Διηγήσεις Μάρω Κοντού: Η γνωστή ηθοποιός μέσα από μια συνέντευξη της μας έριξε φως σε ορισμένες πτυχές της προσωπικής της ζωής.
Διηγήσεις Μάρω Κοντού: Είσαι καλή μαγείρισσα;
«Το φαγητό το έχω ως χόμπι. Κάνω λίγα, με δικές μου παραλλαγές. Η σπεσιαλιτέ μου είναι κοτόπουλο με όλα τα είδη πιπεριάς, εκτός από πράσινη, που είναι δύσπεπτη, πιλάφι και γλυκόξινη σάλτσα, που την κάνω μόνη μου με μυστική συνταγή. Επίσης, κάνω εκπληκτικό γιουβέτσι στο φούρνο.»
Μαγείρευες ως παντρεμένη;
«Όταν παντρεύτηκα, ήξερα μόνο μακαρονάδα, τηγανητά αυγά και σαλατούλα. Ήμουν πολύ μικρή και όλα τα έκανε η μάνα μου, από το να φωνάξει τον υδραυλικό και τον ηλεκτρολόγο, μέχρι τη μαγειρική. Αναγκάστηκα να γίνω ξεφτέρι μετά την απώλειά της. Έπειτα μου ήρθαν και οι μνήμες. Η μητέρα μου είχε καταγωγή από τη Σμύρνη, η γιαγιά μου ήταν βέρα Σμυρνιά και έκανε καταπληκτικά σουτζουκάκια. Ευτυχώς είχα πάρα πολύ εύκολο άντρα, στη μαγειρική τουλάχιστον. Σε άλλα ήταν δύσκολος…»
Μιλάς για τον Αριστείδη Καρύδη – Φουκς;
«Ναι, για τον Ντίντη. Όλοι έχουμε τις ευκολίες μας και τις δυσκολίες μας. Κανένας χαρακτήρας δεν μοιάζει με τον άλλον. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον. Σκέψου να ήμασταν όλοι ίδιοι! Πλήξη, μονοτονία και απελπισία. Να βλέπουμε τον εαυτό μας συνέχεια; Αίσχος!»
Είχατε αρκετά χρόνια σχέση πριν παντρευτείτε. Πώς προέκυψε ο γάμος σας;
«Αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία, σχεδόν μυθιστορηματική. Είχαμε σχέση πέντε χρόνια. Όταν βγήκα στο θέατρο, κατευθείαν πρωταγωνίστρια δίπλα στον Δημήτη Χορν, με το έργο Ρομανσέρο, Οκτώβριο του 1959, ήρθαν διάφοροι γαμπροί. Όπως λένε όλοι κι όπως βλέπω και φωτογραφίες, ήμουν μια κουκλάρα. Άρχισα, λοιπόν, να παίρνω ανθοδέσμες, επώνυμες κι ανώνυμες, στο θέατρο. Μέγας θαυμαστής και πολύ φίλος μου ήταν ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, ο παραγωγός ταινιών, ο επονομαζόμενος «πρίγκιπας» του ελληνικού σινεμά. Ο Κλέαρχος το είχε πει ξεκάθαρα στον Ντίντη, ότι, αν χωρίζαμε, εκείνος θα με πολιορκούσε ερωτικά. Εγώ τον έβλεπα μόνο σαν φίλο και ποτέ δεν υπήρξε κάτι μεταξύ μας. Μετά από έναν καβγά που είχα με τον Φουκς, πήγα με τον Κλέαρχο στην Αθηναία για φαγητό. Κούκλοι και οι δύο, σηκωθήκαμε να χορέψουμε και ξαφνικά μπαίνει μέσα ο Ντίντης. Μας βλέπει, μας δείχνει ότι μας είδε και φεύγει.»
Διηγήσεις Μάρω Κοντού: Ποια ήταν η αντίδρασή σου;
«Έπαθα πανικό. Φεύγουμε με τον Κονιτσιώτη, με πηγαίνει στο σπίτι και μέσα στο ασανσέρ με περίμενε ο Ντίντης. Η κατάληξη ήταν να πάμε και οι τρεις στο σπίτι του Κλέαρχου να μιλήσουμε. «Μου είπε η Μάρω ότι τσακωθήκατε, σ’ το είχα δηλώσει, στην πρώτη στραβή που θα γίνει, εγώ θα είμαι για τη Μάρω» είπε εκείνος στον Ντίντη κι αυτός θύμωσε κι έφυγε. Τις επόμενες μέρες εγώ κρατούσα το θυμό μου, δεν σήκωνα τηλέφωνα, δεν είχα επαφή με τον Ντίντη. Πλησίαζε Πρωτοχρονιά. Μου στέλνει ένα δώρο –ένα ζευγαράκι σε ένα παγκάκι με ένα φαναράκι– κι ένα γράμμα (μπλε φάκελος, μπλε κόλλα) που έλεγε: «Αν τα ξημερώματα της 1ης Ιανουαρίου 1960 δεν έρθεις να μιλήσουμε, δεν θα με βρει η ζωή». Ήταν και σεναριογράφος!»
Πήγες στο κάλεσμα;
«Παραμονή Πρωτοχρονιάς μας καλεί ο Χορν, τη Βέρα Ζαβιτσιάνου κι εμένα, στο σπίτι του για ρεβεγιόν και μας κάνει δώρο από ένα υπέροχο φόρεμα Ντίμης Κρίτσας. Μπαίνει ο νέος χρόνος, σβήνουν τα φώτα κι όταν ανάβουν, ένας άγνωστος κύριος που ήταν απέναντί μου μου εύχεται χρόνια πολλά και μου λέει: “Μα τι κάθεστε; Τρέξτε λοιπόν!”. Με πιάνει παγωμάρα, δεν ήξερε κανείς τίποτα. Λέω στον Χορν όλη την αλήθεια, μου λέει “Κάνε ό,τι θες, πουλάκι μου” και φεύγω. Τρέχω με τα πόδια στην πολυκατοικία, ανοιχτή η κάτω πόρτα, στερεωμένη με το χαλάκι. Πάω επάνω, ανοιχτή η πόρτα του διαμερίσματος, στερεωμένη με το χαλάκι. Τόσο καλά με ήξερε! Μπαίνω μέσα, είχε δύο κεριά αναμμένα, είχε ρίξει ένα άδειο μπουκάλι κι ένα άδειο κουτί από χάπια στο πάτωμα κι ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Σηκώνεται, με αγκαλιάζει και μου λέει: «Πάμε στο Πικέρμι, στον Αρία το κέντρο, να κάνουμε Πρωτοχρονιά; Τα έφαγα όλα αυτά, λουκούμι!». Τότε μου έκανε την πρόταση γάμου, 1η Ιανουαρίου του 1960, και σε δέκα μέρες παντρευτήκαμε.»