Κώστας Κραββαρτόγιαννος: Η Ελληνική ιστορία έχει τεράστιο ρόλο στην κουλτούρα μας. Είναι ίσως και μια από τις πιο πλούσιες στον κόσμο. Αυτό όμως μας κάνει να παραλείπουμε τους ανθρώπους που θυσιάζονται για αυτήν.
Πολλες θυσίες έχουν γίνει και δεν έχουν καταγεγραφεί στα χρονικά της ιστορίας ή περνιούνται ως ψηλά γράμματα. Δεν διδάσκονται πουθενά και πολλοί άνθρωποι ξεχνιούνται. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο ανθυποσμηναγός Κώστας Κραββαρτόγιαννος. Υπηρετούσε στην 340 ΜΔΒ όταν στο οπλοστάσιό της είχε τα F-84F της Republic. Έδρα της Μοίρας το πολεμικό αεροδρόμιο Χανίων.
11 Αυγούστου του 1975 έγινε η μοιραία πτήση για τον ίδιο. Ήταν καλοκαίρι, τα παιδιά χάζευαν κι έπαιζαν με τα αεροπλάνα από ψηλά, χαιρετούσαν τους πιλότους. Ηταν κάτι που είχαν συνηθίσει.
΄Το αεροπλάνο όμως δεν είχε την συνηθισμένη πορεία του. Κάτι είχε συμβεί στον σταθμό και το αεροπλάνο έπεσε. Όλοι όσοι παρακολουθούσαν τους πιλότους να πετάνε έμειναν σαστισμένοι. Μικροί και μεγάλοι.
Ένα χωρίο με περισσότερους από 600 κατοίκους.
Ο πιλότος είχε επιλογή να σώσει τον εαυτό του αλλά δεν το έκανε. Πηρε την απόφαση να θυσιάσει τον εαυτό του για να μπορέσει να σώσει το χωρίο. Έτσι και τον βρήκαν στα συντρίμμια. Με το πηδάλιο να είναι γυρισμένο στα δεξιά.
Ένα από τα παιδιά που είδαν αυτή τη σκηνή και μετά το άψυχο σώμα του πιλότου με το καθαρό πρόσωπο – το μόνο σημείο που δεν είχε απανθρακωθεί – δεν ξέχασαν ποτέ, και τη διηγούνται ακόμα, αν κάποιος ρωτήσει. Υπάρχουν ήρωες;

«11 Αυγούστου 1975. Μιχαίου Προφήτου και Μαρκέλλου ιερομάρτυρος, γράφει το ημερολόγιο την ημέρα αυτή… ήμουνα παιδί και θυμάμαι. Το βλέπαμε να’ρχεται προς το αεροδρόμιο του Καστελλίου.
Μικροί ήμασταν τότε, δεκατριών χρόνων. Μας άρεσε να ανεβαίνουμε στις ταράτσες των σπιτιών και να αγναντεύουμε τα πολεμικά αεροπλάνα. Καθημερινές ήταν στο Καστέλλι οι ασκήσεις τους. Φάνηκε πάνω από την «Παπούρα». Μια στήλη μαύρου καπνού άφηνε πίσω του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το αεροπλάνο άρχισε να χάνει ύψος. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα βρισκόταν πάνω από το χωριό Μουχτάρω (Ευαγγελισμός).
Και τότε χάθηκε. Μια στήλη μαύρου πυκνού καπνού σηκώθηκε από το έδαφος. Τί έγινε; αναρωτιόμασταν. Ο Γιάννης Σμαριαννάκης, ένας καλός χωριανός, μας είπε ότι το αεροπλάνο έπεσε. Έπεσε; Και τί σημαίνει έπεσε; Δηλαδή; τον ρωτήσαμε. Έπεσε, μας είπε για δεύτερη φορά. Και τί έγινε ο αεροπόρος;
Πήραμε τότε τα ποδήλατα και τρέξαμε. Φτάσαμε στο Μουχτάρω. Μεγάλη αναστάτωση στο χωριό. Δε μας άφησαν να πλησιάσουμε. Μόνο το φορείο του ασθενοφόρου είδαμε. Και το πρόσωπο του πιλότου. Ένας νεαρός με κοντά μαλλιά και πεντακάθαρη όψη. Έχουν περάσει 38 χρόνια από τότε και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτήν την όψη. Η πόρτα του ασθενοφόρου έκλεισε κι εμείς εκεί, ακούνητοι κι ασάλευτοι.
