Τροφή για σκέψη έδωσε η τραγική είδηση πως ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στην Κυψέλη πέθανε μόνο και αβοήθητο μέσα στο διαμέρισμά του.
Όσον αφορά στον θάνατο της 90χρονης, εκτιμάται ότι προήλθε πριν από περίπου 24 ώρες, από όταν την βρήκαν οι αστυνομικοί στο διαμέρισμα της Κυψέλης, κάτι που σημαίνει ότι η άτυχη γυναίκα πέρασε αρκετά 24ωρα μαζί με τον νεκρό σύζυγο της, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι ούτε γι’ αυτόν, ούτε για την ίδια.
Μία μακρά πορεία ζωής, που είχε άδοξο και τραγικό τέλος σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη.
Συγκίνηση και προβληματισμό προκαλούν οι λεπτομέρειες της – αρχικά, μυστυριώδους – υπόθεσης του θανάτου δύο ηλικιωμένων, που βρέθηκαν νεκροί και σε κατάσταση σήψης από την αστυνομία μέσα στο σπίτι τους, την Πέμπτη.
Κυψέλη: Γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία λόγω δυσοσμίας
Την αστυνομία κάλεσαν λίγο πριν τις 16:00 το μεσημέρι κάτοικοι της Κυψέλης, οι οποίοι ενημέρωσαν για την έντονη δυσοσμία στην περιοχή.
Αστυνομικοί της Άμεσης Δράσης έφτασαν στο σημείο και εισήλθαν στο διαμέρισμα από το οποίο έβγαινε μία άσχημη μυρωδιά, εντοπίζοντας νεκρούς το ζευγάρι των ηλικιωμένων.
Ο άνδρας, 92 ετών, ήταν πεσμένος στο μπάνιο και η γυναίκα του, 90 ετών, βρισκόταν στο δωμάτιο.
Ένοικος της πολυκατοικίας, που μίλησε σε δημοσιογράφους, ανέφερε ότι η μυρωδιά ήταν πολύ αισθητή σήμερα, ενώ πριν από δύο μέρες τον ρώτησε κάποιος, που δήλωσε ανιψιός του ζευγαριού, αν τους έχει δει, γιατί δεν απαντούσαν στα τηλεφωνήματά του.
«Σήμερα το καταλάβαμε από τη μυρωδιά και ειδοποιήσαμε την αστυνομία. Πριν δυο μέρες, ήρθε κάποιος κύριος που έλεγε πως είναι ανιψιός τους και με ρωτούσε αν έχω δει κάτι, γιατί τηλεφωνούσε και δεν απαντούσε κανείς. Ήταν καλοί άνθρωποι», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αιφνίδιοι θάνατοι – Πόσες μέρες πριν πέθαναν
Στο «μικροσκόπιο» των Αρχών μπήκαν όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και αυτό της εγκληματικής ενέργειας, καθώς ο ηλικιωμένος άνδρας βρέθηκε γυμνός και φέρεται να είχε μώλωπες στο σώμα του.
Ωστόσο, μετά την μακροσκοπική εξέταση του ιατροδικαστή, Γιώργου Ντιλέρνια, αλλά και τη διερεύνηση στους χώρους του διαμερίσματος από τους αστυνομικούς της Ασφάλειας, δόθηκε τέλος στο «θρίλερ» της Κυψέλης.
Όπως προκύπτει, πρόκειται για μία ανθρώπινη τραγωδία, καθώς ο 92χρονος άνδρας φαίνεται πως απεβίωσε πριν από περίπου 7-8 ημέρες, κάτω από άθλιες συνθήκες.
Ο κλιματισμός στο διαμέρισμα της οδού Γεωργίου Κεδρηνού στην Κυψέλη δεν δούλευε και, πιθανότατα, τις ημέρες του καύσωνα με τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, ο ηλικιωμένος να έπαθε θερμοπληξία και να κατέληξε.
Γι’ αυτό και βρέθηκε γυμνός στο χολ του σπιτιού, ενώ οι μώλωπες που φέρεται να είχε στο σώμα πιθανότατα προήλθαν από την πτώση του.
Η γυναίκα έζησε 24ωρα με τον νεκρό σύζυγό της
Όσον αφορά στον θάνατο της 90χρονης, εκτιμάται ότι προήλθε πριν από περίπου 24 ώρες, από όταν την βρήκαν οι αστυνομικοί, κάτι που σημαίνει ότι η άτυχη γυναίκα πέρασε αρκετά 24ωρα μαζί με τον νεκρό σύζυγό της, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι ούτε γι’ αυτόν, ούτε για την ίδια.
