Το μεγαλύτερο μυστήριο της Νικολούλη: Πρόκειται για μία πρωτοφανή υπόθεση δολοφονίας. Μία υπόθεση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, η Αγγελική Νικολούλη, τον Ιούνιο του 2010. Θύτης ήταν μία Αλβανή. Μάλιστα, η ίδια κέρδισε δικαίως τον τίτλο της γυναίκας αράχνης.
Το όνομά της, Ευαγγελία Ζιάγκα. Ή Μαρία Συνοδινού – Καμήλου ή Μαρία Μουζογιάννη. Το Βαγγελίτσα ή Πανάγω Γιαννάκου του Αθανασίου και της Αλεξάνδρας, ανήκε επίσης σ’ αυτή. Πώς ονομαζόταν τελικά; Ποιο από όλα τα δελτία ταυτότητας και τα διαβατήρια που βρέθηκαν στην κατοχή της και τα οποία είχαν εκδοθεί σε Γύθειο, Αθήνα και Κεφαλονιά, ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα; Ποια φωτογραφία απεικόνιζε το πραγματικό της πρόσωπο; Τα ερωτήματα ήταν πολλά.
Οι απαντήσεις τους, συνέθεσαν το πορτραίτο της πιο πανούργας γυναίκας δολοφόνου που έδρασε στην Ελλάδα, κλέβοντας περιουσίες και αφήνοντας πίσω της δεκάδες θύματα. Το μεγάλο της λάθος; Έβαλε στο στόχαστρο έναν επιφανή Έλληνα επιχειρηματία ο θάνατος του οποίου θα σηματοδοτούσε την αντίστροφη μέτρηση για το τέλος της δράσης της.
23 Μαΐου 2009. Τα ίχνη του 42χρονου επιχειρηματία Τάσου Τσαγκαρόπουλου χάνονται δίχως την παραμικρή ένδειξη τι μπορεί να έχει συμβεί. Η υπόθεση φτάνει στα γραφεία της εκπομπής «Φως στο Τούνελ» και η Αγγελική Νικολούλη αναλαμβάνει να διαλευκάνει μία ακόμα εξαφάνιση. Αυτή θα αποδεικνυόταν αργότερα πως έφερε μία υπογραφή που θα απασχολούσε πολύ τις Αρχές.
Πολύ περισσότερο από ό,τι φανταζόταν η έμπειρη δημοσιογράφος όταν ξεκίνησε να αναλύει στοιχεία και να «σκανάρει» πιθανούς υπόπτους.
Βάσει των ερευνών που ακολούθησαν, προέκυψε το συμπέρασμα πως ο Ζακυνθινός επιχειρηματίας διέκοψε κάθε επικοινωνία με τους δικούς του ανθρώπους κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στο Διακοφτό Αχαΐας. Το αυτοκίνητό του βρέθηκε σε κεντρικό σημείο του Αιγίου. Η Αστυνομία υποψιάζεται πως κάποιος σκόπιμα θέλησε να εξαφανίσει τα ίχνη του.
Το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται όταν το κινητό του τηλέφωνο «προδίδει» το μέρος που βρισκόταν ο Τσαγκαρόπουλος πριν εξαφανιστεί από προσώπου γης. Η κεραία της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που έδωσε τελευταία σήμα στο τηλέφωνό του βρισκόταν στο Διακοφτό. Είχε τελικά προλάβει να φτάσει στον προορισμό του…
Τι συνέβη από εκεί και πέρα; Πού βρισκόταν όλον αυτόν τον καιρό που αναζητούνταν από οικογένεια, δημοσιογράφους και Αστυνομία; Οι οριστικές απαντήσεις θα δίνονταν έναν περίπου χρόνο αργότερα.
Ιούνιος 2010. Μια ανώνυμη επιστολή στη δικηγόρο της οικογενείας, Μαρία Οικονόμου, δίνει όλες τις απαραίτητες οδηγίες για το πού θα βρουν οι Αρχές τον επιχειρηματία. Όχι ζωντανό φυσικά. Το σημείωμα οδηγούσε την Αστυνομία στην πολυτελή μεζονέτα που νοίκιαζε στο Διακοφτό η 54χρονη Ευαγγελία Ζιάγκα.
