Ο Κώστας Ταχτσής είναι ο συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι», ο οποίος βρέθηκε στραγγαλισμένος στο σπίτι του, στον Κολωνό, τον Αύγουστο του 1988, συγκλονίζοντας όχι μόνο την Αθήνα, αλλά όλη την Ελλάδα.
Μέχρι σήμερα η δολοφονία του δεν έχει εξιχνιαστεί και πρόκειται για μια «παγωμένη υπόθεση» στα αρχεία της αστυνομίας. Το 2008, η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, με αφορμή την συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο του Ταχτσή, έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα.
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά από χωρισμό των γονιών, του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Εκεί πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια.
Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, χωρίς επιτυχία, λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια, εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου.
Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ποιήματα». Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η «Συμφωνία του ‘Μπραζίλιαν’» (1954) και το «Καφενείο ‘Το Βυζάντιο’» (1956). Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Αντρέα Εμπειρίκο.
Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα.
Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, συνεργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» ως βοηθός σκηνοθέτη, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του πιανίστα Τόνι Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία. Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα.
Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Δυο μήνες μετά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964.
Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα έλαβε μέρος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού «Πάλι» (1964-67), μαζί με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Μακρή, και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε τέσσερα θεατρικά έργα του Αριστοφάνη και έργα των Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Ατάυντε, κ.ά.). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνυπέγραψε τη «Δήλωση των 18» κατά της χούντας και της λογοκρισίας, το 1969, και διώχτηκε από την Ασφάλεια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξηνταενός χρόνων.
Το ποιητικό έργο του Κώστα Ταχτσή κινείται στα πλαίσια της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, διάθεση η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του. Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα «Το τρίτο στεφάνι», μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης.
Ο συν-εκδότης του περιοδικού «Πάλι» Νάνος Βαλαωρίτης, έγραψε για τον συγγραφέα στο περιοδικό «Αντί», τ. 389, στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ένα κείμενο με τίτλο: «Κώστας Ταχτσής. Το παιχνίδι της γραφής: Μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου»: «Η ζωή του Κώστα Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει από αυτήν το λουλούδι μιας μοναδικής γραφής. […] Και, παρόλο που ήταν με κάποιον τρόπο «αριστοφανικός», δεν ήταν ποτέ «παρωδικός». Παρωδία ήταν η ζωή του. Εκεί έπαιζε θέατρο, ενώ το γράψιμο ήταν στα ίσια, σοβαρή υπόθεση, που δε χωρούσε θεατρινισμούς.».
Για τους πολλούς είναι ο συγγραφέας του πολυδιαβασμένου βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι». Για την αστυνομία παραμένει ένας ακόμα φάκελος, με την ένδειξη «ανεξιχνίαστο έγκλημα». Ο Κώστας Ταχτσής ήξερε να διαφέρει ακόμα και στο θάνατό του…
Σάββατο 27 Αυγούστου 1988. Η Ελπίδα Αρτέμη βρίσκει το πτώμα του αδερφού της Κώστα Ταχτσή στο σπίτι του στον Κολωνό, στην οδό Τιρνάβου 26. Το ιατροδικαστικό πόρισμα μιλά για στραγγαλισμό που είχε γίνει πριν από 48 ώρες, νωρίς το βράδυ της Πέμπτης. Γείτονας όμως καταθέτει ότι είδε το γνωστό συγγραφέα και δηλωμένο ομοφυλόφιλο να μπαίνει στο σπίτι του συνοδευόμενος από κάποιους νεαρούς, ξημερώματα Παρασκευής.
Όπως και να έχει, το θύμα δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Από τις εξετάσεις αίματος προέκυψε ότι είχε καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Στο σπίτι επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία και έλειπαν ένα βίντεο, μια φωτογραφική μηχανή και ένας αυτόματος τηλεφωνητής, αφήνοντας ανοικτό και το ενδεχόμενο της ληστείας.
Η αστυνομία ενεργοποιείται άμεσα εξαπολύοντας ανθρωποκυνηγητό σε όλη τη γειτονιά του Κολωνού, τους γύρω δρόμους του Μεταξουργείου μέχρι την Ομόνοια, για την ανακάλυψη του δράστη. Οι πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει μιλούν για τρία άτομα που το ίδιο βράδυ είχαν επισκεφθεί το σπίτι του Ταχτσή.
