Ο Γιάννης Μακρυγιάννης υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και συγγραφέας των περίφημων «Απομνημονευμάτων» του.
Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1797 στα κακοτράχαλα βουνά της Δωρίδας, στο χωριό Αβορίτη, τρεις ώρες δρόμο από το Λιδωρίκι.
Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και τού δόθηκε από τους συγχωριανούς του, για το ψηλό του ανάστημα. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του Δημήτριο Τριαντάφυλλο, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους στην Λιβαδειά. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης πέθανε στις 27 Απριλίου 1864, σε ηλικία 67 ετών.
Και στους τρεις αυτούς θεµελιώδεις σταθµούς του βίου του αρίστευσε. Γεννήθηκε το 1794 στον συνοικισµό Αβορίτι του Κροκυλείου Δωρίδας και όταν ήταν ακόµα βρέφος έχασε τον πατέρα του Δηµήτρη Τριανταφύλλου, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Τούρκους.
«Η πατρίς της γεννήσεώς µου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονοµαζόµενον Αβορίτη. […] Οι γοναίγοι µου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπα-σα. Πολυφαµελίτες οι γοναίγοι µου και φτωχοί, και όταν ήµουνε ακόµα στην κοιλιά της µητρός µου, µιαν ηµέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώµο της, φορτωµένη στο δρόµο, στην ερηµιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εµένα. Μόνη της η καηµένη κι αποσταµένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελε-χώνεψε µόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εµένα και πήγε στο χωριό» (Β’ 11-12).
Το επώνυµο Μακρυγιάννης το απέκτησε αργότερα λόγω του ύψους του. Στα εφτά του κιόλας χρόνια, έχοντας ζήσει τη µαύρη φτώχεια, δούλεψε σαν υπηρέτης· ωστόσο, ένιωθε ταπείνωση και δεν ήθελε να κάνει τις δουλειές που του ανέθεταν οι αφέντες του.
«Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζοµαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκανα πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι’ άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποι-ώµαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός µου. Δεν ήθελα να κάµω αυτό το έργον και µ’ έδερναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς.»
Το 1811, ο γραµµατέας του Αλή Πασά και συµπολίτης του, Αθανάσιος Λιδωρίκης, τον παίρνει µαζί του και µεγαλώνει στην Άρτα και τα Γιάννενα. Εκεί όπως λέει και ο ίδιος «Καζάντισε τα ελέη του Θεού»!
Σε ηλικία 23 ετών, τρία χρόνια πριν ξεσπάσει η Επανάσταση των Ελλήνων υπόδουλων ενάντια στον Οθωµανό δυνάστη, καταφέρνει να αποκτήσει µια σηµαντική για την εποχή περιουσία. Αυτό το διάστηµα που σχετίζεται µε τις οικονοµικές του δραστηριότητες έχει επικριθεί από πολλούς µεταγενέστερους ιστορικούς, που τον παρουσιάζουν σαν έναν άνθρωπο καιροσκόπο του στενού ιδιωτικού συµφέροντος, ο οποίος, προκειµένου να πλουτίσει, δεν απέφυγε και την καταραµένη τοκογλυφία. Ιδιαίτερα επικριτικοί είναι ο Γεράσιµος Κακλαµάνης και ο Βασίλης Ραφαηλίδης στα βιβλία τους «Η Ελλάς ως κράτος δικαίου» και «Ιστορία (κωµικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974» αντίστοιχα. Εδώ παρουσιάζεται ένα άλλο πρόσωπο του αγωνιστή, που τον θέλει έµπορο καταφερτζή· ο Ραφαηλίδης τον κατηγορεί επιπλέον και ως αρχαιοκάπηλο, που είχε καταφέρει να κερδίσει µεγάλη κτηµατική περιουσία κάτω από την Ακρόπολη.
Ήδη το 1820 έχει µυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και έναν χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 1821, στέλνεται σε σηµαντική αποστολή στην Πάτρα για να συµµετάσχει στις προετοιµασίες της Επανάστασης που θα ξεκινούσε. Εκεί κινδύνευσε να συλληφθεί και επέστρεψε στην Άρτα. Ωστόσο, οι Τούρκοι είχαν ήδη λάβει γνώση και τον συνέλαβαν εκεί οδηγώντας τον σι-δηροδέσµιο στις φυλακές. Εκεί, για 70 ηµέρες τον βασάνιζαν προκειµένου να τους µαρτυρήσει πού έκρυβε το βιός του. Κάποια στιγµή, παριστάνοντας τον ετοιµοθάνατο, κατάφερε να δραπετεύσει.