Τόσο η Αστυνομία όσο και η δημοσιογραφική ομάδα της εκπομπής της Αγγελικής Νικολούλη γνώριζαν πως το πρόσωπο που εμπλέκεται άμεσα στην εξαφάνισή του δεν ήταν άλλο από τη γυναίκα που παρουσιαζόταν ως σύντροφός του, με την οποία, μάλιστα, το θύμα είχε και οικονομικές συναλλαγές. Τα πρώτα στοιχεία είχαν συλλεχθεί, ωστόσο αποδείξεις για την ενοχή της δεν υπήρχαν. Η επιστολή αυτή αποδείχθηκε «λαβράκι».
Σύμφωνα με όσα αναφέρονταν σε αυτή, ο 42χρονος επιχειρηματίας είχε άγρια δολοφονηθεί και το πτώμα του βρισκόταν στη μεζονέτα του Διακοφτού. Οι άνδρες τις Ασφάλειας, συνδέοντας τα γεγονότα δεν αργούν να πιστέψουν πως ο άνδρας έχει θαφτεί στο σπίτι. Συγκεκριμένα, κάτω από το τζακούζι της μονοκατοικίας, το οποίο η Ζιάγκα είχε ανακαινίσει έναν χρόνο πριν, την εποχή δηλαδή που όλοι αναζητούσαν τον Τσαγκαρόπουλο.
Σύμπτωση ή αποτρόπαιο έγκλημα; Δυστυχώς, το χειρότερο σενάριο δεν θα αργούσε να επιβεβαιωθεί. Η Εισαγγελέας Αθηνών έδωσε αμέσως άδεια να ερευνηθεί το σπίτι και να «γκρεμιστεί» το τζακούζι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν «φιλοξενούσε» το τσιμεντωμένο πτώμα του συντρόφου της. Βρισκόταν εκεί. Σε βάθος ενός μέτρου.
Η ιατροδικαστική γνωμάτευση ανέφερε πως το θύμα είχε δεχτεί χτυπήματα από σκεπάρνι στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, ενώ βρισκόταν καθιστός. Το ένα εξ’ αυτών ήταν με το πίσω μέρος του εργαλείου. Ακόμα, είχε μαχαιρωθεί δύο φορές στην τραχηλική χώρα κοντά στον λαιμό.
Η γυναίκα – αράχνη είχε ξαναχτυπήσει. Και πλέον οι Αρχές ήταν σε θέση να μάθουν την πραγματική της ταυτότητα και όλες τις υποθέσεις απάτης στις οποίες είχε εμπλακεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, εκείνη είχε προλάβει να ξενοικιάσει το σπίτι και να εξαφανιστεί.
Οι ερωτικές επιστολές του διαβόητου κακοποιού στοιχείου προς τον επιχειρηματία καθιστούσαν σαφές πως υπήρξε ερωτική σχέση μεταξύ τους. Σε πολλές εξ’ αυτών εκείνη παρουσιαζόταν ως «απελπισμένη» γυναίκα στον έρωτα της οποίας το θύμα δεν ανταποκρινόταν. Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Η γυναίκα – αράχνη, βλέπεις, συνήθιζε να λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο προκειμένου να αποσπά τεράστια χρηματικά ποσά από ηλικιωμένους κυρίως άνδρες στους οποίους εμφανιζόταν ως τρελά ερωτευμένη και αρκετά ευκατάστατη. Παρά το γεγονός πως δεν επρόκειτο για γυναίκα εκθαμβωτικής ομορφιάς –κάθε άλλο- αποδείχτηκε πως είχε τον τρόπο να εντυπωσιάζει.