Ο τελευταίος ήταν γύρω στα τριάντα, μελαχρινός με μουστάκι και καλοντυμένος. Γύρω από αυτόν επικεντρώνονται οι έρευνες. Όμως ο δράστης, αν υποθέσουμε ότι επρόκειτο για το συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν θα βρεθεί ποτέ. Τα δακτυλικά αποτυπώματα που συλλέγονται στο σπίτι αποδεικνύεται ότι ανήκουν σε συγγενικά ή φιλικά με το θύμα πρόσωπα, υπεράνω κάθε υποψίας.
Έτσι, η δολοφονία του Κώστα Ταχτσή αρχειοθετείται έκτοτε ανάμεσα στις μερικές δεκάδες ανεξιχνίαστες ανθρωποκτονίες που κατά καιρούς απασχολούν την Ασφάλεια. Ωστόσο, η οικογένεια του ασυμβίβαστου συγγραφέα έχει διαφορετική γνώμη.
Η ανιψιά του Έλλη μού εξηγεί ότι η μητέρα της βρήκε ανοιχτά τα φώτα της εισόδου στο σπίτι στον Κολωνό, ένδειξη ότι ο Ταχτσής περίμενε κάποιον φίλο, καθώς στο σπίτι του δεν δεχόταν εραστές. Η στενή του φίλη Νένη Σταμάτη, με την οποία είχε στις εννέα ραντεβού, του τηλεφώνησε στο σπίτι και δεν τον βρήκε ποτέ. Το γεγονός τής προκάλεσε έκπληξη, δεδομένου ότι ο Ταχτσής δεν υπήρξε ποτέ του ασυνεπής.
Εξίσου ανεξήγητο ήταν το ότι στο σπίτι του δεν βρέθηκαν οι δακτυλογραφημένες σελίδες της υπό έκδοση αυτοβιογραφίας του, αποσπάσματα της οποίας ο συγγραφέας είχε διαβάσει τόσο στην κυρία Σταμάτη όσο και στην εκδότρια του Εξάντα, Μάγδα Κοτζιά. Ο Ταχτσής ουδέποτε χάιδεψε τα αφτιά κανενός, εχθρού ή φίλου. Και στο βιβλίο του φωτογραφίζονταν πρόσωπα της ανώτερης κοινωνίας με όχι και τόσο κολακευτικό τρόπο.
Εγκατεστημένος από νήπιο στην Αυστραλία όπου ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα ως νεοελληνιστής, ο 57χρονος φιλόλογος πρωτογνώρισε τον Ταχτσή ως συγγραφέα, φοιτητής, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μελετώντας το «Τρίτο στεφάνι».
Ενα μυθιστόρημα που και οι καθηγητές και ο φοιτητόκοσμος εκεί συζητούσαν μ’ ενθουσιασμό, λογαριάζοντας, μάλιστα, τον Ταχτσή ως «δικό» τους άνθρωπο, μια και το είχε γράψει την περίοδο που ζούσε στα μέρη τους ξενιτεμένος.
Με μια διδακτορική διατριβή για τον Καχτίτση στο ενεργητικό του, ο Βασιλακάκος φλέρταρε για χρόνια με την ιδέα να γράψει ένα βιβλίο για τον Ταχτσή, αλλά την έρευνά του την ξεκίνησε τελικά πριν από μια πενταετία. Χάρη στον ποιητή Γιάννη Κοντό, ήρθε σ’ επαφή με την αδελφή του συγγραφέα Ελπίδα Αρτέμη και την ανιψιά του Ελλη, οι οποίες του παρείχαν «ανεπιφύλακτα» πρόσβαση στο αρχείο και στα κατάλοιπά του.
Μέσω των τελευταίων προσέγγισε στη συνέχεια ανθρώπους-κλειδιά όπως τις έμπιστες φίλες του Ταχτσή, Ιώ Μαρμαρινού, Πολυξένη Σταμάτη και Τέσσα Πράττου ή τον εξάδελφο και συμμαθητή του Τάκη Αργυρό, ενώ συνομιλητές του υπήρξαν και οι Αλέκος Φασιανός, Θανάσης Νιάρχος, Μάγδα Κοτζιά και Τάκης Σπετσιώτης.
