«Σπάει» την σιωπή της μέσα από τη φυλακή η Κλοντιάνα Τσέλο, η γυναίκα που πυροβόλησε τον οφθαλμίατρο έξω από την οικία του, μπροστά στα μάτια της 12χρονης κόρης τους.
Η συνέντευξη παρουσιάστηκε νωρίτερα από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Alpha και τον Νίκο Μάνεση, μέσα από την οποία η εικαστικός παρουσιάζει διαφορετικά το περιστατικό, διαψεύδοντας τους μάρτυρες που έχουν καταθέσει σε βάρος της.
Η ίδια δήλωσε: «Καταρχήν δε του έστησα ενέδρα. Είχαμε ήδη κλείσει ραντεβού για τις 15.00 για να έβλεπα 2 λεπτά το παιδί μου μόνο. Είχα να δω το παιδί μου τουλάχιστον έναν χρόνο, έτσι αυτά τα δυο λεπτά, όχι παραπάνω. Είναι βέβαιο ότι το όπλο είναι δικό μου; Πώς αποδεικνύεται αυτό; Δικό του ήταν το όπλο. Πως φτάσαμε στον πυροβολισμό; Πήγα από τις 13.30 γιατί μου λέει “θα τελειώσω από τη δουλειά μου και θα έρθω από εκεί να φέρω το παιδί να το δεις για δυο λεπτά, όχι παραπάνω”, “εντάξει” του λέω.
Πήγα από τις 13.30. Ανυπομονούσα να δω το παιδί μου. Του στέλνω μήνυμα από το κινητό μου τηλέφωνο και του γράφω ότι είμαι κάτω από το σπίτι, ήρθα νωρίτερα διότι ανυπομονώ να δω παιδί και να την αγκαλιάσω. Πράγματι ήρθαν στις 15.00. Μου λέει “κάνε λίγη υπομονή, αν μπορείς να έρθεις και νωρίτερα από τις 15.00 έλα”. Συγγνώμη, αυτό είναι στημένη ενέδρα από μέρους μου; Μέχρι εδώ; Φτάνουν το παιδί μου και αυτός στην πυλωτή. Πήγα με ανυπομονησία, ανοίγω τα χέρια, έρχεται το παιδί μου πάνω μου, την αγκαλιάζω σφιχτά».
Η κατηγορούμενη στη συνέχεια δήλωσε: Κατά περίεργο τρόπο, εκεί που την έχω στην αγκαλιά μου, το παιδί μου γλιστράει από την αγκαλιά μου. Εγώ κρατούσα στην τσέπη το κινητό μου τηλέφωνο και στο αριστερό μου χέρι κρατούσα το κλειδί του αυτοκινήτου. Τίποτα άλλο. Όπως σας τα λέω. Τίποτα άλλο δεν είχα πάνω μου. Το παιδί με αγκαλιάζει, γλιστρά από την αγκαλιά μου, αρπάζει το κλειδί του αυτοκινήτου μου από τα χέρια μου και τρέχει προς τα έξω. Αυτός τρέχει προς την έξω πόρτα της πολυκατοικίας, όχι μέσα, ήμασταν στην πυλωτή της πολυκατοικίας.
Εγώ πιστεύω το παιδί πήρε το κλειδί για να τρέξει να κρυφτεί στο αυτοκίνητό μου με σκοπό να την ακολουθήσω και εγώ. Για να το σκάσει απ΄αυτόν. Αυτός εκείνη την ώρα είχε μια τσάντα – δε θυμάμαι και καλά – είχε ένα μπουφάν χοντρό που φορούσε, την τσάντα του, δε ξέρω τι. Βγάζει ένα πιστόλι και λέει “γύρνα πίσω, θα πυροβολήσω τη μάνα σου. Θα σκοτώσω τη μάνα σου. Θα πυροβολήσω”.
Εκείνη την ώρα γυρνάω και τον βλέπω με ένα πιστόλι στο χέρι και ορμάω κατά πάνω του για να βγάλω το πιστόλι από τα χέρια του. Δεν το άφησε, το κράταγε με πολλή δύναμη οπότε φύγανε κάτι πυροβολισμοί δεν ξέρω δεν ξέρω, στο ταβάνι, στον τοίχο, στην πόρτα, δεν ξέρω, φύγανε. Από εκεί και πέρα προσπάθησε να στρέψει το όπλο στο σώμα μου. Πήρα το όπλο, το έστρεψα προς το μέρος του και έφυγαν πυροβολισμοί. Δε ξέρω που πήγαν, στο σώμα του;
Το παιδί είχε ήδη γυρίσει. Όταν είδα το παιδί και ξαφνικά βλέπω αυτόν με αίματα στο πρόσωπο είχα παγώσει, ήμουν σε σοκ. Ήμουν σε πλήρη ακινησία. Δε ξέρω τι έγινε. Προφανώς έπεσα κάτω λιπόθυμη. Δε ξέρω τι έγινε πραγματικά. Ήμουν σε σοκ. Είχα παγώσει. Το παιδί είχε αρπάξει το όπλο».