Μύθοι και αλήθειες για τη νεαρή κοπέλα που έγινε η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Δεκεμβρίου 1878, πέθανε η Σοφία Αρχοντάκη η νεαρή κοπέλα που έγινε η «Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά.
Μια πανέμορφη και νεαρή κοπέλα, η Σοφία Αρχοντάκη, πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Δεκεμβρίου του 1878, έχοντας προλάβει να ζήσει έναν έρωτα μοναδικό. Από αυτούς που γεμίζουν τις σελίδες των βιβλίων. Και μετά ήρθε ο θάνατος, το πένθος και ο θρήνος. Όλα αυτά τα άγρια συναισθήματα που ο σπουδαίος γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς κατάφερε να αποτυπώσει σε ένα έργο το οποίο σήμερα κοσμεί το μεγαλύτερο υπαίθριο μουσείο της χώρας: Το Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας
Ένα μνημείο η φήμη του οποίου ξεπερνάει τα σύνορα της χώρας. Ένας πανελλήνιος θρύλος και έθρεψε τη λαϊκή φαντασία και δημιούργησε τόσους αστικούς μύθους, όσους δεν είχε γνωρίσει ποτέ ξανά κανένα έργο.
Η Σοφία Αφεντάκη γεννήθηκε το 1860. Ήταν γόνος μίας πλούσιας αστικής οικογένειας της Αθήνας, με καταγωγή από την Κίμωλο. Το σπίτι τους ήταν στην οδό Σωκράτους. Η Σοφία απέκτησε τον τίτλο της «νεαράς κόρης των Αθηνών» εξαιτίας της σπάνιας ομορφιάς της.
Λέγεται πως ήταν μια πραγματική καλλονή που αν και ανήλικη είχε γίνει το αντικείμενο του πόθου για πολλούς άνδρες οι οποίοι ξημεροβραδιάζονταν έξω από το σπίτι της με την ελπίδα να τη συναντήσουν.
Ο Νικόλαος Γύζης, ο διάσημος ζωγράφος, σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα από το Μόναχο, όταν είδε την 16χρονη τότε Σοφία, σε μια δεξίωση στο αρχοντικό Ρενιέρη έσπευσε να μάθει το όνομά της.
Λέγεται πως ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Αφεντάκης, μεγάλος έμπορος της εποχής, ενοχλημένος από τις εκδηλώσεις λατρείας στην κόρη του, δύσκολα την άφηνε να κυκλοφορεί μόνη της. Σπάνια της επέτρεπε να εμφανίζεται σε δημόσιες εκδηλώσεις και αν κάποια στιγμή αυτό συνέβαινε, φρόντιζε και ο ίδιος να είναι… κάπου εκεί κοντά.
Κάποια στιγμή ήθελε να πάει ένα επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό και έτσι αποφάσισε να την πάρει μαζί του. Στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Νάπολη, σύμφωνα με τον μύθο, η Σοφία γνώρισε τον νεαρό και όμορφο τενόρο Μάριο Τζοβάνι τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα όπως και εκείνος άλλωστε όταν οι δυο τους βρέθηκαν ένα βράδυ στην όπερα.
Λέγεται πως οι δυο τους έζησαν έναν έρωτα παράφορο μέχρι την ημέρα που ο πατέρας της Σοφίας ανακάλυψε ένα γράμμα του τενόρου στην κόρη του: «Ούτε μια στιγμή δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Χθες με αποθέωσαν στην όπερα, μα εγώ έψαχνα εσένα. Και όταν γύρισα στο σπίτι, στη γοητευτική φωλίτσα μας, έκανα όνειρα για μας», έγραφε στο γράμμα.
Για πολλούς, η «Κοιμωμένη» είναι το σπουδαιότερο γλυπτό της σύγχρονης Ελλάδας. Έμεινε στο Α’ Νεκροταφείο για 137 χρόνια και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης. Στη θέση του έχει τοποθετηθεί ένα πιστό αντίγραφο. Τόσο πιστό που μόνο οι ειδικοί μπορούν να καταλάβουν τις ελάχιστες διαφορές που υπάρχουν.
Στην ιστοσελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης διαβάζουμε πως: «Για την απόδοση της νεκρής ο Χαλεπάς βασίστηκε στον τύπο της ξαπλωμένης ή ανακεκλιμένης μορφής πάνω σε σαρκοφάγο ή κλίνη. Το μοτίβο αυτό ξεκίνησε από την Ετρουρία και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή γλυπτική.
Ο ίδιος ο Γιαννούλης Χαλεπάς σε συνέντευξή του το 1930 είχε πει:
«Μέσα στην τσάντα της είχε μια φωτογραφία μιας ωραίας γυναίκας. Την έβγαλε απ’ την τσάντα της, και δείχνοντάς μου την, μου είπε να της κάνω μία προτομή, ένα οποιοδήποτε άγαλμα του γούστου μου. Της ζήτησα, θυμάμαι, χίλιες δραχμές, κι εκείνη, αφήνοντας τη φωτογραφία, έφυγε.
Εγώ την άλλη μέρα άρχισα να σκέπτομαι, να βασανίζω το μυαλό μου, σαν τι σχέδιο να κάνω. Δεν άργησα να εμπνευστώ το σχέδιό μου κι αμέσως έβαλα μπρος.
Έκανα το σχέδιο, κατόπι το έπλασα σε πηλό. Φώναξα τότε την κυρία Αφεντάκη. Όταν ήλθε, δεν της άρεσε και μου είπε ότι αν είναι δυνατόν ν’ αλλάξω σχέδιο. Εγώ θυμώνοντας τότε – και το θυμό μου θυμάμαι ακόμα και τώρα, γιατί για μένα τα λόγια της ήταν προσβλητικά -, μη χάνοντας καιρό, πήρα ένα λοστό, έδωσα ένα γερό χτύπημα στο στήθος του αγάλματος κι έτσι χωρίστηκε απ’ το στήθος το κεφάλι.
– Και τότε τι έγινε κ. Χαλεπά;
– Η κυρία Αφεντάκη κατάλαβε αμέσως το λάθος της και μου είπε ότι το άγαλμα της άρεσε όπως ήταν και με παρακάλεσε να το ξαναφτιάξω. Το’ φτιαξα, το σκάλισα απάνου στο μάρμαρο και έπειτα από λίγον καιρό, το 1880, η Κοιμωμένη, το άγαλμα που μου έδωσε τη φήμη, στέκονταν πάνω απ’ τον τάφο της Αφεντάκη».