Κι αφού ξεκοκάλισε πλήθος συνεντεύξεων και μαρτυριών γύρω από τον Ταχτσή που δημοσιεύτηκαν όσο εκείνος ήταν εν ζωή αλλά και μετά το θανατό του -που είκοσι χρόνια τώρα παραμένει ανεξιχνίαστος- προχώρησε σ’ ένα είδος βιογραφίας-ρεπορτάζ, που επιχειρεί ν’ ακτινογραφήσει το αίνιγμα «Ταχτσής» κατά τους σημαντικότερους σταθμούς της διαδρομής του.
«Οσο παράξενο κι αν ακούγεται», γράφει ο Βασιλακάκος, «το μεγαλύτερο ενοχικό σύνδρομο απ’ το οποίο υπέφερε ο Ταχτσής ήταν αυτό της ομοφυλοφιλίας του, την οποία απεχθανόταν. Ο λόγος που επιδιδόταν αργότερα και στην περενδυσία ήταν, μεταξύ άλλων, για να εκδικηθεί κατά ένα τρόπο την μάνα του την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπεύθυνη γι’ αυτήν την ερωτική ιδιαιτερότητά του».
Γιος ενός «ήσυχου ανθρωπάκου, χωρίς προσωπικότητα, πυγμή, πρωτοβουλίες» που «όντας αλκοολικός ούτε να σταθεί στα πόδια του δεν μπορούσε», και μιας μικροπαντρεμένης, κοκέτας καλλονής με ατίθασο χαρακτήρα, ο Ταχτσής βρέθηκε εξ απαλών ονύχων σε μια διαλυμένη ουσιαστικά οικογένεια, και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ’ αγόρια γιαγιά, η οποία φύτεψε μέσα του «τους σπόρους ενός ολόκληρου πλέγματος».
«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας «χτυπούσε» στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: «Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω» (…). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του «Το τρίτο στεφάνι». Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανότητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας…».
Οταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.
Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του… Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό… Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ισως γι’ αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ’ τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στύλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό…».
Νιώθοντας απολύτως περιθωριακός, καθώς πέρα από την ερωτική του ανορθοδοξία παρέμενε κι αγνοημένος ως καλλιτέχνης, αλλά κι αποφασισμένος να περάσει τη ζωή του γράφοντας, κάνοντας έρωτα και ταξιδεύοντας, ο Ταχτσής άφησε πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα κι έβαλε πλώρη για την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».
Υπήρξε άραγε τυχοδιώκτης; «Σαφέστατα, με την έννοια ότι δεν είχε αναστολές», εκτιμά ο επιμελητής των καταλοίπων του Θ. Νιάρχος. «Δηλαδή και τη γριά την περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά και τον πάγκο της εκκλησίας μπορούσε να σηκώσει αν πεινούσε».
Ο Βασιλακάκος θεωρεί πως όλη η ζωή όσο και ο μυστηριώδης θάνατος του Ταχτσή ήταν ένα είδος αποθέωσης του τυχοδιωκτισμού, με την έννοια της καλλιτεχνικής, διονυσιακής μέθης, παρά με την έννοια της εκμετάλλευσης των περιστάσεων.
Σε ό,τι δε αφορά τη ροπή του προς τον έκλυτο νυχτερινό βίο, φαίνεται πως στην Αυστραλία δεν τον γλέντησε όσο θα ήθελε: συνελήφθη στους Αντίποδες και προφυλακίστηκε επειδή έκανε πεζοδρόμιο ως τραβεστί, κάτι που απαγορευόταν αυστηρότατα εκείνη την εποχή.
Κι όπως λέει η Νεοζηλανδέζα Λόρνα Αντωνιάδη, η οποία έκανε αγώνα τότε για ν’ αποφευχθεί η απέλασή του από τη χώρα, υπήρξαν φίλοι του που δίσταζαν να τον βοηθήσουν από φόβο μη μαθευτεί ότι σχετίζονταν μαζί του και εκτεθούν.
Πόση βαρύτητα είχαν οι φήμες ότι το «Τρίτο στεφάνι» ήταν κλεμμένο από χειρόγραφο του Γιάννη Τσαρούχη;
Ενα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του Βασιλακάκου είναι αφιερωμένο σ’ αυτήν την ιστορία προκειμένου να διαλύσει κάθε υποψία, ενώ φροντίζει να παραθέσει κι όλο το παρασκήνιο της άδοξης απόπειρας να μεταφερθεί το μοναδικό μυθιστόρημα του Ταχτσή στον κινηματογράφο από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μια «αναλγησία», όπως γράφει, που οδήγησε τον συγγραφέα σε μια «απονενοημένη απόπειρα αυτοκτονίας».