Ο μόνος άνθρωπος που αναζήτησε το ηλικιωμένο ζευγάρι, άλλωστε, ήταν ένας ανιψιός τους, ο οποίος, όπως είπε γείτονας, τους αναζήτησε επειδή δεν απαντούσαν στις κλήσεις του.
Να σημειωθεί ότι η 90χρονη γυναίκα εντοπίστηκε με το νυχτικό της, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες φορούσε τα χρυσαφικά της.
Στον χώρο δεν υπήρχαν ίχνη διάρρηξης ή έρευνας, ενώ η αστυνομία άνοιξε την είσοδο με τη συνδρομή κλειδαρά.
Τέλος, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες που δεν έχουν επιβεβαιωθεί, το ηλικιωμένο ζευγάρι στην Κυψέλη δεν έπαιρνε τα φάρμακά του.
Πέθαναν μόνοι, κανείς δεν τους αναζήτησε για μία εβδομάδα. Δυο γεροντάκια ανάμεσα σε εκατομμύρια Αθηναίους.
Πριν καιρό ένας γνωστός μου διηγήθηκε μια ιστορία. Συγκλονιστική, ανθρώπινη, και συνάμα τραγική. Μου είπε λοιπόν:
«Χρόνια πριν, φοιτητής στην Αθήνα, νοίκιαζα ένα φοιτητικό σπίτι. Ιδιοκτήτρια μια ηλικιωμένη κυρία, χήρα, χωρίς παιδιά και με ελάχιστους συγγενείς στην Πελοπόννησο, που σπάνια έβλεπε.
γράφει ο Βασίλης Σ. Κανέλλης – in.gr
Η καλή αυτή κυρία δεν ήθελε να βάζω το ενοίκιο στην τράπεζα για έναν και μόνο λόγο:
Ήθελε κάθε μήνα να πηγαίνω στο σπίτι της στην Κυψέλη να της δίνω τα χρήματα του ενοικίου και να μου φτιάχνει έναν καφέ. Εκείνη η μία ώρα που πήγαινα και της μιλούσα ήταν γι’ αυτήν η καλύτερη ώρα του μήνα.
Γιατί ήταν και η μόνη που έβλεπε κάποιον άνθρωπο. Τα κινητικά της προβλήματα δεν της επέτρεπαν να βγαίνει για ψώνια, της τα έφερναν στην πόρτα κι έφευγαν.
Λοιπόν, εγώ ήμουν η παρέα της για μία ώρα τον μήνα. Ακόμη κι όταν της καιγόταν μια λάμπα, με περίμενε για την αλλάξω, εγώ ο άγνωστος φοιτητάκος. Αργότερα έμαθα ότι η καλή γιαγιά έφυγε από την Αθήνα, πήγε στους δικούς της και πέθανε, τουλάχιστον όχι μόνη στο ανήλιαγο διαμέρισμα της Κυψέλης».
Θυμήθηκα αυτή την ιστορία με αφορμή το τραγικό γεγονός και πάλι στην Κυψέλη. Τι σύμπτωση, ίδια συνοικία.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, 92 ετών ο άνδρας, 90 η γυναίκα, βρέθηκαν νεκροί, από φυσικά αίτια, μέσα στο σπίτι τους.
Είχαν πεθάνει πριν από 7-8 ημέρες και μόνο η μυρωδιά των σωμάτων που άρχισαν να λιώνουν, πρόδωσε αυτή την τραγική ιστορία.
Οι πρώτες πληροφορίες λένε ότι πέθανε ο σύζυγος και η γυναίκα, που δεν μπορούσε να αυτεξυπηρετηθεί, κατέληξε κι αυτή αβοήθητη, αφυδατωμένη, μόνη μέσα στην Αθήνα των 4 εκατομμυρίων πολιτών.
Τι τραγικό αυτό το καλοκαίρι. Δολοφονίες, γυναικοκτονίες, αυτοχειρίες απελπισίας και τώρα αυτό;
Δύο αβοήθητοι ηλικιωμένοι, που δεν τους αναζήτησε κανείς εδώ και μία εβδομάδα;
Δεν είχαν συγγενείς; Ήταν σε διακοπές;
Δεν είχαν κάποιον να προστρέξει, να τους δει, να μάθει αν είναι καλά κι αν χρειάζονται βοήθεια;
Γείτονες δεν υπήρχαν ή φίλοι της συνοικίας να αναρωτηθούν: Που είναι αυτά τα κακόμοιρα γεροντάκια; Γιατί δε βγήκαν για ψωμί στο φούρνο, για φρούτα στο μανάβικο, για ένα «καλημέρα» στον ψιλικατζή της γειτονιάς;
Όλοι αγνοούσαν την ύπαρξή τους, όλοι ξέχασαν ότι κάποτε ήταν νέοι, «πνίγονταν» από τους χυμούς της νιότης;
Ήταν κάποτε παιδιά που σίγουρα έπαιζαν στις αλάνες του χωριού τους.
