Το 1989 ο Γιάννης Ρίτσος συμπλήρωσε 80 χρόνια ζωής. Ο μεγάλος ποιητής είχε διαύγεια μυαλού. Ήταν υγιής, πνευματικά, αλλά όχι σωματικά. Ο Έλληνας ποιητής ήταν αδύνατος, μελαγχολικός και δεν ήθελε να φάει. Σαν να διαισθανόταν πως το τέλος πλησίαζε. Οι δικοί του, τον στήριξαν, διότι κανένας δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι πλησίαζε το τέλος.
Γιάννης Ρίτσος: Η συνομιλία του, με τη Ρούλα Κακλαμανάκη, πριν πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο
Ρ.Κ.: «Πώς αισθάνεσαι; Φοβάσαι; Λυπάσαι; Μπορούμε να κάνουμε κάτι;».
Γ.Ρ.: «Να καταλάβετε ότι δεν θέλω να ζήσω άλλο. Ως εδώ ήταν. Δεν λυπάμαι και δεν φοβάμαι. Το έργο μου θα μείνει για πάντα. Θα είμαι κοντά στους ανθρώπους για πάντα. Αυτή ήταν η ζωή μου. Έδωσα και πήρα πολλά. Τώρα δεν παίρνω πια. Ούτε δίνω. Ήρθε η ώρα να φύγω.
Ρ.Κ.: «Η πικρία γι’ αυτά που συμβαίνουν στις σοσιαλιστικές χώρες; Αυτό είναι; Γι’ αυτό θέλεις να φύγεις από τη ζωή;».
Γ.Ρ.: «Όχι πικρία. Λύπη ναι. Κακή εποχή. Ιστορική αναγκαιότητα. Οι άνθρωποι είναι δύσκολη υπόθεση. Αργούν να καταλάβουν. Αργούν να προχωρήσουν».
Μετά από λίγες ημέρες και πιο συγκεκριμένα στις 11 Νοεμβρίου 1990, στις 21:25 το βράδυ, ο Γιάννης Ρίτσος, «έφυγε».
«Ο Ρίτσος είχε καρκίνο του προστάτη. Με τα πολλά, πήρε άδεια να εγκαταλείψει τον κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο και να πάει στην Αθήνα για να χειρουργηθεί. Λόγω της παλιάς φυματίωσης και των προβλημάτων στους πνεύμονές του, η εγχείρηση δεν έγινε με ολική νάρκωση, έτσι ήταν σε θέση να παρακολουθεί την όλη διαδικασία. Ο γιατρός του ο Σαμέλας κάθε λίγο και λιγάκι τον ρωτούσε ”Είστε καλά κ. Ρίτσο; Όλα εντάξει;”. ”Ναι” έλεγε εκείνος. ”Μήπως θέλετε κάτι;”, επέμενε ο Σαμέλας. ”Κάτι θέλω αλλά διστάζω να το ζητήσω”. ”Παρακαλώ, ό,τι θέλετε”. ”Ξέρετε γιατρέ, να, θα ήθελα ένα τσιγάρο”. Και του έδωσαν τασάκι που ακούμπησε πάνω στο στήθος του και τσιγάρο για να καπνίζει όσο ο γιατρός τον εγχείριζε!!!! Μάλλον αυτό πρέπει να είναι για τα ρεκόρ Γκίνες. Εγχειριζόμενος να καπνίζει την ώρα της εγχείρησης!».
«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.’ “Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει. ” “Να είμαστε έτοιμοι κάθε ώρα είναι η δική μας ώρα” “Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε. ” “Ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού”(από τη «Ρωμιοσύνη») “Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη. Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως”. «Γειτονιές του Κόσμου» “Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο”.(«Ρωμιοσύνη») “Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή τού ψωμιού…”«Η γέφυρα» “Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω”.(«Αποχαιρετισμός») “Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις Το άλλο νόημά τους. ” “Εκείνος άκουγε την πεταλούδα που γυρνούσε στο ποτήρι του ψυχοσάββατου και την κόρη του ψαρά που άλεθε στο μύλο του καφέ την ησυχία”.(«Απουσία») “Βαθύ, βαθύ το δάσος της γεροντικής ερήμωσης».