Γενοκτονία Ποντίων: Πρόκειται για μία συγκλονιστική ιστορία. Μία ιστορία, η οποία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Η Ευθυμία Βαρυτιμίδου (σ.σ. διαφορετικά αναφέρετε και ως Σάνο Χάλο) αποτέλεσε τη σύζυγο από τον Σάνο Αβραάμ Χάλο. Η ίδια αποτέλεσε ένα παιδί, το οποίο χάθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης των διωγμών από τον Μουσταφά Κεμάλ. Η καταγωγή της ήταν από τον Άγιο Αντώνιο της Κερασούντας.
Η πορεία θανάτου των Ποντίων έγινε με τη συνοδεία τούρκων στρατιωτών οπλισμένων. Οι Έλληνες φορτωμένοι με ό,τι μπόρεσαν να πάρουν. Όσο περνάει ο καιρός εξαντλούνται. Ο θάνατος είναι παρών καθημερινά. Η σκληρότητα των Τούρκων δεν τους αφήνει ούτε να θάψουν τους αγαπημένους τους. Κάποια στιγμή οι γονείς της, αποφασίζουν ν’ αποδράσουν, για να σώσουν όσα από τα μέλη της οικογένειας επέζησαν ως εκείνη την ώρα και το πετυχαίνουν. Από τότε αρχίζει ο αγώνας της επιβίωσης.
Η μητέρα βγαίνει στη ζητιανιά κι ο πατέρας σε αναζήτηση δουλειάς. Την Ευθυμία την εμπιστεύονται σε μια άγνωστη οικογένεια, στην οικογένεια της Ρουθ, μόνο και μόνο για να γλιτώσει από την πείνα, από το θάνατο. Η ζωή για το δεκάχρονο κορίτσι δεν είναι καθόλου εύκολη κοντά στη Ρουθ. Στις επισκέψεις του πατέρα και του μικρού αδερφού της μαθαίνει τα δυσάρεστα για την οικογένεια. Δηλαδή, πως πέθαναν οι δυο αδερφές της, ότι πέθανε η μητέρα της. Έπειτα, όλα τέλειωσαν. Έμεινε ολομόναχη. Έχασε τα πάντα.
Ακόμη και το όνομά της, γιατί εδώ, σ’ αυτό τη χωριό, η Ρουθ επέβαλε το Σάνο, αφού δεν μπορούσε να μάθει το Ευθυμία, που ήταν το πραγματικό της όνομα. Η κακή συμπεριφορά της Ρούθ οδήγησε τη Σάνο να το σκάσει και μόνη να αναζητήσει αλλού σωτηρία. Ύστερα από πολλά, η Ζόχρα και ο Αγκόπ, μια οικογένεια αρμενίων στο Ντιγιαρμπακίρ, την πήραν στο σπίτι τους. Και μ’ αυτή την οικογένεια βρέθηκε στο Χαλέπι της Συρίας, στην προσπάθεια όλων να φύγουν ζωντανοί από την Τουρκία. Ο Αγκόπ την πάντρεψε με τον Αβραάμ Χάλο, έναν Ασσύριο 45 χρόνων, που ζούσε στη Νέα Υόρκη και είχε κι ένα γιο από τον πρώτο του γάμο. Κι εκείνη το δέχτηκε, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να λυτρωθεί
Στα 79 της χρόνια η Χάλο, μαζί με την κόρη της Θία, βρέθηκαν στον Πόντο, αναζητώντας τα χνάρια της οικογένειας στα ερείπια του χωριού Άγιος Αντώνιος, απ΄ όπου καταγόταν. Ήταν ένα από τα εκατοντάδες χωριά της Κερασούντας, που οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν ισοπέδωσαν κατόπιν κεντρικών οδηγιών για να χαθούν τα ρωμαίικα ίχνη στην περιοχή του Πόντου.
Με τη βοήθεια της κόρης της στη συνέχεια, κατάφερε να ξετυλίξει το κουβάρι της προσωπικής της ιστορίας καταγράφοντας τις μαρτυρίες της σ’ ένα βιβλίο που προκάλεσε αίσθηση με την έκδοσή του. Στο βιβλίο «Ούτε το όνομά μου» («Not even my name») η Θία Χάλο, αφηγείται την αλησμόνητη ιστορία της μητέρας της, Σάνο. Στην ηλικία των 10 μόλις ετών η Σάνο επιβίωσε από την πορεία θανάτου που αφάνισε την οικογένειά της.
«Το βιβλίο είναι προσωπική μαρτυρία, κατάθεση ψυχής αλλά και έκφραση αισιοδοξίας για τη δύναμη του ανθρώπου. Η Σάνο πάλεψε και, χωρίς να ξεχάσει το παρελθόν, δημιούργησε, δε λύγισε από το βάρος του και χάρηκε μια οικογένεια που τη μεγάλωσε με αγάπη και αφοσίωση και με πολύ προσωπικό αγώνα σε όλα τα μέτωπα» αναφέρει το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, που έχει κάνει πολλές εκδόσεις από τότε.
Η Σάνο Χάλο, «έφυγε» πλήρης ημερών το 2014 σε ηλικία 105 ετών. Έως την τελευταία στιγμή, πρόβαλε το ζήτημα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας και γενικότερα, μέσα από την προσωπική της ιστορία. Ήταν μια γυναίκα θρύλος, με όραμα και πίστη. Το 2009 η Σάνο Χάλο και η κόρη της Θία, απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια. Ήταν μια μετά από διακαή πόθο και των δύο γυναικών και πάγιο αίτημα των Ποντίων των ΗΠΑ. Μια απόδοση σε δύο Ελληνίδες, που προέβαλαν τις αξίες και τα πάθη του Ποντιακού Ελληνισμού σ΄ όλον τον κόσμο.