«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ.
Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν’ ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ηταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».
Οποτε, πάντως, τον τσάκωναν οι αστυνομικοί, ακόμα και στις τρεις η ώρα τη νύχτα, τηλεφωνούσε από το τμήμα στη Μελίνα Μερκούρη και καθάριζε, όπως θυμάται ο Θανάσης Νιάρχος.
Η εκδίκηση που δεν πρόλαβε Αντιφατικός, αλλοπρόσαλλος, φύσει και θέσει αντικομφορμιστής αλλά και ονειροπαρμένος, ο Ταχτσής ήταν αναμενόμενο να μην μπορεί να μακροημερεύσει στις δημόσιες θέσεις που του προσφέρθηκαν.
Οταν ο Γιάννης Λαμπρίας τον κάλεσε να πάει ως ειδικός σύμβουλος στην ΕΡΤ, «δεν μπορούσε να βλέπει τον κάθε ανίκανο να τον γεμίζει κολακείες για να κάνει τη δουλειά του κι ο ίδιος ν’ αναγκάζεται να λέει ένα κάρο ψέματα για να είναι αρεστός.
«Του ήταν αδύνατον να προσκυνάει οποιονδήποτε, τη στιγμή που ήξερε τη δική του αξία και ανωτερότητα» λέει η αδελφή του Ελπίδα στον Βασιλακάκο. Γιατί μπορεί η Ελλη Αλεξίου να είχε μιλήσει απαξιωτικά για το «Τρίτο στεφάνι» («Τι είναι αυτό;» είχε πει. «Δυο γυναίκες που συζητάνε πάνω από μπουγαδόνερα»…), αλλά, έστω και με καθυστέρηση, όλοι οι υπόλοιποι του λογοτεχνικού σιναφιού δήλωσαν θαυμαστές του.
«Αν ο Ταχτσής χρειάστηκε να περιπλανηθεί ως άλλος Οδυσσέας στον κόσμο για ν’ αποδείξει μέσω του μυθιστορήματός του στην παρέα του «Μπραζίλιαν» ότι δεν ήταν καθόλου ο επιπόλαιος, γραφικός και εριστικός νεαρός που νόμιζαν, στην ωριμότητά του έπρεπε να κάνει κάτι ακόμα δυσκολότερο, λέει ο Βασιλακάκος: έπρεπε ν’ αποτινάξει από πάνω τη ρετσινιά του «συγγραφέα του ενός βιβλίου». Σκόπευε, λοιπόν, με την αυτοβιογραφία του («Το φοβερό βήμα», που έμελλε να μείνει ημιτελές) να πάρει την εκδίκησή του. Δεν πρόλαβε.
Κι η οικογένειά του θεωρεί ότι σ’ αυτά τα χειρόγραφα κρύβεται το μυστικό της δολοφονίας του, καθώς είχαν γίνει κοινωνοί της πρόθεσής του να προχωρήσει σε σοβαρές αποκαλύψεις για επωνύμους της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας. «Εικασίες», επιμένει ο Θανάσης Νιάρχος, αλλά «όλα είναι δυνατά» λέει η εκδότρια του συγγραφέα Μάγδα Κοτζιά. Είκοσι χρόνια τώρα, τα αίτια της δολοφονίας του Ταχτσή, όπως κι ο δράστης της άλλωστε, μένουν στο σκοτάδι. Τα περί σκηνοθετημένης αυτοκτονίας, πάντως, όλοι οι συνομιλητές του Βασιλακάκου τα θεωρούν φαιδρά.
Την υπόθεση της δολοφονίας του Κώστα Ταχτσή (10 Οκτωβρίου 1927 – 25 Αυγούστου 1988), ξαναθυμίζει είκοσι χρόνια μετά ο Κώστας Τσαρούχας. Προσωπικός φίλος του δημιουργού του «Τρίτου στεφανιού», ο δημοσιογράφος προσπαθεί στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα» («Αλήθεια») να απαντήσει σε τρία ερωτήματα. Τα διαβάζουμε στον υπότιτλο: «Ποιος, πώς και γιατί σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή».
