Κώστας Βουτσάς: Ο γνωστός ηθοποιός έφυγε από τη ζωή, βυθίζοντας στη θλίψη τον καλλιτεχνικό ρόλο, αλλά και όσους τον αγάπησαν μέσα από την ερμηνεία του στις ταινίες. Ο Κώστας Βουτσάς ήταν ένας σημαντικός ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν ένας από τους καλύτερους και δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Υπήρξε από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του κινηματογράφου με την καριέρα του να διαρκεί σχεδόν 70 χρόνια. Οι ερμηνείες του παραμένουν αξεπέραστες και, όπως αναφέρουν οι συνάδελφοί του, κατάφερε με το ταλέντο του να ξεπεράσει ακόμη και τις ίδιες τις ταινίες στις οποίες έπαιζε.
Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο έγινε το 1953 με την ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται». Στη συνέχεια τον είδαμε ως Σωτήρη στην ταινία “Η κυρά μας η μαμή» και ως ναύτη στην ταινία “Η Αλίκη στο ναυτικό”.
Αρχές της δεκαετίας του ’60 η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται όταν έπαιξε στις ταινίες «Νόμος 4000», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Κάτι να καίει», «Τέντυ μπόυ αγάπη μου», «Κορίτσια για φίλημα».
Ο μεγάλος ηθοποιός γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1931 στον Βύρωνα και μεγάλωσε σε ένα φτωχικό περιβάλλον στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του δούλευε σαν εργάτης οδοποιός και εκείνος με τα αδέλφια του έκαναν διάφορες δουλειές του ποδαριού για να συνδράμουν στο οικογενειακό εισόδημα.
Τριγυρνούσε στον δρόμο με το κασελάκι και πουλούσε τσιγάρα. Μάλιστα για να κερδίζει περισσότερα χρήματα τα χρόνια της κατοχής πουλούσε τσιγάρα στους Άγγλους αιχμαλώτους, οι οποίοι του έδιναν δικά τους τσιγάρα τα οποία πουλούσε ακριβότερα.
Έκανε τον αβανταδόρο στους παπατζήδες και πάντοτε φρόντιζε για την οικογένεια του. Όπως είχε αναφέρει σε συνέντευξη του: “Τρώγαμε στραγάλια και νερό για να πρηστεί η κοιλιά μας. Ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει από φυματίωση.
Τον είχαν πάει στο Ασβεστοχώρι, στο σανατόριο και τον είχαν εγκαταστήσει μέσα σε στάβλο. Καθημερινά πηγαίναμε από τη Θεσσαλονίκη στο Ασβεστοχώρι με τα πόδια. Ανεβαίναμε και κατεβαίναμε το βουνό του Σέιχ Σου, επιλέγοντας να πάρουμε ένα κομματάκι βούτυρο από το να δώσουμε τα ελάχιστα λεφτά που είχαμε στο λεωφορείο.
Καθαρίζαμε το στάβλο, που βρωμούσε κοπριά, για να μένει μέσα ο πατέρας μου σε ανθρώπινες συνθήκες». Ο ηθοποιός είχε πει για τα δύσκολα παιδικά χρόνια: “Πέρασα πολύ άσχημα μικρός, και αυτό με στέριωσε, με δυνάμωσε, με έκανε άντρα.
Στα παιδικά μου χρόνια πουλούσα τσιγάρα, έκανα τον αβανταδόρο σε παπατζή. Με κράτησε η συμβουλή της μητέρας μου : “Παιδί μου μη σε πιάσουν και σε πάνε στη φυλακή, γιατί όλοι θα πουν ο γιος του κομμουνιστή είναι αλήτης”, είχε πει σε συνέντευξη του.
Το οικογενειακό του επίθετο ήταν Σαββόπουλος, όμως το άλλαξαν σε «Βουτσάς» επειδή ο παππούς του έφτιαχνε βαρέλια που τα έλεγαν «βουτσιά». Στην αρχή της καριέρας του θιασάρχης του είχε προτείνει να το αλλάξει σε «Βέσελης», ωστόσο εκείνος αρνήθηκε.
Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος στα μπουλούκια όμως τον απέρριψαν δυο φορές, λέγοντάς του ότι δεν κάνει για το θέατρο». Για την περίοδο που συμμετείχε στα μπουλούκια είχε αναφέρει:
«Ήμασταν μεριδιούχοι. Όταν δεν πηγαίναμε καλά, μας έλεγε ο πρωταγωνιστής: “Παιδιά έχουμε ναυάγιο. Ο σώζων ευατόν σωθήτω”. Επειδή δεν είχαμε να πληρώσουμε το ξενοδοχείο, πετούσαμε τα ρούχα μας από το μπαλκόνι ή καρφώναμε τη βαλίτσα μας στο πάτωμα για να ξεγελάσουμε τον ξενοδόχο και να πιστέψει πως ήταν βαριά σε περίπτωση που θα προσπαθούσε να τη σηκώσει.
Στις παραστάσεις συμμετείχαν επίσης ωραίες κοπέλες, που είχαν θαυμαστές σε κάθε κωμόπολη. Ίσως έλεγε, λ.χ. ο χασάπης ή ο μανάβης: “Θέλεις να πάμε το βράδυ για φαγητό;”».
Εκείνες απαντούσαν: “Φυσικά , αλλά θα πάρω και τα παιδιά μαζί”. Έρχονταν λοιπόν και μας έλεγαν: “Το βράδυ έχουμε κηδεία”. “Κηδεία” σήμαινε το εξής: Πηγαίναμε, τρώγαμε και μετά, όπως στις κηδείες, καθόμασταν και περιμέναμε πότε θα φύγουμε».
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1953 και εκείνη τη χρόνια έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο. Από τότε μέχρι το τέλος της ζωής του δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται.
Τις δεκαετίες του 70 και ου 80 έγινε μεγάλος θιασάρχης και ανέβασε σπουδαίες θεατρικές παραστάσεις. O Κώστας Βουτσάς υπήρξε γνήσιος κωμικός που άφησε το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο και σπουδαία παρακαταθήκη. Θα ζει για πάντα μέσα από τις ερμηνείες του.