Η ίδια συνήθιζε να παρουσιάζει τον εαυτό της ως πλούσια Ελληνοαμερικανίδα με τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία σε Αμερική και Ευρώπη κουβαλώντας επάνω της πολλά μετρητά για να εντυπωσιάζει τα αρσενικά και να εμπνέει εμπιστοσύνη. Είχε τα δικά της χρήματα. Γιατί να θέλει να τους εκμεταλλευτεί;
Το σχέδιο ήταν πάντα καλά στημένο. Ωστόσο, δεν στηριζόταν απόλυτα στις δικές της δυνάμεις, καθώς -όπως ανακάλυψαν οι Αρχές- είχε συνεργούς. Τουλάχιστον δύο, μεταξύ των οποίων ένας Έλληνας άνω των 50 ετών – ο οποίος μάλιστα είχε υπογράψει το μισθωτήριο της μεζονέτας ως Χρήστος Μουζογιάννης, σύζυγός της- και ένας μικρότερος ηλικιακά Αλβανός.
Οι έρευνες κατέληξαν στο ότι ο επιχειρηματίας αποδείχτηκε δύσκολος στόχος. Κι αυτό διότι δεν άργησε να καταλάβει τα σχέδιά της, μαθαίνοντας για την εντολή ρευστοποίησης αμοιβαίων κεφαλαίων και ζητώντας της τον λόγο. Αυτή ήταν η αιτία που ταξίδεψε στο Διακοφτό το βράδυ της δολοφονίας του. Ένα άλλο σενάριο, θέλει την ίδια να έχει στήσει ενέδρα θανάτου στο θύμα.
Στα χέρια την Αστυνομίας έπεσε και μία επιστολή υπογεγραμμένη από τη «Μαρία Συνοδινού» σε διευθυντή μεγάλης τράπεζας στην Αθήνα, μέσω της οποίας του ζητούσε να τη βοηθήσει να ρευστοποιήσει τα αμοιβαία κεφάλαια που είχε σε τράπεζα των ΗΠΑ. Μιλάμε για ποσό της τάξεως των 670.000 ευρώ.
Σε απάντησή του, εκείνος όρισε τη 14η Οκτωβρίου του 2009 ως ημερομηνία κατάθεσης του ποσό στον λογαριασμό που του είχε δώσει. Πλέον ήταν σαφές για ποιο λόγο δολοφονήθηκε ο Τσαγκαρόπουλος.
Το αίμα του επιχειρηματία από τη Ζάκυνθο δεν ήταν το μοναδικό με το οποίο η Ευαγγελία Ζιάγκα είχε βάψει τα χέρια της. Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχε εκτίσει ποινή στη χώρα της για την άγρια δολοφονία του συζύγου της, κατά τη διάρκεια μάλιστα της εγκυμοσύνης της. Αφού τον σκότωσε, τον τεμάχισε και έβαλε φωτιά στα κομμάτια του, ενώ ό,τι απέμεινε το έβαλε σε σακούλες τις οποίες εξαφάνισε σιγά – σιγά θάβοντας τες σε διαφορετικά σημεία της πόλης.
Τόλμησε δε να εμφανιστεί ως τεθλιμμένη σύζυγος, σπαράζοντας για την εξαφάνιση του αγαπημένου της. Το έγκλημά της αποκαλύφθηκε ύστερα από καταγγελία κάποιου γείτονα που ισχυρίστηκε στους άνδρες της Ασφάλειας πως την είχε δει να θάβει μια σακούλα. Η σορός δεν άργησε να βρεθεί και η «μαύρη χήρα» οδηγήθηκε στη φυλακή, καταφέρνοντας ωστόσο να αποφυλακιστεί σύντομα λόγω ευνοϊκών όρων και ειδικής μεταχείρισης ούσα μητέρα.
Ωστόσο, η τιμωρία της έμελλε να είναι μεγαλύτερη. Η κόρη της, μη μπορώντας να αντέξει την όλη κατάσταση και τα βλέμματα του κόσμου μετά τις πράξεις της μητέρας της και τον θάνατο του πατέρας της, δίνει τέλος στη ζωή της. «Καρδούλα μου, συγχώρεσε με. Από εδώ και πέρα θα είμαι για πάντα μαζί σου. Σ’ αγαπώ. Καλή αντάμωση, Λιάνα μου. Ήσουν μόνο είκοσι ετών και επτά μηνών», έγραφε η ίδια σε χειρόγραφο που βρέθηκε στην κατοχή της, χωρίς όμως να συγκινεί κανέναν.