Το βιβλίο είναι προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και προσκομίζει νέα στοιχεία, όπως την αλληλογραφία του Κώστα Ταχτσή με τον ξάδελφό του Γιώργο Αλβανόπουλο -κρίκο στην αλυσίδα της δολοφονίας- την ιατροδικαστική έκθεση, τις εκθέσεις αυτοψίας και νεκροψίας-νεκροτομίας, τον κατάλογο μαρτύρων.
Η έκδοση συμπληρώνεται με σύντομη ιστορία της ομοφυλοφιλίας και χρονικό των σεξουαλικών εγκλημάτων με ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο, όπως καταγράφηκαν στο αστυνομικό δελτίο: από τη δολοφονία του εφοπλιστή Ζαννή Σιφναίου, τον Ιανουάριο του 1978, μέχρι αυτή του ηθοποιού Νίκου Σεργιανόπουλου, τον Ιούνιο του 2008.
Μετά το πέρας της κηδείας του Κώστα Ταχτσή, ο Κώστας Τσαρούχας έμεινε τελευταίος: «Πέταξα ένα γαρίφαλο στον τάφο του και του ‘πα: «Γεια Κώστα! Γιατί ρε Κώστα;»», θυμάται. Από εκείνη τη στιγμή υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα αποκαταστήσει τη μνήμη του αγαπημένου του φίλου. Μίλησε με ανθρώπους του περιβάλλοντός του και έκανε εκτενή έρευνα σε φακέλους, έγγραφα, εκθέσεις και αρχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Γι’ αυτό ζητάει το βιβλίο του να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά και μόνον ως δημοσιογραφική έρευνα: «Δεν είμαι Αστυνομία. Οι Αρχές έχουν τον λόγο. Δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να συλλαμβάνει, αλλά να δίνει στοιχεία», εξηγεί.
Χωρίς να δίνει το όνομα του δολοφόνου του Κώστα Ταχτσή, ο Κώστας Τσαρούχας φτάνει σ’ ένα συμπέρασμα: «Τον μεγάλο Ελληνα συγγραφέα, τον άνθρωπο με τα τόσα χαρίσματα και τις εξαιρετικά παρακινδυνευμένες επιλογές σ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που είχε επιλέξει, τον σκότωσε ο τελευταίος πελάτης του, στο διαμέρισμα της οδού Τυρνάβου. Τον στραγγάλισε όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με μία γυναίκα, αλλά με άντρα».
Ακολούθως, ο Κώστας Τσαρούχας περιγράφει τα σύνεργα μεταμόρφωσης που χρησιμοποιούσε ο Κώστας Ταχτσής για να αλιεύει πελάτες ως τραβεστί: «Είχε μια ειδική ζώνη στο χρώμα του σώματος, με την οποία έκρυβε τα γεννητικά του όργανα. Είχε κάνει πλήρη αφαίρεση των τριχών. Είχε προβεί σε ειδική εγχείρηση στήθους στο Μιλάνο. Με ειδική κολλητική ταινία τραβούσε προς τα πάνω το πρόσωπό του, προτού βάλει περούκα. Χρησιμοποιούσε μια δική του τεχνική στον έρωτα, που κατάφερνε να ξεγελάει τους πελάτες και να τους μένει η εντύπωση ότι έχουν πάει με γυναίκα».
«Πολλές φορές ζήτησε τη βοήθειά μου», συνεχίζει. «Τον είχα συνοδεύσει καταματωμένο στο νοσοκομείο, όταν τον έδερνε ο «Αλόμας» και άλλοι τραβεστί, γιατί τους έκλεβε τη δουλειά. Του είχα πει: «Κώστα, πρόσεχε! Αν κάποιος αντιληφθεί ότι δεν έχει να κάνει με γυναίκα, αλλά με άντρα, θα σε σκοτώσει. Και αυτός αντιδρούσε, λέγοντάς μου: «Μη φοβάσαι, ανήσυχε ρεπόρτερ, κανείς δεν πρόκειται να το καταλάβει»».