Ήταν κάποτε νέοι που ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν, εργάστηκαν σκληρά, άφησαν το χνάρι τους στον κόσμο αυτό.
Ήταν συνάνθρωποί μας, ίσως τους είχαμε συναντήσει στο δρόμο, στη γειτονιά, στο λεωφορείο.
Μπορεί να ήταν συντοπίτες μας, ίσως και μακρινοί συγγενείς μας.
Φαίνεται, όμως, πως ήταν και ξεχασμένοι. Είχαν ο ένας τον άλλον στο τέλος της ζωής τους, αλλά δεν έφτασε για να αποφύγουν τον τραγικό θάνατο.
Τον κανονικό θάνατο, δηλαδή τη φυγή από τον κόσμο, αλλά και τον άλλον. Το θάνατο της μοναξιάς σε ένα διαμέρισμα της απρόσωπης Αθήνας.
Μια παλιότερη έρευνα αναφέρει ότι σχεδόν μισό εκατομμύριο ηλικιωμένοι ζουν μόνοι τους στη χώρα μας. Σίγουρα εκατοντάδες χιλιάδες είναι ζευγάρια ηλικιωμένων που δεν έχουν κανέναν να τους στηρίξει.
Ξεχασμένοι σε διαμερίσματα, σε οίκους ευγηρίας, ακόμη και σε ιδρύματα της Εκκλησίας που πηγαίνουν για ένα πιάτο φαΐ, για ένα κρεβάτι ή για μια κουβέντα με κάποιον.
Δεν αντέχεται αυτή η είδηση. Δεν χωνεύεται, περισσότερο ίσως και από τις υπόλοιπες.
Γιατί είναι οι παππούδες μας, οι γονείς μας και οι θείοι μας. Γιατί είδαν το θάνατο κατάματα και ήταν μόνοι τους. Κανείς δεν τους χάιδεψε το χέρι στο τέλος της ζωής τους.
Κανείς δεν έχυσε ένα δάκρυ, βλέποντας τους απόκληρους της ζωής να φεύγουν για το μεγάλο ταξίδι.
Μακάρι να μην έζησαν όπως πέθαναν. Απαρατήρητοι δηλαδή.
Μακάρι να είχαν μια γεμάτη ζωή. Γεμάτη με έρωτες, αγάπες, γλέντια, χορούς και πανηγύρια.
Μακάρι όλα αυτά, μόνο και μόνο για να άξιζε η ζωή τους περισσότερο από τον μοναχικό θάνατό τους.
Να μην ξεχνάτε τους δικούς σας. Να μην τους εγκαταλείπετε. Να τους σκέφτεστε, να τους μιλάτε, να τους στηρίζετε, να τους δίνετε αγάπη, συντροφιά.
Όσο μεγάλοι κι αν είναι, όσο παραιτημένοι από τη ζωή, όσο χαμένοι στις αναμνήσεις μιας ένδοξης νιότης.
Όμως, δεν είναι μόνον οι συγγενείς που πρέπει να μην ξεχνούν. Η Πολιτεία που είναι;
Διαβάζουμε μια πρόσφατη ανακοίνωση που λέει ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες όπου η Γηριατρική δεν είναι αναγνωρισμένος κλάδος της ιατρικής και οι Έλληνες ένας από τους τελευταίους λαούς του ανεπτυγμένου κόσμου που δεν επωφελούνται από τις υπηρεσίες που απορρέουν από την ανάπτυξη της Γηριατρικής και την ενσωμάτωσή της στο Σύστημα Υγείας.
Γιατί; Γιατί να είμαστε τελευταίοι σε μια ακόμη θλιβερή στατιστική; Ίσως στη θλιβερότερη, σ’ αυτήν που δεν σέβεται τον απόμαχο της ζωής;
Μήπως γιατί μας τυφλώνει η αλαζονεία της νιότης; Μα κι εμείς εκεί δεν θα καταλήξουμε; Θέλουμε την ίδια τύχη;
Σε ένα δυστοπικό κείμενό του ο μεγάλος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε γράψει:
«Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή».
Λέτε και το τραγικό ζευγάρι στην Κυψέλη να παραιτήθηκε από τη ζωή γιατί δεν άντεχε άλλο τη μοναξιά;