Η ελληνική εκδοχή της «τέλειας ληστείας» όπως στο La Casa de Papel έγινε παραμονές Χριστουγέννων του 1992, στην οδό Καλλιρόης 19 στον Νέο Κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν εξίσου εντυπωσιακό με την πιο δημοφιλή μη αγγλόφωνη σειρά στην ιστορία του Netflix όπου οκτώ τύποι που φορούν πορτοκαλί φόρμες εργασίας και μάσκες του Νταλί, εισβάλουν στο Νομισματοκοπείο της Μαδρίτης με σκοπό να τυπώσουν χαρτονομίσματα.
Οι δράστες, φορώντας φόρμες εργατών της ΕΥΔΑΠ, έσκαβαν για μέρες ένα λαγούμι 23 μέτρων κάτω από τον δρόμο. Έφθασαν στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας Εργασίας και άρπαξαν από επιλεγμένες θυρίδες χρήματα, ράβδους χρυσού και κοσμήματα αστρονομικής αξίας, που όμως δεν κατέστη δυνατό να υπολογιστεί με ακρίβεια, λόγω τραπεζικού απορρήτου (ήταν πιθανώς γύρω στα 15 εκατ. ευρώ).
Η εν λόγω υπόθεση χαρακτηρίστηκε ως το «ριφιφί του αιώνα» ενώ τα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκαν φοβερά σενάρια για την ταυτότητα των δραστών ( Έλληνες ποινικοί που στόχευαν σε ποσότητες κοκαΐνης κρυμμένες στις θυρίδες, Ιταλοί μαφιόζοι, μέλη της οργάνωσης Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας) κανένα όμως από τα σενάρια δεν αποδείχθηκε.
Η τελική φάση του μεγάλου κόλπου τύπου La Casa de Papel εκτελέστηκε το Σαββατοκύριακο μεταξύ 19 και 20 Δεκεμβρίου του 1992. Το προηγούμενο διάστημα κανείς δεν είχε δώσει σημασία στο «συνεργείο» που εργαζόταν πάνω από το καπάκι του υπονόμου, στο παρκάκι απέναντι από την τράπεζα. Μια κρίσιμη λεπτομέρεια που βοήθησε τους δράστες είναι ότι κάτω από την οδό Καλλιρόης, περνά η κοίτη του Ιλισού. Το σκάψιμο εκτιμάται ότι κράτησε περισσότερο από μία εβδομάδα, καθώς στο τούνελ είχαν τοποθετηθεί υποστυλώματα βαρέου τύπου κι επίσης ένα βαγονέτο για τη μεταφορά των σκαπτικών εργαλείων και την απομάκρυνση του όγκου χώματος.
Αποκαλύφθηκε ότι τουλάχιστον μία φορά οι δράστες είχαν σκάψει προς λάθος κατεύθυνση και γύρισαν πίσω, μέχρι να φθάσουν στον τοίχο του θησαυροφυλακίου της Τράπεζας Εργασίας. Τρύπησαν το μπετόν, πάχους ενός μέτρου, το οποίο ήταν επιπλέον θωρακισμένο με ατσάλι.
Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, ο συναγερμός της τράπεζας χτύπησε πολλές φορές, όμως κανείς δεν έδωσε σοβαρή προσοχή. Οι δράστες μπήκαν στον χώρο που φυλάσσονταν οι 1.151 θυρίδες και κατάφεραν να παραβιάσουν επιλεγμένα τις 301 από αυτές.
Η ηθοποιός Τζοβάνα Φραγκούλη είχε δηλώσει τότε στην τηλεόραση: «Την προηγούμενη μέρα, η αδερφή μου είχε κατέβει στον χώρο των θυρίδων στην τράπεζα, σε ώρα που δεν λειτουργούσε, και όπως έκανε την κίνηση να βγάλει το κουτί, άκουσε μέσα από τον τοίχο θόρυβο, σαν κάποιος να γκρέμιζε κάτι». Ο διευθυντής της τράπεζας είχε ειδοποιηθεί το Σάββατο από την Αστυνομία για τον συναγερμό που χτυπούσε και πήγε στο υποκατάστημα. Ούτε αυτός υποψιάστηκε κάτι περίεργο. «Δεν κατέβηκα στο θησαυροφυλάκιο, γιατί μόνος δεν θα μπορούσα να ανοίξω τη βαριά ατσάλινη πόρτα του. Γι’ αυτό συνήθως χρειάζονται δύο άτομα», είπε. Μια γειτόνισσα κατέθεσε: «Είδα άτομα να κάνουν εργασίες πάνω από το φρεάτιο στο πάρκο και μου έκανε εντύπωση που δούλευαν ημέρα Σάββατο. Όμως, δεν έδωσα περισσότερη σημασία».
