Αλίκη Διπλαράκου: «Η χθεσινή νίκη της ωραίας Ελληνίδας αποτελεί δια την Ελλάδα, την ωραιοτέραν διαφήμισιν και πανηγυρικήν αναγνώρισιν της ελληνικής ευγενίας και συγχρόνως την λαπροτέραν εισαγωγήν εις τας προσεχείς εορτάς της Εθνικής εκατονταερτηρίδος». Αυτά, ανέφερε στις 7 Φεβρουαρίου του 1930, η καθημερινή, για την ομορφότερη γυναίκα της Ευρώπης, η οποία ήταν και Ελληνίδα.
Η Αλίκη Διπλαράκου γεννήθηκε στις 228 Αυγούστου του 1912 στην πόλη της Αθήνας. Η καταγωγή της ήταν από τη Μάνη και ήταν παιδί ευκατάστατης οικογένειας. Μάλιστα, καθώς παρακολουθούσε με τους γονείς της τον διαγωνισμό ομορφιάς, την κάλεσαν να ανέβει στη σκηνή για να διαγωνιστεί.
Η κριτική επιτροπή είχε το όνομά της από ένα γνωστό της. Τα μέλη της εντυπωσιάστηκαν και την κάλεσαν να περπατήσει στην πασαρέλα. Η Αλίκη Διπλαράκου δεν επιθυμούσε να το κάνει, αλλά την έπεισε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Μετά τη διεθνή διάκριση, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, είπε: «Η ανακήρυξις αύτη αποτελεί αναμφισβητήτως μιας ελληνική δόξαν, δια την οποίαν εκφράζω τη χαρά μου».
Έπειτα, ταξίδεψε στην Αμερική και παρέδωσε διαλέξεις για τον Ελληνικό πολιτισμό, ενώ ασχολήθηκε και με το θέατρο. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Η Αλίκη Διπλαράκου έσπασε και το άβατο του Αγίου Όρους. Ντύθηκε ναύτης και έπεισε έναν μοναχό να επισκεφθεί μαζί με τους υπόλοιπους άντρες της παρέας το λιμάνι της Αθωνικής πολιτείας.
Λίγα χρόνια αργότερα, είχε μετανιώσει για την πράξη της και έστειλε απολογητικό μήνυμα στους μοναχούς. Το 1932 παντρεύτηκε τον Γάλλο αεροπόρο και επιχειρηματία Πολ – Λουίς Βεγιέρ. Μαζί απέκτησαν ένα παιδί. Αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 15 Δεκεμβρίου του 1945 παντρεύτηκε ξανά με τον Άγγλο σερ Τζον Ράσελ, με τον οποίο έκανε ακόμη δύο παιδιά.
Το 1981 πραγματοποιήθηκε, η τελευταία της εμφάνιση στην τηλεόραση. Ήταν στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού “Εκπομπές που αγάπησα”. Ο δημοσιογράφος της έκανε την εξής ερώτηση «Τι σας έχει μείνει από όλη την ιστορία του 1930;». Εκείνη, απάντησε «Ελλάς, Ελλάς, και Ζήτω η Ελλάς. Δεν μπορώ να σας πω κάτι άλλο. Σας τα έχω πει όλα». Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 2002 σε ηλικία 90 ετών και κηδεύτηκε στο Λονδίνο από τον ορθόδοξο καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας ως «λαίδη Άλις Ράσελ».