Ο κινηματογράφος “Πανόραμα” στην Αθήνα, έγινε ο τάφος για 26 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους παιδιά, το 1924, μετά από μία φάρσα, που κατέληξε σε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στη χώρα μας.
Επρόκειτο για έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογράφους, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Χαλκοκονδύλη και 3ης Σεπτεμβρίου στο κέντρο της Αθήνας, όπου το φθηνό του εισιτήριο (3,20 δρχ. η πλατεία και 2,50 δρχ. ο εξώστης) αποτελούσε πόλο έλξης για τους ανθρώπους της εποχής, με αποτέλεσμα σε γιορτές και Κυριακές οι προβολές να ξεκινούν από τις πρωινές ώρες, με σκοπό να καλύψουν την τεράστια ζήτηση.
Έτσι, την Κυριακή της 19ης Οκτωβρίου, έξω από το «Πανόραμα» υπήρχε κοσμοσυρροή, αλλά και στην αίθουσα και στον εξώστη. Υπολογίζεται ότι εκείνο το απόγευμα ο κινηματογράφος “Πανόραμα” είχε 550 άτομα, στην πλειοψηφία τους παιδιά από 14 έως 18 ετών, που παρακολουθούσαν την ταινία «Σκυλίσια ζωή» του Τσάρλι Τσάπλιν, ενώ έξω από την αίθουσα, πλήθος κόσμου περίμενε υπομονετικά για την επόμενη προβολή.
Λίγο πριν τελειώσει η ταινία,, κάποιος από τις πρώτες σειρές φώναξε «φωτιά, φωτιά» και μέσα σε δευτερόλεπτα, οι τρομοκρατημένοι θεατές που άκουσαν την λέξη την επανέλαβαν, με αποτέλεσμα να προκληθεί τεράστιος πανικός.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς την κεντρική έξοδο για να γλιτώσει, πατώντας ο ένας τον άλλον. Στον εξώστη, όπου κυριαρχούν οι ανήλικοι, επικράτησε απόλυτο χάος, αφού άλλα παιδιά πηδούσαν στην πλατεία του θεάτρου, άλλα από το παράθυρο στο δρόμο και άλλα προσγειώθηκαν από την ταράτσα σε γειτονικά σπίτια.
Δίπλα από την κεντρική έξοδο, υπήρχε μια στενή ξύλινη σκάλα, που προοριζόταν για όσους κάθονταν στον εξώστη. Ο συνωστισμός που επικράτησε αποδείχθηκε θανατηφόρος. Το πλήθος δεν μπορούσε να κατέβει, καθώς όταν έφτανε στο τελευταίο σκαλί, συνειδητοποιούσε ότι άψυχα παιδικά σώματα είχαν φράξει το σημείο. Δεκάδες παιδιά κείτονταν στο πάτωμα. Ουρλιαχτά και φωνές ακούγονταν μέσα στο απόλυτο χάος. Κάποιοι κατάφεραν να πάρουν σηκωτά μερικά λιπόθυμα παιδιά και τα πέταγαν έξω από την αίθουσα για να γλιτώσουν. Ο απολογισμός ήταν τραγικός, καθώς 26 παιδιά σκοτώθηκαν και άλλα 18 τραυματίστηκαν…
Η περιγραφή που δίνει εφημερίδα της εποχής είναι συγκλονιστική:
«Όλος εκείνος ο κόσμος του υπερώου, μη συγκρατούμενος από τον πανικόν του, ερρίφθη προς την έξοδο της κλίμακος. Αλλά ποιος να προφτάση πρώτος; Οι μεγαλύτεροι, οι ισχυρότεροι εις την πάλην εκείνην της σωτηρίας επικράτησαν και διήλθον. Οι μικρότεροι, υποκύψαντες εις την βίαν, εσωριάσθησαν προ της εξόδου, και άλλοι παρασυρώμενοι εκυλίοντο από της κλίμακος κάτω. Πατείς με πατώ σε. Εικών μάχης εκ του συστάδην θα αναπαριστά το αποτρόπαιον θέαμα. Ούτε έβλεπον, ούτε ελυπείτο ο ένας τον άλλον. Εφώναζον σπαρακτικά οι μικρότεροι και τα παιδιά, αλλά ποιος να τα ακούση; Ποιος να ευσπλαχνιστή; Πατούν πέντε, δέκα και τα σκάζουν, τα σκοτώνουν εκεί εις την έξοδον του υπερώου. Αλλος κόσμος αγωνιά εις την άλλην έξοδον. Και εκεί σωρός πτωμάτων. Φωναί απογνώσεως να εξέλθουν, αλλά ποιος να πρωτοπροφθάση; Μερικοί εις τα τραγικάς αυτάς στιγμάς διατηρούν την ψυχραιμίαν τους να πάρουν ανά χείρας μερικά μικρά, τα οποία επάνω από τας κεφαλάς των άλλων, τα ωθούν, τα πετούν κυριολεκτικά έξω. Αλλά, ως είπομεν, η φρικωδεστέρα τραγωδία εξελίσσεται επάνω εις τον στενόν χώρον του υπερώου. Εκεί ο αγών της σωτηρίας των συνωθουμένων είναι φρικώδης. Τα θύματα αυξάνουν».
Οι χωροφύλακες που βρίσκονταν κοντά στον κινηματογράφο, όταν αντιλήφθηκαν την τραγωδία, κάλεσαν ενισχύσεις από την Γενική Αστυνομική Διεύθυνση, οι οποίες μόλις έφτασαν, αντίκρισαν ένα τρομακτικό θέαμα.
