγισμός κυριολεκτικά από κινηματογραφικούς ρόλους. Με τον ίδιο να μετατρέπεται σύντομα σε έναν από τους διαχρονικά αγαπημένους. Κλασικά «Διακοπές στην Αίγινα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η Λίζα και η άλλη» και τόσες εμβληματικές ταινίες της λεγόμενης χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά…
Από το σύνολο της φιλμογραφίας του «Λαμπρούκου», που περιλαμβάνει περισσότερες από 70 ταινίες, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τις «Φωνή της καρδιάς», «Ραγισμένες καρδιές», «Καταδρομή», «Μαρίνα», «Ο γεροντοκόρος», «Υιέ μου, υιέ μου», «Υπάρχει και φιλότιμο». Ποιος μπορεί άλλωστε να τον ξεχάσει ως «Μαυρογιαλούρο»;
Και βέβαια για την πρωταγωνιστική ερμηνεία του στον «Μπλοφατζή» τιμήθηκε το 1969 με το Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Αλλά και τις ταινίες «Βίλα των οργίων», «Η γυναίκα μου τρελάθηκε», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια». Όπως και «Δον Ζουάν για κλάματα», «Ο κύριος πτέραρχος» κ.α! Δεν μπορείς να μην τις μνημονεύσεις.
Η τελευταία ταινία του αξέχαστου κωμικού μας ήταν «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» του 1981…
Και βέβαια από την τηλεοπτική του καριέρα δεν γίνεται να μην αναφερθεί ο μνημειώδης ρόλος του ως ο γυναικάς Ζάχος Δόγκανος στο σίριαλ της ΥΕΝΕΔ «Εκείνες και εγώ» (1976)…
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας παντρεύτηκε το 1945 με την επίσης ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά (ένα εκ των οποίων ο γνωστός δημοσιογράφος Δημήτρης Κωνσταντάρας).
Το 1971 πέρασε τα σκαλιά της εκκλησίας για δεύτερη φορά, τώρα με τη Φιλιώ Κεκάτου.
Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του τα πέρασε ο κωμικός μας στο διαμέρισμά του στη Βάρκιζα, αποσυρμένος από τον έξω κόσμο, καθώς είχε χτυπηθεί από διπλό εγκεφαλικό.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας άφησε την τελευταία του πνοή στις 28 Ιουνίου 1985, αν και παραμένει αθάνατος μέσα από το άφθονο γέλιο που συνεχίζει να χαρίζει στις κλασικές ταινίες του…