Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Μια από τις πιο σημαντικές στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Τα πρώτα χρόνια της
1893. Γεννιέται στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας, η Ευτυχία τέλειωσε το Γυμνάσιο.
Η Ευτυχία παντρεύτηκε τον Κώστα Νικολαΐδη, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, τη Μαρία και την Καίτη. Όντας και οι δυο τους προσφυγές προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα. Τότε η Ευτυχία γράφτηκε σε πανεπιστήμιο ενώ ταυτόχρονα παρέδιδε μαθήματα.
Είχε ένα πολύ ιδιαίτερο παρουσιαστικό δεν είναι λοιπόν διόλου τυχαίο που η ίδια αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο και να γίνει ηθοποιός. Η καριέρα της απογειώθηκε στον θίασο της Μ. Κοτοπούλη, αλλά και στο Εθνικό. Το 1932, πεθαίνει ο πρώτος της σύζυγος και την ίδια χρονιά παντρεύεται τον συνταξιούχο αστυφύλακα Γεώργιο Παπαγιαννόπουλο.
Η φίλη της Μαρίκα Νίνου είδε κι ένα άλλο ταλέντο μέσα της. Την ικανότητά της να γράφει ποιήματα. Την προέτρεψε λοιπόν να γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη, με σκοπό να κάνει τα ποιήματά της στίχους. Πράγματι, ο Τσιτσάνης εντυπωσιάστηκε. Μελοποίησε το πασίγνωστο «Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω». Το τραγούδι αυτό είδε μεγάλη επιτυχία και οι συνθέτες άρχισαν να αναζητούν την «μεγάλη λαϊκή στιχουργό».
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ηταν αυτό που της έδωσε κίνητρο να δώσει τους στοίχους της στο Τσιτσάνι.
«Την αγάπησα πολύ. Την άκουσα σε μια εποχή θλίψης και πόνου και βρήκα σ’ αυτήν μια λύτρωση. Βρήκα τον Τσιτσάνη και του πρότεινα να του δώσω στίχους μου. Παραξενεύτηκε που μια γυναίκα της ηλικίας μου ήθελε να γράψει τραγούδια. Όμως μου έδωσε κουράγιο, με βοήθησε αφάνταστα. Του χρωστώ ευγνωμοσύνη και τον θαυμάζω. Είναι γνήσιος λαϊκός συνθέτης. Αγαπάει το λαό και εμπνέεται από τις πίκρες του» ειπε στην εφημερίδα “ΕΒΔΟΜΑΔΑ” στις 11 Μαΐου 1966.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Ποια ήταν η έμπνευση της για να γράφει;
«Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του. Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές»
Ορισμένοι με τους οποίους συνεργάστηκε ηταν οι:
- Τσιτσάνη
- Καλδάρα
- Χατζιδάκι
- Χιώτη
- Ξαρχάκο.
Ορισμένοι ερμηνευτές τραγουδιών ηταν οι:
- Καζαντζίδης
- Καίτη Γκρέι
- Μπιθικώτσης
- Μαίρη Λίντα
- Αγγελόπουλος
- Μοσχολιού
Σχεδόν ότι έγραφε γινόταν επιτυχία.
Το 1960 η Ευτυχία βίωσε τον εφιάλτη όλων των γονιών. Η πρωτότοκη κόρη της Μαρία πέθανε. Για να αντέξει τον χαμό έγραψε μία από τις κορυφαίες της επιτυχίες, το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» και το έριξε στα χαρτιά για αν ξεχάσει. Η ψηλή φιγούρα, η τόσο ταλαντούχα στιχουργός έπαθε εμμονή με την τράπουλα. Άρχισε να παίζει όπου έβρισκε.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Το πάθος της που την έφερε στη φτώχεια
Το πάθος της αυτό χρειαζόταν όλο και περισσότερα χρήματα. Αυτά που είχε δεν της έφταναν. Άρχισε να πουλά τους στίχους της χωρίς όνομα για να παίρνει γρήγορα τα ποσά που ήθελε. Ούτε στους δίσκους, ούτε και στις καρτέλες της ΑΕΠΙ εμφανιζόταν πια. Μάλιστα κάποια στιγμή, τα «Καβουράκια» που ένωσαν την στιχουργό και τον Τσιτσάνη, έφεραν και τη ρήξη. Καιρό μετά η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θέλησε να διεκδικήσει την πατρότητα των στίχων. Ο Τσιτσάνης όμως αντέδρασε λέγοντας ότι η τελική μορφή του τραγουδιού οφείλεται στον ίδιο.
«Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια και σε άθλιους στιχουργούς που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και καμώνονταν τους σπουδαίους. Κατόρθωσε το τρελό: να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ίσως αυτό ήταν και η αποθέωσή της και ίσως το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το “δανείστηκαν” αρκετοί. Τραγούδια που αφήσανε στους αγοραστές περιουσίες ολόκληρες, είχανε πουληθεί από την Ευτυχία για τέσσερα-πέντε δεκάρικα. Η καημένη, όμως η Ευτυχία, ποτέ δεν βαρυγκώμησε: “Με γεια τους με χαρά τους”, έλεγε. Κι όταν είχε πάλι αδεκαρίες -και πότε δεν είχε;- έγραφε μερικά τραγούδια και πήγαινε και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά. Η ζωή της όλη, ήτανε μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό» έγραψε στη βιογραφία της ο Αλέκος Σακελλάριος.