«Ευρέθηκα μπρος εις ένα τρομερό θέαμα. Όλοι οι άνθρωποι στοιβαγμένοι εμπρός εις την πόρτα, κανείς τους δεν έβγαινε. Μέσα, οι φωνές και οι θρήνοι εγέμιζαν τον αέρα», υπογράμμισε ένας από τους πρώτους χωροφύλακες που βρέθηκαν στο «Πανόραμα».
Ο ίδιος μαζί με έναν συνάδελφό του, αφού κατάλαβαν ότι ήταν αδύνατο να εισέλθουν από την κεντρική είσοδο, μπήκαν από το διπλανό καφενείο. «Όταν εμπήκαμε μέσα ευρήκαμε άλλο τρομερό θέαμα. Ολόκληρος ο κόσμος στοιβαγμένος. Επάνω στα σκαλοπάτια ήσαν ένα σωρό παιδάκια, καμιά σαρανταριά ξαπλωμένα το ένα επάνω στο άλλο και καταματωμένα, γιατί τα είχαν πατήση οι άλλοι που επέρεσαν από πάνω των. Ένα μόνον κοριτσάκι ήταν νεκρό, κάτω στο πάτωμα. Όλα τα άλλα πτώματα ήσαν επάνω στα σκαλοπάτια. Αρχίσαμε τότε να σηκώνουμε ένα-ένα τα παιδάκια, άλλα ζωντανά ακόμη και άλλα νεκρά με σπασμένα πλευρά, ανοιγμένες μύτες. Του ενός του είχε σπάσει το κρανίο».
Όταν έγινε γνωστή η τραγική είδηση, γονείς, αδέρφια, συγγενείς και φίλοι έτρεξαν προς το «Πανόραμα» και άλλοι κατευθύνθηκαν στα γειτονικά νοσοκομεία.
Έξω από το Δημοτικό Νοσοκομείο και την Πολυκλινική, το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Απεγνωσμένες μητέρες ρωτούσαν όποιον έβρισκαν αν το παιδί τους ήταν ανάμεσα στα θύματα.
Σε ένα δωμάτιο, πίσω από το δημοτικό νοσοκομείο, ήταν οι σοροί 21 μικρών παιδιών και στην οδό Μασσαλίας, που ήταν το νεκροτομείο, είχε σχηματιστεί ουρά συγγενών, που περίμεναν την διαδικασία της αναγνώρισης.
Ο Τύπος της εποχής ανέφερε: «Μικρά σωματάκια τοποθετημένα κατά σειράν επάνω εις υγρές πλάκες ή εις φορεία. Όλα μικράκια οκτώ, δέκα, δώδεκα ετών. Επέρασαν απ’ επάνω των άγρια και ασυγκίνητα τα κοπάδια του τυφλωμένου από τον τρόμον και πανικόβλητου πλήθους. Και τα βαρειά σώματα συνέθλιψαν τα τρυφερά κορμάκια, δια να τα μετατρέψουν εις ένα απαίσιον πολτόν οστών και αίματος. Ο τρόμος των παιδιών παρέμεινε χαραγμένα στα άψυχα πρόσωπά τους».
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζήτησαν την παραίτηση του αρμόδιου υπουργού Εσωτερικών, Γεωργίου Κονδύλη, τον οποίο ο αντιπολιτευόμενος Τύπος προσφώνησε ως «Νέρωνα».
Από την πλευρά του, ανέθεσε στον ανώτερο αξιωματικό της αστυνομικής διεύθυνσης να διεξαγάγει «αυστηρές ανακρίσεις». Ο διευθυντής Αστυνομίας Κοκκαλάς, πήρε άμεσα δυσμενή μετάθεση στην Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος, αφού κατά την αρχική εξέταση των αφορμών της τραγωδίας, «δεν δικαιολόγησε επαρκώς τη μη εφαρμογή των ήδη υπαρχουσών διατάξεων περί δημοσίων θεαμάτων».
Ωστόσο, πριν μετατεθεί, φρόντισε να ρίξει «βόμβες», επισημαίνοντας ότι εκτελούσε έγγραφες και προφορικές εντολές ανωτέρων του. Αρχικά παρουσίασε ένα χαρτί που είχε λάβει από το υπουργείο Οικονομικών, που ανέφερε ότι η εφαρμογή του ορίου πωλήσεων εισιτηρίων για τα θέατρα και τους κινηματογράφους ανάλογα με το χώρο, μειώνει την είσπραξη φόρου στα κρατικά ταμεία, ενώ μίλησε για προφορική εντολή από τον παλαιότερο υπουργό Εσωτερικών, Θεμιστοκλή Σοφούλη, να μην εφαρμόζει κατά γράμμα τις αστυνομικές διατάξεις στα δημόσια θεάματα.
Η αστυνομική έρευνα έκρινε ως επαρκείς τις υπάρχουσες εξόδους κινδύνου του χώρου, αθωώνοντας έτσι τον επιχειρηματία και ρίχνοντας την ευθύνη της τραγωδίας στα ανήλικα θύματα.
Όπως ανέφερε η ανακοίνωση της Αστυνομίας «Το δυστύχημα υπήρξεν μοιραίον, καθόσον αι υπάρχουσαι έξοδοι ήσαν επαρκείς να προλάβωσι πάσαν ατυχίαν αν ετηρείτο σχετική ψυχραιμία, ιδία υπό της μεγάλης ηλικίας. Ο ίδιος κίνδυνος ηπειλήθη και πέρσι εις το ίδιον κτίριον, που χρησιμοποιείτο ως θέατρον, όταν αρξαμένης πυρκαγιάς, πλην, τηρηθείσης ψυχραιμίας, ουδέν ατύχημα εσημειώθη».
Μία εβδομάδα αργότερα, ο κινηματογράφος «Πανόραμα» επαναλειτούργησε κανονικά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.