Πόση ώρα πέρασε δεν ξέρω. Ο Μανόλης, ο φίλος μου που πήγαμε μαζί με τα ποδήλατα, μου φώναξε. Το χωριό μας Διαβαϊδέ απέχει πέντε χιλιόμετρα από το Μουχτάρω. Θα μας αναζητούσε η μάνα μας. Έπρεπε να φύγουμε. Ήταν και μεσημέρι. Ανεβήκαμε στα ποδήλατα. Αμίλητοι φτάσαμε στο Διαβαϊδέ. Μπήκα στην κουζίνα του σπιτιού μας.
Ήντα θα σε κάνω που γυρίζεις όλη τη μέρα! μου φώναξε η μάνα μου. Πήγα και κάθισα στο μικρό μου γραφείο, εκεί που είχα τα βιβλία και τα τετράδιά μου. Απείραχτα όλο το καλοκαίρι. Έτσι όπως τα άφησα τον Ιούνιο, τα βρήκα. Δεν έρχεσαι να φας; με ρώτησε πάλι η μάνα μου. Όχι, της απάντησα. Είχε σφιχτεί η καρδιά μου. Δεν μπορούσα να περιγράψω τα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή…
Αργότερα μάθαμε και τις λεπτομέρειες του ατυχήματος. Το αεροπλάνο, ένα F84, είχε έλθει από τα Χανιά με πιλότο τον Κώστα Κραββαρτόγιαννο. Μηχανική βλάβη έδειξαν τα όργανα. Πλησίαζε στο αεροδρόμιο του Καστελλίου. Η προσπάθεια του πιλότου ήταν να προσγειωθεί. Αυτό φαινόταν ακατόρθωτο. Ο Κώστας έπρεπε να εγκαταλείψει και να πέσει με αλεξίπτωτο. Όμως υπήρχε κι άλλο εμπόδιο. Το αεροπλάνο κατευθυνόταν στο Μουχτάρω. Η απόφαση του Κώστα ήταν άμεση. Όχι, δεν θα έριχνε το αεροπλάνο στο χωριό. Προτίμησε να μείνει στο αεροσκάφος και να δώσει τη δική του ζωή για να σωθούν οι συνάνθρωποι του. Κι έστριψε το πηδάλιο. Έτσι τον βρήκαν. Δεμένο στο κάθισμα με το χέρι του στο πηδάλιο σε δεξιά κλίση»
Και περνούσαν τα χρόνια. Η εικόνα του προσώπου του Κραββαρτόγιαννου ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό του κ. Καλογεράκη ώσπου έγινε πράξη αυτό που ήθελε να κάνει.
Κάλεσε τους δικούς του ανθρώπους. Σε μια πολύ συγκινητική εκδήλωση που έγινε το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία πλήθους κόσμου για να τιμηθεί «το παλικάρι που χαλάλισε τη ζωή του για να σωθούν οι συνάνθρωποί του. Ρώτησα τον Αργύρη, αδερφό του Κώστα Κραββαρτόγιαννου.
-Μίλησέ μου για τον πατέρα σου.
-Όταν σκοτώθηκε ο Κώστας η μητέρα μας είχε πεθάνει. Δεν το έζησε. Ο πατέρας μου μετά την κηδεία, όποτε έβλεπε αεροπλάνα, γύριζε τα μάτια πάνω τους. Σήκωνε τα χέρια του κι άρχιζε να τα κουνά.
-Γεια σου Κώστα φώναζε! Γεια σου Κώστα, παλικάρι μου!»