Δικαιοσύνη, πέρα από τον γνωστό τρόπο που μπορεί να αποδοθεί είναι και εκείνος που ο άνθρωπος παίρνει το νόμο στα χέρια του. Είναι η δικαιοσύνη που πηγάζει μέσα από ένα βαθύ λαϊκό αίσθημα περί εξιλέωσης και τιμωρίας.
Η βεντέτα υπήρχε σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Συνεχίζει και υπάρχει, ωστόσο, στη Μάνη αλλά και την Κρήτη. Ειδικότερα στη μεγαλόνησο ο «νόμος του αίματος» ισχύει ακόμη και σήμερα. Στα Χανιά, ο γιος προσπάθησε να πάρει «πίσω» το αίμα του πατέρα του, πυροβολώντας τον γιό του ανθρώπου που το 2011 τον είχε σκοτώσει.
Η βεντέτα στην Κρήτη λέγεται και «οικογενειακά». Συνήθως δεν χτυπάς κάποιον που δεν έχει χτυπήσει ή που είναι «άσχετος» με την υπόθεση και απλά έχει το ίδιο επίθετο με τους εχθρούς. Όπως δεν χτυπάς και γυναίκες. Άγραφος νόμος. Πρόκειται επί της ουσίας για ένα αιματοβαμμένο έθιμο. Η αντεκδίκηση έχει ξεκληρίσει ολόκληρες οικογένειες. Έχει ερημώσει χωριά και έχει οδηγήσει σε αιματηρή αντιπαράθεση οικογένειες επί δεκαετίες. Ή ακόμη και επί αιώνες, σε ένα αέναο λουτρό αίματος.
Μια από τις πλέον συγκλονιστικές βεντέτες στη Κρήτη διαδραματίστηκε την δεκαετία του ’80. Πρωταγωνιστής ο Γιάννης Παπαδόσηφος. Τα μέρη που εκτυλίχθηκε το δράμα, δυο. Το Ρέθυμνο και ο Πειραιάς.
Η αρχή της βεντέτας
Στις 7 Αυγούστου 1983 ο 27χρονος γιός του Γιάννη Παπαδόσηφου, Μανώλης, τσακώνεται στο τηλέφωνο με τον Γιάννη Βενιαράκη. Αιτία -σύμφωνα με όσους έζησαν τα πράγματα από κοντά- μια γυναίκα. Ο Βενιαράκης φέρεται να είπε στον Μ. Παπαδόσηφο πως «όταν σε ξαναδώ θα σε πλακώσω στο ξύλο». Τότε ο 27χρονος Μανώλης του, απάντησε: «έρχομαι τώρα αμέσως, εκεί που είσαι».
Ο Γιάννης Βενιαράκης
Χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, ανέβηκε σε ένα μηχανάκι που είχε και πήγε να τον βρει σε μια καφετέρια που σύχναζε. Όταν ο Βενιαράκης τον είδε να έρχεται απειλητικά προς τα πάνω του, άρχισε να οπισθοχωρεί και μπήκε μέσα στο μαγαζί. Κατευθύνθηκε στο βάθος του μαγαζιού όπου υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι. Ο Βενιαράκης ανέβηκε τα σκαλιά και σταμάτησε στο τελευταίο σκαλοπάτι, για να δει αν τον ακολουθούσε ο Παπαδόσηφος. Πράγματι ο 27χρονος τον ακολούθησε μέχρι πάνω.
Όταν οι δυο άνδρες έμειναν μόνοι, ο Βενιαράκης τράβηξε το όπλο του και τον πυροβόλησε στο στήθος τέσσερις φορές.
Ο Μανώλης Παπαδόσηφος πέφτει νεκρός ενώ ο Βενιαράκης συλλαμβάνεται και πρωτόδικα καταδικάζεται σε ισόβια. Πέντε χρόνια μετά ασκεί έφεση. Η νέα δίκη ορίζεται να γίνει στο Εφετείο του Πειραιά καθώς οι Αρχές θεώρησαν πως στη Κρήτη υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να προκληθούν επεισόδια μεταξύ μελών των δυο οικογενειών .
Η δίκη του Βενιαράκη ξεκινάει σε δεύτερο βαθμό τον Δεκέμβριο του 1988. Στις 20 του μήνα και ενώ η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη θα παιχτεί η δεύτερη πράξη του δράματος.
