Ο Παναγής Κουταλιανός, ήταν γνωστός για την υπερφυσική του δύναμη.Γεννήθηκε στην Κούταλη της Προποντίδας το 1847.Η περιπλάνησή, τον οδήγησε στο μακρινό Μοντεβιδέο της Λατινικής Αμερικής.
Της: Έπη Τρίμη
Εκεί, έγινε παλαιστής και άρχισε να χτίζει τη φήμη του. Μετά τις πρώτες νίκες, το όνομά του έγινε συνώνυμο της δύναμης. Στις εμφανίσεις του, φορούσε πάντα το δέρμα μιας τίγρης, που είχε σκοτώσει μόνος του. Ο νεαρός μούτσος από το νησάκι του Μαρμαρά έμαθε την πάλη στα λιμάνια που σταματούσε με το εμπορικό του και περιδιάβηκε τον κόσμο ως παλαιστής και αρσιβαρίστας αρχικά, πριν ξεκινήσει την περιπέτεια με τις απόκοσμες επιδείξεις του, με τα κανόνια να πυροδοτούνται στην αγκαλιά του και τα άγρια θηρία να τον τρέμουν!
Το «Κουταλιανός», είναι πιθανότατα παρατσούκλι που δείχνει τον τόπο της καταγωγής του, κατά τη συνήθη πρακτική της εποχής (εφημερίδες της περιόδου πάντως αναφέρουν συχνά ως επίθετο του Παναγή το «Αντωνίου», ενώ αμερικανικά περιοδικά και βρετανικές επιθεωρήσεις τον αποκαλούν «Antonio Pannay»).
Μεγαλωμένος στη θάλασσα και μέσα στη ζηλευτή ναυτοσύνη του ελληνισμού της περιοχής, αποφασίζει να ακολουθήσει τον δρόμο του πατέρα του και να μπαρκάρει. Σύμφωνα μάλιστα με την προφορική παράδοση, λίγο πριν εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη, έσκισε στα δυο έναν Τούρκο(!), ο οποίος του έκλεψε τα ρούχα όταν έκανε μπάνιο στο ποτάμι. Κυνηγημένος πια, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μπει στο πρώτο εμπορικό και να περιδιαβεί τον κόσμο.
Όπως κι αν έχει η ιστορική αλήθεια για τους λόγους που μπάρκαρε, στα 19 του χρόνια ήταν ήδη μούτσος σε εμπορικό, όπου και θα έκανε την πρώτη της εμφάνιση η υπεράνθρωπη δύναμή του: το πλοίο έπρεπε να σηκώσει άγκυρα σε μια θαλασσοταραχή στη Μάλτα αλλά αυτή είχε μπλέξει σε βράχια και το πλήρωμα, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να την τραβήξει. Από 5 μέχρι και 10 ναυτικοί, ανάλογα με την πηγή που συμβουλεύεσαι, πάλευαν μάταια με την άγκυρα, μέχρι να αναλάβει τουλάχιστον ο Παναγής την κατάσταση, όπου την ξέμπλεξε εύκολα κι έτσι σώθηκαν καράβι και πλήρωμα!
Οι συγγραφείς της εποχής, παρουσίαζαν τον Παναγή Κουταλιανό ως έαν υπεράνθρωπο, που πάλευε σε όλο τον κόσμο, με τους πιο απίθανους αντιπάλους και έκανε επιδείξεις μυϊκής δύναμης, που παρόμοιες δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια τους. Τα κατορθώματά του έμοιαζαν απίστευτα. Μετακινούσε τεράστιες πέτρες και πάλευε με άγρια ζώα. Ξάπλωνε στο έδαφος, του έβαζαν πάνω στο στομάχι βράχους και τους έσπαγαν με βαριοπούλες, χωρίς να τραυματίζεται.
Έκανε επιδείξεις της δύναμής του λυγίζοντας σίδερα, σπάζοντας αλυσίδες και βράχια σε όλο τον κόσμο. Ένα από τα κατορθώματά του ήταν να κουβαλά τρία κανόνια, ένα στους ώμους και δύο στα πλευρά του τα οποία κρεμούσε με αλυσίδες δεξιά και αριστερά. Μετά ο ίδιος τα πυροδοτούσε και ενώ, γύρω ο τόπος τρανταζόταν, εκείνος έμενε ατάραχος στη θέση του.
Μεγαλώνοντας, ο Παναγής Κουταλιανός παράτησε τα ρινγκ και τους αγώνες και πέρασε πια στις επιδείξεις ρώμης και δύναμης όπως ο Σαμψών. Το πλέον φημισμένο νούμερό του ήταν ότι ζωνόταν με τρία κανόνια βάζοντάς τους πυρ ταυτοχρόνως. Κι ενώ ο κόσμος γύρω του σειόταν, ο Κουταλιανός παρέμενε ατάραχος στη θέση του!
Τα κατορθώματα που του αποδίδονται είναι πραγματικά αμέτρητα. Δεν είναι όμως ότι δεν μας φτάνει ο χώρος για να τα απαριθμήσουμε, είναι ότι πιθανότατα έχουν γιγαντωθεί από τον θρύλο του Παναγή του Κουταλιανού και μοιάζουν πια υπερβολές. Σχετικά σίγουρο πάντως είναι ότι πάλεψε πράγματι με ταύρους (Αμερική), με τη χάρη του να φτάνει ακόμα και στην Ινδία. Ο μασίστας γύριζε έτσι τις χώρες και κέρδιζε τον επιούσιο επιδεικνύοντας την απαράμιλλη δύναμή του.