Τι συνέβη, όμως, εκείνη τη νύχτα; Παραθέτουμε την εκτίμηση του δημοσιογράφου, όπως βγαίνει μέσα από την έρευνα που πραγματοποίησε: «Εκείνο το βράδυ πήρε τρεις πελάτες, τους οποίους δεν πήγε στο ξενοδοχείο «Εστία», αλλά στο σπίτι του, της οδού Τυρνάβου στον Κολωνό. Ο Κώστας Ταχτσής ήταν τύφλα στο μεθύσι.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι το αίμα και τα ούρα παρουσίαζαν υψηλή συγκέντρωση οινοπνεύματος, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί άθυρμα στις διαθέσεις του πελάτη του. Κάποια στιγμή, που ο νεαρός αντιλήφθηκε ότι έχει μπροστά του έναν άντρα, τον έπνιξε».
Ο δολοφόνος μετά τον φόνο έκλεψε ένα μήχανημα βίντεο. Ο ξάδελφος του Κώστα Ταχτσή, ο αρχιτέκτονας Γιώργος Αλβανόπουλος, έδωσε τον κωδικό αριθμό του μηχανήματος στην Αστυνομία. «Η Αστυνομία», εκτιμά ο Κώστας Τσαρούχας, «αντί να κρατήσει μυστικό τον κωδικό, τον έδωσε στη δημοσιότητα, για να δείξει ότι έκανε κάτι. Σε μια εποχή που τα σύνορα ακόμη δεν είχαν ανοίξει, με οδηγό το στοιχείο αυτό η έρευνα των αστυνομικών γινόταν πιο βατή, στοχευμένη και πιο εύκολη».
Η συνομιλία μας με τον Κώστα Τσαρούχα τελειώνει μ’ ένα συναισθηματικό του ξέσπασμα: «Λάτρευα το μυαλό του, τη σκέψη του και το γράψιμό του. Θεωρώ ότι το «Τρίτο στεφάνι» είναι το μεγαλύτερο δημιούργημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Τι θέση θα έπαιρνε άραγε ο Κώστας Ταχτσής στο θέμα του γάμου μεταξύ ομοφύλων; Ο ίδιος συστηνόταν ως αντιφρονών, αντιρρησίας, μοναχοπερπατητής. Κι όχι μόνο αρνιόταν να γίνει μέλος οποιασδήποτε οργανωμένης ομάδας, αλλά κι οι καβγάδες του τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με απελευθερωτικές κινήσεις που προσπαθούσαν να βγάλουν από το περιθώριο την ομοφυλοφιλία ήταν ομηρικοί.
Και οι τρεις βρήκαν βίαιο θάνατο. Ο Παζολίνι υπέστη άγριο ξυλοδαρμό, ο Ταχτσής βρέθηκε σπίτι του στραγγαλισμένος και ο Σεργιανόπουλος έφερε πάνω του 21 μαχαιριές.
«Η ομοφυλοφιλία», έλεγε το 1983 σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Λέξη», «είναι και θα είναι πάντα περιθωριακή, γιατί περιθωριακή είναι και η ομοφυλόφιλη τάση στον άνθρωπο -άσχετα αν μερικοί καθηλώνονται αποκλειστικά σ’ αυτήν. Πώς να το κάνουμε, η ανθρωπότητα αποτελείται από άντρες και γυναίκες. Υπάρχει πάντα ένα περίσσευμα σεξουαλικότητας, ιδίως στους έφηβους και τους νέους, που εκτονώνεται με πολλούς τρόπους -τον αυνανισμό, την ομοφυλοφιλία, την τέχνη, το όνειρο. Μ’ αυτά όμως, κακά τα ψέματα, δεν μπορείς να κάνεις παιδιά. Είναι της παρηγοριάς…»
Ο συγγραφέας που σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία με το «Τρίτο στεφάνι» βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στον Κολωνό. Οχι δαρμένος άγρια και λιωμένος κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου όπως ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, όχι σκοτωμένος με σφυριές στο κεφάλι όπως ο βρετανός θεατρικός συγγραφέας Τζο Ορτον, ούτε σφαγμένος με απανωτές μαχαιριές όπως ο Νίκος Σεργιανόπουλος. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έρευνα, ο θάνατος του Ταχτσή οφειλόταν σε στραγγαλισμό. Κι ενώ πέρασε στα χρονικά ως ανεξιχνίαστο έγκλημα, κάποιοι μίλησαν γι’ ατύχημα κι άλλοι ακόμα και για αυτοκτονία, σκηνοθετημένη από τον ίδιο ως δολοφονία!