Το ριφιφί έγινε σίριαλ στα Μέσα Ενημέρωσης και εξυφάνθηκαν τα πιο ακραία σενάρια για την ταυτότητα αυτών που είχαν εκτελέσει το μεγάλο κόλπο. Εκ των υστέρων, αποκαλύφθηκε ότι στις φυλακές είχε στηθεί εκείνη την εποχή ένα μεγάλο παζάρι δήθεν πληροφοριών, που στην πραγματικότητα ήταν αντικείμενα εκβιασμών. Τα σενάρια πύκνωσαν όταν η τότε διοίκηση της Τράπεζας επικήρυξε του δράστες με 200 εκατ. δραχμές (περίπου 587.000 ευρώ). Εξετάστηκαν ως ύποπτοι στελέχη της τράπεζας, αξιωματικοί της Αστυνομίας, υπάλληλοι της ΕΥΔΑΠ, λαθρέμποροι τσιγάρων, ποινικοί με συνδέσεις στην Ιταλία και άνθρωποι της showbiz, χωρίς όμως κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα.
Ο δικηγόρος Περικλής Σταυριανάκης, που είχε χειριστεί νομικά την υπόθεση, δήλωσε πρόσφατα στο Βήμα. «Μεγάλο ερώτημα ήταν πώς δεν βρέθηκε στις πιάτσες των Ελλήνων κλεπταποδόχων, όλα αυτά τα χρόνια, ούτε ένα αντικείμενο από τα χιλιάδες κλοπιμαία από τις τραπεζικές θυρίδες. Όπως και ότι δεν υπήρξε καμία πληροφορία από τον ελληνικό ποινικό χώρο για αυτή την εντυπωσιακή ληστρική επιχείρηση. Διαρροές και πληροφορίες που είναι συνηθισμένες σε άλλες ποινικές υποθέσεις μικρότερου βεληνεκούς».
Λίγες ημέρες μετά το «ριφιφί του αιώνα», στις αρχές του 1993, η θάλασσα στη Βραυρώνα ξέβρασε άδειες κοσμηματοθήκες, έγγραφα, επιταγές και ομόλογα που φυλάσσονταν στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας Εργασίας. Μετά από αυτό, ενισχύθηκε η εκδοχή οι δράστες να διέφυγαν με ταχύπλοο, πιθανώς προς την Ιταλία. Το σενάριο της εμπλοκής της ιταλικής μαφίας παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια ζωντανό, με το αρχικό επιχείρημα ότι η εκτέλεση του σχεδίου υποδήλωνε εισαγόμενο, υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού σε συνδυασμό με ποινική «φινέτσα». Η αλήθεια είναι ότι τα επόμενα χρόνια εξαρθρώθηκε στην Ιταλία ένα δίκτυο διαρρηκτών και ληστών τραπεζών. Επισήμως, δεν υπήρξε σύνδεση με την υπόθεση της οδού Καλλιρόης, όμως ο θεωρούμενους εγκέφαλος στην Ιταλία, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, είχε οργανώσει παρόμοιο ριφιφί σε τράπεζα στη γειτονική χώρα. Σύνδεσμος με το ιταλικό δίκτυο θεωρήθηκε τότε ένας Έλληνας ποινικός, ο οποίος απεβίωσε.
Αρκετές εβδομάδες μετά την αποκάλυψη του μεγάλου κόλπου στην οδό Καλλιρόης, σημειώθηκε η πρώτη φαινομενικά σοβαρή εξέλιξη. Ο Τζουμά Χαλίντ, Σύρος κρατούμενος τότε στον Κορυδαλλό για απάτες, υποστήριξε ότι γνώριζε τους δράστες του ριφιφί. Κατονόμασε στελέχη της τράπεζας, Έλληνες επιχειρηματίες υπεράνω πάσης υποψίας και μέλη του υποκόσμου. Ο ίδιος υποστήριξε ότι συμμετείχε στην κατασκευή των υποστυλωμάτων στο τούνελ, όμως πήρε λιγότερα χρήματα από όσα τού είχαν τάξει και έτσι αποφάσισε να μιλήσει. Η κατάθεση αρχικά δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη, όμως ο Χαλίντ επανήλθε. Εντέλει, ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε βάρος πέντε προσώπων, τα οποία στη συνέχεια απαλλάχθηκαν, διότι ο Σύρος απέσυρε τις καταθέσεις του, λέγοντας ότι το έκανε με εντολή άλλων κρατούμενων στον Κορυδαλλό, που ήθελαν να εκβιάσουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Ο ίδιος το 1999, μετά από άδεια, δεν γύρισε ποτέ στη φυλακή.
Τα επόμενα χρόνια, εξετάστηκε ακόμη και το σενάριο στην υπόθεση να εμπλέκονται μέλη της οργάνωσης ΕΛΑ. Αφορμή γι’ αυτό, εκτός από την εντυπωσιακή στεγανότητα μεταξύ των δραστών -που δεν συνηθίζεται σε περιπτώσεις ποινικών – φέρεται να ήταν η γνωριμία υπαλλήλου της Τράπεζας Εργασίας με υπόπτους για συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση. Επίσης, το δίκτυο που φέρεται να είχαν αναπτύξει οι τελευταίοι στο εσωτερικό δημόσιων υπηρεσιών, όπως η ΕΥΔΑΠ, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να αποδώσει χρήσιμες πληροφορίες για την οργάνωση του ριφιφί. Και το παραπάνω σενάριο, όπως όλα τα προηγούμενα, δεν μπόρεσε να υποστηριχθεί σοβαρά.