Η οικογένειά της την απορρίπτει οριστικά, ενώ ακόμα και τα αδέρφια αλλά και τα παιδιά της που ζουν στην Ελλάδα, ξεκαθαρίζουν πως δεν έχουν την παραμικρή σχέση μαζί της.
Έχοντας εξαφανιστεί από τη μεζονέτα της φρίκης, συνέχιζε τη δράση της εξακολουθώντας να εξαπατά εύπορους ηλικιωμένους, αποσπώντας τους τεράστια χρηματικά ποσά. Οι απάτες, οι κλοπές και οι ληστείες ήταν πλέον ειδικότητά της. Για τις δράσεις αυτές είχε και τέσσερα χρόνια πριν τη δολοφονία Τσαγκαρόπουλου απασχολήσει τους δημοσιογράφους του ALTER, ύστερα από καταγγελίες δεκάδων θυμάτων περί απάτης. Τότε, κανείς δεν υποψιαζόταν το πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση.
Χάρη στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη, επετεύχθη ο εντοπισμός της γυναίκας που επί μήνες αναζητούσε η Αστυνομία.
Έχοντας δώσει στη δημοσιότητα όλες τις πληροφορίες της δράσης της αλλά και φωτογραφίες της, η Αγγελική δέχεται ένα τηλεφώνημα στην εκπομπή της από κάποιον ηλικιωμένο που υποστήριξε πως η καταζητούμενη έχει πλησιάσει κάποιον φιλήσυχο γείτονά του. Όπως είπε, τον είχε απομακρύνει από την οικογένειά του και τον είχε οδηγήσει να ρευστοποιήσει μεγάλος μέρος της περιουσίας του.
Αμέσως η εκπομπή τηλεφώνησε στο Αστυνομικό Τμήμα Λούτσας δίνοντας όλες τις πληροφορίες. Στον αέρα της εκπομπής δεν ειπώθηκε το παραμικρό, όπως συνέβη σε πολλές πληροφορίες για την υπόθεση καθ’ όλη τη διάρκεια των ερευνών. Τελικά, η 54χρονη συνελήφθη μαζί με έναν συνεργό της έξω από το σπίτι του τελευταίου της θύματος. Όπως ήταν αναμενόμενο, αρνήθηκε τις κατηγορίες που τη βάραιναν.
Δήλωσε πως δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε η σορός του Τσαγκαρόπουλου στο σπίτι που ζούσε την περίοδο της εξαφάνισής του –και από το οποίο έφυγε όταν ο κλοιός γύρω της άρχισε να στενεύει-, ενώ έριξε τις ευθύνες για τη δολοφονία του σε έναν άλλο σύντροφό της, 65 ετών, ο οποίος όμως ήταν ήδη νεκρός όταν το έγκλημα έλαβε χώρα. Η ίδια κλήθηκε να απολογηθεί για σωρεία αδικημάτων, μεταξύ των οποίων και η εγκληματική ενέργεια σε βάρος του Τάσου Τσαγκαρόπουλου.
Μόνο για το έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Υπήρξαν, πάντως, και νέες καταγγελίες για σοβαρές απάτες από πολλά μέρη της Ελλάδας: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πελοπόννησο, Κρήτη και πολλά ακόμα. Από τα στοιχεία και τις καταθέσεις προέκυψε πως η «διαβολογυναίκα» -όπως την αποκαλούσαν τότε οι δημοσιογράφοι- δεν είχε διαστάσει να χρησιμοποιήσει ως «δόλωμα» ακόμα και τη νεκρή της κόρη, παρουσιάζοντας τη άλλοτε ως θύμα τροχαίου και άλλοτε ως θύμα δολοφονίας ( ! ) προκειμένου να συγκινήσει τα θύματά της.
Μέχρι σήμερα, η υπόθεση Τσαγκαρόπουλου ανήκει στις πιο ανατριχιαστικές των Αρχείων της Ελληνικής Αστυνομίας.