Για τον Κουταλιανό, τον Παναγή από την Κούταλη δηλαδή, έγραψε το 1951 ο Φώτης Κόντογλου στη στήλη του «Κυριακάτικα Θέματα»: «Μου φαίνεται πως κανένα όνομα δεν έδεσε τους Έλληνες μεταξύ τους ύστερα από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο όσο ο Κουταλιανός. Γιατί είχε μεγάλη σημασία για μια φυλή ρημαγμένη και φτωχιά, σκόρπια σε κάθε μέρος του κόσμου, βασανισμένη και πολλές φορές στερημένη και πεινασμένη, να βγάλει τον πιο χειροδύναμο άνθρωπο της οικουμένης, που έβαζε κάτω όλους τους παλληκαράδες που βγήκανε από έθνη πλούσια, δυνατά και καλοπερασμένα»…
Ο Κουταλιανός επέστρεψε κάποια στιγμή στην Ευρώπη και φέρεται να πολέμησε για δύο χρόνια στο πλευρό των Γάλλων (Γαλλο-Πρωσικός Πόλεμος). Κατόπιν τα ίχνη του ξαναβρίσκονται στις ΗΠΑ, όπου παντρεύτηκε μια κοπέλα από τη Λατινική Αμερική και απέκτησε μια κόρη, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές ήταν ήδη πατέρας τεσσάρων γιων. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι δύο του γιοι ήταν επίσης μασίστες, όπως και ο απόγονός του Δημήτρης Μακρής, ο σύγχρονος «Κουταλιανός».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ένας 20άχρονος άντρας έκανε επιδείξεις δύναμης και τραβούσε το βλέμμα του κόσμου. Ήταν ο Δημήτρης Μακρής, απόγονος του Παναγή Κουταλιανού, που κράτησε το όνομα σαν ψευδώνυμο και συνέχισε τον μύθο.
Ο Κουταλιανός είχε δείξει τη δύναμή του από πολύ νεαρή ηλικία. Στην Κάσο, όταν ήταν μικρός, έσυρε μόνος του ένα καΐκι στη θάλασσα και άναψε τη σπίθα του μύθου.
Κάποια στιγμή, ένας γάιδαρος τον δάγκωσε και ο μικρός Δημήτρης του έριξε μια μπουνιά και τον έριξε αναίσθητο. Ο δάσκαλός του, εντυπωσιασμένος, τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τις επιδείξεις σωματικής ρώμης.
Μεγαλώνοντας, οι επιδείξεις του έγιναν πιο εντυπωσιακές, αλλά και πιο επικίνδυνες.
Αν και κάθε άλλο παρά έμοιαζε με γίγαντα, σταματούσε αυτοκίνητα με τα χέρια του, ή τραβούσε νταλίκες με ιμάντα, που δεν τον κρατούσε με τα χέρια, αλλά με τα δόντια. Το μεγάλο του νούμερο ήταν, όταν άναβε ένα κανόνι που έσκαγε στα χέρια του, κόβοντας την ανάσα των θεατών και των δικών του ανθρώπων. Η γιαγιά του αγωνιούσε περισσότερο από όλους. Καθόταν με το σκαμνάκι της κοντά στο σημείο των επιδείξεων και έκλαιγε από τον φόβο της, μέχρι να τελειώσουν τα επικίνδυνα νούμερα και να βεβαιωθεί ότι ο εγγονός της είναι σώος και αβλαβής. Στις περιοδείες, ακολουθούσε πάντα όλη τη οικογένεια του και συνήθως του έλεγαν ένα ποίημα, το οποίο σε μια στροφή ανέφερε: «Έχεις του Ηρακλή τη δύναμη, τη λεβεντιά, την χάρη και είσαι για κάθε Έλληνα, πάντα κρυφό καμάρι».
Ο Κουταλιανός ήταν σκληρό καρύδι και το αποδείκνυε σε κάθε εμφάνισή του, καθώς έκανε επιδείξεις σε όλη τη χώρα. Είχε όμως και ένα ευαίσθητο σημείο. Τη γυναίκα του. Μία δυναμική γυναίκα, με ισχυρή προσωπικότητα, που τον στήριξε σε όλη του τη ζωή. Της είχε αδυναμία και αυτό έγινε γνωστό από τους στίχους του τραγουδιού ο «Κουταλιανός», σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.
«Τρέμει σαν το ψάρι, στην κυρά του μπρος, αχ πως τη φοβάται, ο φτωχός Κουταλιανός», έλεγε το τραγούδι, που αρχικά τον εκνεύρισε, αλλά αργότερα το συνήθισε και έμοιαζε να το διασκεδάζει.
Η πιθανότερη ημερομηνία θανάτου του τοποθετείται το 1916 στην Κωνσταντινούπολη στα 85 του χρόνια. Λέγεται ότι πέθανε από κάλο που αφαίρεσε μόνος του και μολύνθηκε κατόπιν, προκαλώντας γάγγραινα. Κατ’ άλλες πηγές, ο Κουταλιανός πνίγηκε ψαρεύοντας ή δηλητηριάστηκε από τους Τούρκους!
Φωτογραφίες του σήμερα στολίζουν τα καφενεία της Νέας Κούταλης Λήμνου, ενώ προς τιμήν του έχει στηθεί άγαλμα στην πλατεία του χωριού.