Ο “Τηγανίτης” Κρητικός, Γιώργος Βρέντζος, σκότωσε τον δοσίλογο δολοφόνο του αδελφού του, Νίκο Μπαγιάση, με μαχαίρι που είχε κρύψει με τσιρότο κάτω από το δικηγορικό έδρανο, πριν από 75 χρόνια.
Στις 30 Απριλίου το 1947, στην Ελλάδα λάμβαναν χώρα δικαστήρια δοσίλογων και έτσι δικάζεται ο διερμηνέας του Φρουραρχείου Μοιρών, Νίκος Μαγιάσης, αλλά δεν προλαβαίνει να ακούσει την ποινή του, καθώς ο Γιώργος Βρέντζος, γνωστός στην Κρήτη και ως «Τηγανίτης», τον καρφώνει με μαχαίρι δύο φορές, παίρνοντας εκδίκηση για τον θάνατο του αδερφού του Μιχάλη, αλλά και για εκατοντάδων άλλων.
Τα δύο αδέρφια Μιχάλης και Γιώργος Βρέντζος ήταν βοσκοί στα όρη του Ψηλορείτη. Μια μέρα, επί γερμανικής κατοχής- όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου και το neakriti- έβοσκαν τα ζώα τους, όταν ανέβηκε ένα γερμανικό απόσπασμα. Συνέλαβε τον Γιώργη, με σκοπό να τον ανακρίνει, αλλά κατάφερε στη συνέχεια να δραπετεύσει και να κρυφτεί στις πλαγιές του βουνού.
Το επόμενο πρωινό, κατέβηκε από το βουνό και πήγε στο πατρικό του, αναζητώντας τον αδερφό του, αλλά δεν τον βρήκε. Έψαξε αλλά δεν ήταν πουθενά, οπότε πήγε στο Ηράκλειο για να τον αναζητήσει στα γερμανικά στρατόπεδα.
Στον δρόμο συνάντησε τυχαία τον κουμπάρο του, ο οποίος μόλις τον αντίκρισε ξαφνιάστηκε και του είπε πως όλοι τον θεωρούσαν νεκρό, καθώς είχαν πληροφορηθεί ότι οι Γερμανοί είχαν ανέβει στη Νίδα και τον είχαν σκοτώσει. Τότε ο Γιώργης κατάλαβε πως οι φήμες που είχαν κυκλοφορήσει αφορούσαν τον αδερφό του Μιχάλη και όχι τον ίδιο.
Η αίσθησή του επιβεβαιώθηκε όταν κοντά στη σπηλιά στο Ιδαίον Άντρο, βρήκαν το άψυχο σώμα του Μιχάλη. Τον είχαν σκοτώσει με δύο σφαίρες, μία στο στήθος και μία στο αυτί.
Ο Γερμανός φρούραρχος όμως του είπε με σιγουριά πως αυτοί οι πυροβολισμοί δεν ταίριαζαν με γερμανικού αποσπάσματος. Και έτσι ήταν, καθώς ο “Τηγανίτης” Κρητικός αργότερα είχε μάθει πως μια ομάδα από γκεσταμπίτες, (σ.σ. έτσι αποκαλούσαν οι Κρητικοί τους συνεργάτες των Ναζί) είχε ανέβει στον Ψηλορείτη, με οδηγό έναν μικρό βοσκό, που είχε δει την εκτέλεση του Μιχάλη Βρέντζου.
Ο αδερφός του Γιώργος κατάφερε να βρει τον μικρό βοσκό και να μάθει την πλήρη και πάσα αλήθεια. Επικεφαλής των γκεσταμπιτών ήταν ο διερμηνέας του Φρουραρχείου Μοιρών, Νίκος Μαγιάσης, ο οποίος κατηγόρησε τον αδερφό του Μιχάλη ότι είχε δώσει φαγητό και νερό σε αντάρτες. Ο Μιχάλης του είχε πει «στον τόπο μας το έχομε συνήθεια να φιλεύουμε και να φιλοξενούμε κάθε περαστικό και δεν ρωτούμε ούτε ποιος είναι, ούτε πού πάει».
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Ναζί Γερμανούς, ο Μαγιάσης έφυγε από την Κρήτη για την Αθήνα και όπως όλοι οι δοσίλογοι, προσπάθησε να αλλάξει την εικόνα του, παριστάνοντας τον αντιστασιακό και μάλιστα για να γίνει πιστευτός, φορούσε ρούχα και καπέλο του ΕΛΑΣ. Τον αναγνώρισε όμως ένας κρητικός, από το Ρέθυμνο και ειδοποίησε τις αρχές, με αποτέλεσμα ο Μαγιάσης να συλληφθεί και να εκδοθεί στην Κρήτη για να δικαστεί.
Όταν το πληροφορήθηκε ο “Τηγανίτης” Κρητικός δεν το σκέφτηκε στιγμή και όπως είχε υπογραμμίσει στις «Κρητικές Εικόνες» το 1982 «ήθελα να τον σκοτώσω γιατί δεν είχε δικαίωμα να ζει, όχι μόνο γιατί είχε σκοτώσει τον αδελφό μου. Ξέρεις πόσους λάκκους είχε ανοίξει ο Μαγιάσης; Πόσα κοπέλια είχε αφήσει ορφανά, πόσες γυναίκες χήρες; 362 μετρημένους είχε σκοτώσει στην Κρήτη».
Στη δίκη του Μαγιάση, ο “Τηγανίτης” Κρητικός ήταν μάρτυρας κατηγορίας. Παρά τους αυστηρούς ελέγχους, κατάφερε να περάσει ένα μαχαίρι μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, με την επικρατέστερη εκδοχή να αναφέρει ότι μία μέρα πριν, είχε περάσει το μαχαίρι και με ένα τσιρότο το είχε κολλήσει κάτω από το δικηγορικό έδρανο.
Όταν ο δικαστής τον κάλεσε να καταθέσει, ο Γιώργης έβγαλε το μαχαίρι και το έμπηξε στην κοιλιά του Μαγιάση δύο φορές, ο οποίος λίγη ώρα αργότερα υπέκυψε. Ο Γιώργης παρέδωσε το μαχαίρι του στον εισαγγελέα και συνελήφθη.
Ο “Τηγανίτης” Κρητικός αθωώθηκε και τον υποδέχτηκαν με τιμές ήρωα
Δικάστηκε στα Χανιά και ο εισαγγελέας πρότεινε την καταδίκη του, αλλά ένας μάρτυρας υπεράσπισης παρουσίασε στο δικαστήριο, την απόφαση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, το οποίο καλούσε τους Κρητικούς να σκοτώσουν τον Μαγιάση και τους άλλους γκεσταμπίτες. Ο Γιώργος Βρέντζος αθωώθηκε και τον υποδέχθηκαν στο χωριό του με τιμές ήρωα. Κάθε χρόνο ανέβαινε στη Νίδα και έκανε μνημόσυνο στον αδικοχαμένο αδερφό του.