Ο Γιάννης Παπαδόσηφος σηκώνεται, πλησιάζει από πίσω τον Βενιεράκη, βγάζει το όπλο του και τον πυροβολεί σχεδόν εξ’ επαφής! Ο Βενιεράκης δέχεται έξι σφαίρες και σωριάζεται νεκρός μέσα σε μια «λίμνη» αίματος.
Στη συνέχεια ο Παπαδόσηφος, σκύβει, αφήνει το όπλο του στο έδαφος, γυρνάει στους αστυνομικούς και τους λέει. «Εγώ έκανα αυτό που έπρεπε. Δίκασα τον φονιά του παιδιού μου. Λευτερώθηκα. Κάντε και εσείς αυτό που πρέπει τώρα».
Μέσα στο δικαστήριο την ώρα του φονικού υπήρχαν μόνο δυο αστυνομικοί. Μετά το πρώτο σοκ, συλλαμβάνουν τον γενειοφόρο Κρητικό ο οποίος δεν προβάλει την παραμικρή αντίδραση. Ο τότε αστυνομικός διοικητής Πειραιά, ταξίαρχος Φώτης Τσιούνης είχε δηλώσει τις επόμενες ημέρες πως η αστυνομία δεν είχε ενημερωθεί καν πως γινόταν η δίκη του ισοβίτη Βενιαράκη στο δικαστικό μέγαρο του Πειραιά. Αν είχαν ειδοποιηθεί οι δυνάμεις θα ήταν περισσότερες.
Το όπλο με το οποίο ο Παπαδόσηφος εκτέλεσε τον Βενιεράκη ήταν ένα γερμανικό λούγκερ. Όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος το είχε πάρει μαζί με τον πατέρα του από έναν στρατιώτη της Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης.
Την ημέρα της δολοφονίας, το είχε αφήσει οπλισμένο και απασφαλισμένο στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου ενός φίλου του, έξω από τα Δικαστήρια.
Την πρώτη φορά που μπήκε στο Εφετείο, πέρασε από τον έλεγχο των αστυνομικών, καθώς δεν το κουβαλούσε μαζί του. Ο Παπαδόσηφος μπήκε και βγήκε από το Εφετείο άλλες δύο φορές. Την τελευταία, πρόσεξε ότι οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. δεν του έκαναν έλεγχο. Έτσι, βγήκε άλλη μια φορά έξω, πήγε στο αμάξι, πήρε το όπλο και επέστρεψε στην αίθουσα.
Σύμφωνα με τον… αστικό μύθο που δημιουργήθηκε ο Παπαδόσηφος είχε κρύψει το λούγκερ μέσα στη μεγάλη του γενειάδα, που είχε αφήσει εξαιτίας του αιώνιου πένθους του, θεωρώντας πως ακόμα και αν τον έψαχναν οι αστυνομικοί, από σεβασμό δεν θα τον έψαχναν εκεί.
Πολλοί αμφισβητούν την συγκεκριμένη εκδοχή υποστηρίζοντας ότι ένα όπλο δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί σε μια γενειάδα ενώ ο ίδιος ο Παπαδόσηφος ουδέποτε είπε δημόσια που το είχε κρύψει. Όταν τον ρωτούσαν έλεγε: «το είχα πάνω μου. Δεν με ψάξανε»
Δεν μετάνιωσε μέχρι που έκλεισε τα μάτια του
Ο Γιάννης Παπαδόσηφος δεν ζει πια. Πέθανε στις 2 Μάη του 2012 σε ηλικία 87 ετών και ουδέποτε μετάνιωσε ή ζήτησε συγγνώμη. Δεν ήταν δυνατόν να συμβεί άλλωστε κάτι τέτοιο. Δεν θα ταίριαζε στον ηθικό κώδικα τον οποίο υπηρέτησε πίστα μέχρι τέλους.
Για τον φόνο του Βενιαράκη καταδικάστηκε για φόνο εκ προμελέτης. Η ποινή του ήταν 14 χρόνια και εξέτισε τα πέντε. Αφού αποφυλακίστηκε επέστρεψε στο Ρέθυμνο, όπου και έζησε ειρηνικά μέχρι το τέλος της ζωής του.
Περίπου 20 χρόνια μετά το φονικό, μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή ο Γιάννης Παπαδόσηφος είχε πει: «Και τώρα να ξαναζωντάνευε, πάλι θα τον σκότωνα. Η πληγή μου είναι ακόμα ανοιχτή».