Στο τελευταίο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, τους «Νεοέλληνες» («Μεταίχμιο»), στο πορτρέτο που αναλογεί στον Ταχτσή, υπάρχει η μαρτυρία της φίλης του συγγραφέα, της τραβεστί Πάολα, προέδρου για ένα φεγγάρι του Σωματείου Αλληλεγγύης Τρανσέξουαλ Ελλάδας. Η τελευταία ήταν πεπεισμένη πως επρόκειτο για ατύχημα την ώρα της σεξουαλικής πράξης: «Ο Κώστας, έτσι που ήταν και παθιάρης, μπορεί να είχε πιει και κάνα μπουκάλι ούζο, ίσως να είχε πάρει και τίποτε άλλο, ίσως να πνίγηκε από αναρρόφηση. Δεν θα έβαζε ποτέ έναν άγνωστο σπίτι του. Τους ξένους τους ξεπετούσε στον δρόμο. Βέβαια, ο μύθος της δολοφονίας βόλευε τους πάντες… Είχε και ηθικό δίδαγμα για τους οικογενειάρχες: τέτοια ζωή που έκανε, καλά να πάθει. Τι ζωή έκανε, δηλαδή; Αυτή που δεν κάνουν οι υποκριτές. Τι έπρεπε; Να πεθάνει στα εβδομήντα του με καρκίνους και σωληνάκια; Ηταν ζωντανός άνθρωπος, είχε πάθη».
Η εκδοχή που έδωσε στον Τατσόπουλο ο Θανάσης Νιάρχος, επιμελητής των καταλοίπων του συγγραφέα, ήταν διαφορετική. Οπως λέει, του είχε εξομολογηθεί ο Ταχτσής σε ανύποπτο χρόνο ότι οι πελάτες του δεν ήταν μόνο άνθρωποι του περιθωρίου, ήταν και οικογενειάρχες από την επαρχία:
«Ερχονταν στην Αθήνα για 24 ώρες, ψώνιζαν μια τραβεστί, την έβαζαν να τους πηδήξει και γυρνούσαν ήσυχοι-ήσυχοι στο σπιτάκι τους. Ενας απ’ αυτούς τους «φιλήσυχους» πιστεύω ότι τον δολοφόνησε… Στη μυθολογία του Ταχτσή, με όλη της την παιδική αθωότητα, ποιος θάνατος θα ταίριαζε περισσότερο; Ο Κώστας ξύπναγε κάθε πρωί κι έστηνε τη μέρα του σαν θέαμα. Σε αυτό το θέαμα περιλαμβανόταν και η νυχτερινή του έξοδος. Το πέρασμά του από την πιάτσα. Τον μεθούσε η ιδέα. Πιο πολύ κι από το πιοτό».
Αν ο θάνατος του Ταχτσή παραμένει ένα μυστήριο, εκείνος του Παζολίνι το 1975 χρεώθηκε εξαρχής στον 17χρονο τότε Πίνο Πελόζι για λόγους ερωτικούς. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος της ιταλικής κοινής γνώμης δεν απέκλειε το ενδεχόμενο μιας δολοφονίας με πολιτικά κίνητρα, καθώς λίγες ώρες πριν από το μοιραίο εκείνο βράδυ, ο Παζολίνι είχε δεχτεί απειλές από ακροδεξιούς κύκλους λόγω της ταινίας του «Σαλό»: μια αλληγορία πάνω στον φασισμό και την κατάχρηση εξουσίας, μια διασκευή του κλασικού βιβλίου του Ντε Σάντ «120 μέρες στα Σόδομα», μεταφερμένη στο κρατίδιο που είχε ιδρύσει το ’43 ο Μουσολίνι πριν από την πτώση του.
