Γιάννης Βογιατζής: Πρόκειται για έναν από τους πλέον αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου και όχι μόνο. Ο ίδιος μετρά περισσότερες από έξι δεκαετίες προσφοράς. Μάλιστα, η προσφορά του στην υποκριτική δεν αφορούσε μόνο τον κινηματογράφο, αλλά και το θέατρο. Παρόλα αυτά, ο ίδιος είχε συμμετοχή σε πολλές και μεγάλες επιτυχίες του κινηματογράφου.
Στα θρυλικά μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη ως αγαπημένο της Ρένας Βλαχοπούλου , στην ταινία «Γοργόνες και Μάγκες» τουτέστιν καφετζή, ως ψυχίατρο στην ταινία «Η γυναίκα μου τρελάθηκε» να επικαλείται διαρκώς τον περίφημο καθηγητή «Μüller»
Γεννήθηκε το 1927 στο Αιτωλικό στο Μεσσολόγγι. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός στον Άρειο Πάγο και η μητέρα του νοικοκυρά. Στην οικογένεια του φαίνεται να υπήρχε διάχυτο το καλλιτεχνικό στοιχείο, καθώς ο αδελφός του Γιώργος Βογιατζής ήταν ζωγράφος, η θεία του Βαρβάρα Λειβαδά ήταν ποιήτρια και ο συνονόματος ξάδερφος του Γιάννης Βογιατζής τραγουδιστής. Όταν ο νεαρός Γιάννης δήλωσε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός ο πατέρα του, έφερε αμέσως αντιρρήσεις, ωστόσο η μητέρα του κατάφερε να τον μεταπείσει.
Έτσι σπούδασε στη Δραματική σχολή του Βασιλικού Θεάτρου «Πήγα στο Εθνικό και βρήκα τον Τάκη Χορν. Αν εσείς μου πείτε ότι έχω τα προσόντα να γίνω ηθοποιός, θα γίνω. Αλλά ακόμα κι αν μου πείτε όχι, εγώ πάλι θα γίνω, του είπα. Ε!, τότε, να γίνεις!, μου απάντησε» όπως αφηγείται ο ίδιος. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο στο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Ο έμπορος της Βενετίας» στο θέατρο Διονυσία.
Στον κινηματογράφο εμφανίζεται πρώτη φορά το 1957 στην ταινία της Φίνος Φίλμ «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο» και από τότε ακολούθησε λαμπρή καριέρα έχοντας παίξει σε περίπου 65 ταινίες κυρίως κωμωδίες. Από τους χαρακτήρες που υποδύθηκε ο πιο δημοφιλής ήταν ο Μικές, που το κοινό γνώρισε μέσα από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Το Ημερολόγιο ενός Θυρωρού». Η χαρακτηριστική ατάκα «Σας χαιρέτησα; Δεν σας χαιρέτησα. Χαίρετε, τι κάνετε, καλά ευχαριστώ» ενέπνευσε τον Γιάννη Δαλιανίδη να γυρίσει το 1966, μια ταινία στην Φίνος Φίλμ, πάνω στην προσωπικότητα του Μικέ, με τίτλο «Ο Μικές Παντρεύεται», η οποία στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία.
Στην Κέρκυρα. Και ο μικρός Γιάννης να γίνεται μάρτυρας «των περιβόητων βομβαρδισμών, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943 (σ.σ.: μου λέει με ακρίβεια την ημερομηνία που θυμάται), όταν τα έκαψαν όλα οι Γερμανοί επειδή οι Ιταλοί έφυγαν από τον Άξονα. Βύθισαν όλα τα πλοία, με τους Ιταλούς στρατιώτες μέσα να φωνάζουν «αγιούτο». Και οι Γερμανοί να τους χτυπάνε με τις μπότες τα χέρια, όταν προσπαθούσαν να πιαστούν για να ανεβούν και να γλιτώσουν. Αυτή την βαρβαρότητα δεν την ξεχνάς. Μου σφράγισε την ζωή». Αργότερα, παίζοντας με άλλα παιδιά σε ένα αεροπλάνο που είχε καταρριφθεί, έκαναν πως «πυροβολούσαν» τους Γερμανούς. Κι εκείνοι δίχως να συλλογιστούν, λέει, πως ήταν παιδιά και έπαιζαν ανταπέδιδαν πραγματικά πυρά, «με τη λύσσα του πολέμου και το εμβόλιο της σκληρότητας στο αίμα», όπως μου λέει. Από θαύμα γλίτωσαν.
«Έχασα τη σύζυγό μου και την ίδια στιγμή κάναμε πρόβα και παράσταση. Αυτό είναι ένα κομπλιμέντο στον άνθρωπο που έχασες, ένας χαιρετισμός, ένα φιλί γεμάτο αγάπη και γεμάτο συναισθήματα. Όταν το παίρνεις σαν επάγγελμα, βέβαια πρέπει να φύγεις από το επάγγελμα. Όταν κάνεις λειτούργημα, δεν θα φύγεις από το λειτούργημα. Όταν είσαι μεγάλος πολιτικός, μεγάλος καλλιτέχνης, μεγάλος επιστήμονας, πρυτανεύει πρώτα το λειτούργημά σου και μετά όλες οι άλλες υποχρεώσεις σου».
ο Γιάννης Βογιατζής αποτελεί διαχρονικά ένα σεβαστό υποκριτικό μέγεθος, μέχρι σήμερα. Παρόλο που ήταν πρωταγωνιστής μόνο στην ταινία «Ο Μικές παντρεύεται». Μαζί με τον Βογιατζή και τη Μαρούδα, στην ταινία συμμετείχαν ακόμα οι Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Μαρία Φωκά, Άννα Παϊτατζή, Περικλής Χριστοφορίδης, Χρήστος Δοξαράς, Κίμων Δημόπουλος, Χάρης Παναγιώτου, Μαίρη Μεταξά, Άγγελος Μαυρόπουλος, Θεόδωρος Ντόβας, Μαρία Τρικουράκη, Έλλη Λοϊζου, Λίζα Κουντούρη, Κόκα Στυλιανού, Αντώνης Παπαδόπουλος, Νίκος Πασχαλίδης, Γιάννης Πετράκης, Πέτρος Βούλγαρης, Χρήστος Χατζηγιάννης.
Η σκηνοθεσία ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη, ενώ το σενάριο το είχε γράψει ο ίδιος μαζί με τον Κώστα Πρετεντέρη. Η μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις, η ταινία πήγε πολύ καλά εισπρακτικά, αφού στην πρώτη της προβολή έκοψε 305.209 εισιτήρια, ενώ έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 30 Σεπτεμβρίου του 1968.