«Και µόριχναν εµένα ξύλο και παιδεµούς πλήθος, και αφού πήγαν να µε χαλάσουνε. Και από τα χτυπήµατα επρίστηκε το σώµα µου και καντήλιασε και ήµουν εις θάνατο. Έταξα αρκετά χρήµατα ενού Αρβανίτη να βγω να µε ιδή γιατρός και να πάρω και γιατρικά και τα χρήµατα».
Ύστερα από µια σειρά ταλαιπωριών βρέθηκε να πολεµάει στο πλευρό του Γώγου Μπακό-λα στα Τζουµέρκα Άρτας και κατόπιν στη µάχη του Πέτα (Σεπτέµβριος 1821), όπου και τραυµατίστηκε. Επίσης στη συνέχεια, τον Νοέµβριο µε Δεκέµβριο του ’21, έλαβε µέρος στην πολιορκία της Άρτας. Ήδη η υγεία του παρουσίαζε προβλήµατα από την παραµονή του στις φυλακές αλλά και τα βασανιστήρια που υπέστη εκεί. Για ένα διάστηµα αφότου αρρώστησε, έµεινε πρώτα στο Μεσολόγγι και έπειτα εµφανίστηκε ως οπλαρχηγός στα Σάλωνα. Μετά την ανάρρωσή του πήρε µέρος σε διάφορες επιχειρήσεις στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Έπειτα από λίγο, στο δεύτερο έτος της Επανάστασης, βρέθηκε να ακολουθεί τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γιάννη Γκούρα στην Αθήνα. Εκεί θα γίνει για λίγο πολιτάρχης (αστυνόμος).
Ωστόσο, σύντομα θα νιώσει απογοήτευση και απαξίωση από τα φερσίματα των Ανδρούτσου – Γκού-ρα, έτσι που θα αναγκαστεί να τους εγκαταλείψει. Σημαντικό ρόλο σε αυτή του την απόφαση ήταν η φιλαργυρία και η πλεονεξία του Γιάννη Γκούρα, που αηδίασαν τον Μακρυγιάννη, ο οποίος κατέφυγε τελικά στον Μοριά. Αλλά κι εκεί τα καμώματα των πολιτικών και οι μεταξύ τους έριδες δεν τον έκαναν ευτυχέστερο, ιδιαίτερα δε ο Μαυροκορδάτος…
Συμμετέχει στον Εμφύλιο και ονομάζεται διαδοχικά χιλίαρχος, αντιστράτηγος και στρατηγός. Καθώς σχηματίστηκε το παράνομο εκτελεστικό στο Κρανίδι και υπήρχαν δυο κυβερνήσεις, ο Μακρυγιάννης βρέθηκε με το νέο εκτελεστικό του Κρανιδίου στο πλευρό του Γ. Κουντουριώτη, του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου και πολέμησε για λογαριασμό τους εναντίον της άλλης παράταξης στη Δαλαμα-νάρα (9 και 10 Μαΐου 1824). Έπειτα αποστέλλεται στην Αρκαδία και τη Μεσσηνία, επειδή οι κάτοικοι αρνούνταν να πληρώνουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Επιστρέφοντας στο Ναύπλιο διηγείται τα παθήματά του, αφού λίγο έλειψε να σκοτωθεί. Κατόπιν μεταβαίνει στην Αθήνα με σκοπό να πείσει τον Γκούρα, τον Καρατάσο, τον Γάτσο και άλλους να κατέβουν στον Μοριά, να πολεμήσουν τους «αντάρτες» της άλλης παράταξης. Η μετάβασή τους, όταν τελικά πείθονται, συνοδεύεται από ένα όργιο αρπαγών και αυθαιρεσιών. Ο Μακρυγιάννης παραπονιόταν για όλα αυτά, αλλά ο ίδιος είχε μεγάλη ευθύνη για το φούντωμα του Εμφυλίου. Ο ίδιος σημειώνει στ’ απομνη-μονεύματά του: «Δεν ήξερε κανείς τι να κάμει. Ήμουν άμαθος από τέτοια». Φαίνεται να ήταν μια ειλικρινής εξομολόγηση. Απογοητευμένος εξάλλου από όλους, σημειώνει παρακάτω: «Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ’να και τ’ άλλο μέρος».