Οπως και να ‘χει, ο Πίνο Πελόζι καταδικάστηκε κι έμεινε κάμποσα χρόνια στη φυλακή. Πρόσφατα, εν τούτοις, ισχυρίστηκε ότι είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει, επειδή δεχόταν απειλές για τη ζωή του και για τη ζωή των οικείων του. Κι όπως δήλωσε, το βράδυ της δολοφονίας βρισκόταν με τον διάσημο ποιητή και κινηματογραφιστή στην παραλία της Οστιας, όταν εμφανίστηκαν ξαφνικά τρεις άντρες που του επιτέθηκαν και τον σκότωσαν στο ξύλο…
Πώς ένας άνθρωπος που έχει φτάσει, στα 53 του χρόνια, στο απόγειο του πλούτου και της δόξας, φτάνει να δολοφονηθεί κάτω από τόσο άθλιες και τραγικές συνθήκες; Ανάμεσα σ’ εκείνους που επιχείρησαν να δώσουν απάντηση ήταν κι ο ρωσικής καταγωγής και δεδηλωμένος ομοφυλόφιλος γάλλος συγγραφέας Ντομινίκ Φερναντέζ, στο βιβλίο του «Εγώ, ο Πιέρ Πάολο, στα χέρια του αγγέλου» («Εξάντας»). Ενα μυθιστόρημα όπου ο Παζολίνι αντιμετωπίζεται σαν μιά ηρωική φιγούρα, σαν ένας Ρομπέν των Δασών των περιθωριακών.
«Ο Παζολίνι δεν μπορούσε ποτέ να προσηλωθεί σ’ έναν άνθρωπο, σ’ έναν μοναδικό έρωτα», έλεγε ο Φερναντέζ στη «Λέξη» και πάλι, σε συνέντευξή του στους Αντώνη Φωστιέρη και Θ. Νιάρχο: «Αναζητούσε καινούριους συντρόφους κάθε βράδυ. Σε χώρους μάλιστα ιδιαίτερα επικίνδυνους, όπως ο σταθμός της Ρώμης, όπου συχνάζουν αρσενικές πόρνες και βασιλεύει η βία… Αγαπούσε να ερωτροπεί με τον κίνδυνο, αφού για είκοσι χρόνια ζούσε μ’ αυτόν τον τρόπο. Του άρεσαν οι γνωριμίες, οι συναντήσεις, αυτό το είδος του ευκαιριακού έρωτα. Οσο κι αν φαίνεται περίεργο, δεν ήθελε ποτέ να κάνει έρωτα σ’ ένα δωμάτιο, αλλά πάντα σ’ ανοιχτό χώρο. Κι ο τόπος όπου δολοφονήθηκε είναι μιά άθλια και βρομερή παραλία κοντά στη Ρώμη, στις εκβολές του Τίβερη, ένα μέρος εγκαταλειμμένο -σωστή κόλαση. Εδώ είχε οδηγήσει τον δολοφόνο του, για να κάνουν έρωτα καταγής. Εξευτέλιζε τον εαυτό του με το να αρνείται ακόμα και την άνεση ενός δωματίου και πληρώνοντας τους εραστές του για να εξισορροπεί το βάρος της ενοχής του».
Η ακτιβίστρια της Ομοφυλοφιλικής Λεσβιακής Κοινότητας Ελλάδας, Ευαγγελία Βλάμη, την επομένη του γάμου της, που έτυχε να συμπέσει χρονικά με τη δολοφονία του Νίκου Σεργιανόπουλου, κατήγγειλε δημόσια ως ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος όσους ασκούν τρομοκρατία απέναντι σε ομοφυλόφιλους. Είναι κι αυτό μια άποψη, απολύτως σεβαστή. Αν δώσουμε, όμως, βάση σ’ όσα είδαν το φως της δημοσιότητας σχετικά με την ιδιωτική ζωή του δημοφιλούς ηθοποιού, δεν αποκλείεται η τραγική του κατάληξη να οφείλεται και σ’ έναν παρακινδυνευμένο τρόπο ζωής που ο ίδιος είχε συνειδητά επιλέξει.
Ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι αστυνομικές έρευνες για τον εντοπισμό του δράστη ήταν άκαρπες, αλλά οι περιοχές όπου διενεργούνταν ήταν «στέκια» όπως το Ζάππειο, το Πεδίον του Αρεως, η πλατεία Κουμουνδούρου. Εκεί όπου το ρίσκο και η ηδονή πάνε μαζί.
Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ένας άνθρωπος που έζησε με πάθος της ζωή του, παίρνοντας πολλά ρίσκα. Επίσης, ήταν ένας άνθρωπος με πολλά ταλέντα και χαρίσματα, ο οποίος έφυγε νωρίς, αφήνοντας όμως μεγάλη παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια από τον θάνατό του.