Στο Νιόκαστρο και στους Μύλους, ο Μακρυγιάννης πολέμησε στο πλευρό του Δημήτρη Υψηλάντη και του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τον Κιουταχή που έβαλε πόδι στον Μοριά. Μάλιστα, υπήρξε ο βασικός συντελεστής της νίκης και τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί του χέρι. Κατόπιν αυτός ο ακάματος στρατιώτης παραιτήθηκε από το αξίωμα του στρατηγού για να καταταχτεί ως απλός στρατιώτης στο τακτικό σώμα του Φαβιέρου. Ως πολιτάρχης της Αθήνας, όταν ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη, ο Μακρυγιάννης πολέμησε ηρωικά, ιδιαίτερα στις μάχες του Σερπετζέ (θέατρο Ηρώδη του Αττικού), όπου και τραυματίστηκε τρεις φορές σε μια νύχτα, τη μια σοβαρά στο κεφάλι. Γεμάτος τραύματα σε όλο το σώμα τερματίζει εδώ την ένοπλη θητεία του στο Έθνος, αφού πρώτα έλαβε μέρος σε μερικές επικίνδυνες αποστολές σε Αθήνα και Πειραιά!
Στην περίοδο της διακυβέρνησης του Καποδίστρια (1828-1830) διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου. Όταν, ωστόσο, πέρασε στην αντικαποδιστριακή πτέρυγα, αντικαταστάθηκε από τον Νικηταρά. Στην περίοδο του Όθωνα έδειξε θερμό ενδιαφέρον για τους αγωνιστές του 1821 και υποστήριξε τα δίκαιά τους. Οι αντιβασιλικοί μπαινόβγαιναν στο σπίτι του στην Πλάκα. Εκεί δόθηκε και ο όρκος πριν από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που έκανε μαζί με τον Δημήτρη Καλλέργη: «Ορκιζόμαστε αβιάστως να φυλάξωμεν την πατρίδα μας, ότι κινδυνεύει από τους τοιούτους… Και ορκίζομαι εγώ πρώτος ο Μακρυγιάννης να φυλάξω όλα αυτά…».
Οι όρκοι δεν έμειναν στα λόγια! Έτσι, με την επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη, το 1843, η χώρα αποκτά το πρώτο της Σύνταγμα. Αυτή υπήρξε και η μέγιστη προσφορά του ακαταμάχητου αρχιστρατήγου στην πατρίδα κατά τη διάρκεια της Οθωνικής περιόδου. Στη συνέχεια οι μαινόμενοι βασιλικοί δεν έχασαν την ευκαιρία προκειμένου να τον εκδικηθούν, να τον κατηγορήσουν για συνωμοσία και να τον φυλακίσουν το 1852. Ο Μακρυγιάννης καταδικάστηκε σε θάνατο, ωστόσο η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση. Τέλος, αποφυλακίστηκε το 1854 με εντολή του τότε πρωθυπουργού και συναγωνιστή Δημητρίου Καλλέργη. Ωστόσο, η κακομεταχείριση στις φυλακές τον είχε καταβάλει. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσευχόμενος. Πέθανε σε ηλικία 67 ετών. Ο λαός της Αθήνας τον έκλαψε και τον κήδεψε με μεγάλες τιμές στο Α’ Νεκροταφείο.
Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, αλλά σε ηλικία 33 χρόνων – «στα γεράματά του», όπως σημειώνει χαριτολογώντας – «έμαθε γράμματα, για να γράψει το βίο του». Τα χειρόγραφά του ανακάλυψε και αποκατέστησε με πολύ κόπο ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος και τα εξέδωσε με εκτενή πρόλογο το 1907. Η κατοπινή και κορυφαία λογοτεχνική γενιά του ’30, με κύριο εκφραστή της τον Γιώργο Σεφέρη, θα ανακαλύψει στα Απομνημονεύματα αυτού του αγραμμάτου αγωνιστή «μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού» (Γιώργος Σεφέρης, Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης).