Το 1996 ο Θεόφιλος Σεχίδης κατέσφαξε και διαμέλισε την οικογένειά του, με τα πρωτοσέλιδα της εποχής να κάνουν λόγο για το «έγκλημα του αιώνα».
Στις 19 και 20 Μαΐου ο φοιτητής Θεόφιλος Σεχίδης – με πιστόλι και πριόνι – εξολόθρευσε την οικογένειά του και συγκεκριμένα δολοφόνησε τον 57χρονο θείο του Βασίλη Σεχίδη, τον πατέρα του Δημήτρη, την 50χρονη μητέρα του Μαρία, την 32χρονη αδελφή του και την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη.
Οι δολοφονίες αποκαλύφθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους, δηλαδή δυόμισι μήνες αργότερα ύστερα από καταγγελία για εξαφάνιση των θυμάτων.
Τότε, ο Θεόφιλος Σεχίδης φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής. Ο πατέρας του, Δημήτρης, ήταν δάσκαλος και η μητέρα η Μαρία ήταν νοικοκυρά. Η μεγαλύτερη αδελφή του, η Ερμιόνη, έπασχε από σχιζοφρένεια.
Όταν αποκαλύφθηκε το άγριο έγκλημά του στις 9 Αυγούστου 1996, η ελληνική κοινωνία παρακολουθούσε συγκλονισμένη τις φρικιαστικές λεπτομέρειες στα ρεπορτάζ των εφημερίδων με τίτλους όπως «η τρέλα του Σεχίδη», «το έγκλημα του αιώνα», «ο γιος του Φρανκεστάιν» και «ο κανίβαλος που άκουγε Τσαϊκόφσκι».
«Είχα καταλάβει το σχέδιό τους, τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν»
Σύμφωνα με τα τότε δημοσιεύματα, ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της 19ης Μαΐου, στην περιοχή της αρχαίας ακρόπολης της Θάσου στην περιοχή του Λιμένα.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης πήγε εκεί με τον θείο του Βασίλη για να συζητήσουν. Ωστόσο, η συζήτηση έγινε έντονη και οι δύο τους άρχισαν να τσακώνονται:
«Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», υποστήριξε ο δράστης. Στη συνέχεια είπε πως έκρυψε το πτώμα σε κάτι θάμνους. Μετά έφυγε, αγόρασε ένα καινούριο πουκάμισο και ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο και πήγε σπίτι να περιμένει τους υπόλοιπους της οικογένειας.
Γύρω στις 7:30 της ίδιας μέρας μπήκε στο σπίτι ο πατέρας του Θεόφιλου, ο Δημήτρης, και τότε ξέσπασε νέος καυγάς. «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα», είπε. «Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα μ’ ένα μαχαίρι».
Λίγο μετά, μπήκε στο σπίτι και η μητέρα του Μαρία. «Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», είπε ο Σεχίδης, αλλά ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι είχε κι αυτή πυροβοληθεί στο κεφάλι. Ακολούθησε η αδελφή του Έμμυ, που είχε ακούσει την φασαρία, μπήκε στο σαλόνι, κρατώντας ένα τασάκι για να αμυνθεί. Ο Σεχίδης υποστήριξε πως κρατούσε και αυτή μαχαίρι. «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο», συμπλήρωσε.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης μετέφερε τα πτώματα στο υπνοδωμάτιο, σκούπισε τα αίματα και έπεσε για ύπνο. Την άλλη μέρα το πρωί έφτασε στο σπίτι η γιαγιά του. Και για αυτή υποστήριξε ότι κινήθηκε εναντίον του, οπότε την ακινητοποίησε και της έκοψε το λαιμό.
Ο Σεχίδης τεμάχιζε την οικογένεια του ακούγοντας Τσαϊκόφσκι
Στις 21 Ιουλίου και πηγαίνοντας στην θεία του, ο Σεχίδης έπεσε σε μπλόκο αστυνομικών στην Καβάλα. Κατόπιν ελέγχου βρέθηκε μια κοντόκανη καραμπίνα, ένα κυνηγετικό όπλο και φυσίγγια. Δεν στοιχειοθετήθηκε κάτι για τους φόνους, αλλά η αστυνομία τον έβαλε στο μικροσκόπιο της.
Αμέσως μετά τεμάχισε τα πτώματα ακούγοντας Τσαϊκόφσκι και τα τοποθέτησε σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Παράλληλα έκοψε τα κρανία με σιδεροπρίονο και αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων, τους τοποθέτησε σε πιάτο και τους έβαλε στο ψυγείο, με σκοπό να τους μελετήσει και μετά να τους φάει για να τους τιμωρήσει.
Ο ίδιος είπε χαρακτηριστικά: «Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο…».
Τελικά, όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τα σχέδια του. Δεν μελέτησε ποτέ τους εγκεφάλους, διότι όπως ο ίδιος είπε: «ήταν χαλασμένο το ψυγείο κι όταν τελείωσα με τα πτώματα και πήγα μετά από μια εβδομάδα να το πάρω (σ.σ.: το πιάτο) είχε αλλοιωθεί και το πέταξα».
Με τα σιδηροπρίονα ο Σεχίδης έκοβε τα οστά των πτωμάτων και με το μαχαίρι τις σάρκες τους. Στους τοίχους, μάλιστα, είχε γράψει με αίμα τη λέξη «λάθος».
Στον ανακριτή είχε πει «δεν μετανιώνω για τίποτα», ενώ δεν είχε δεχθεί δικηγόρο, ζητώντας να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του. Ήταν πάντα χαμογελαστός και ήρεμος και συνήθιζε να λέει στους δημοσιογράφους: «Χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό». Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που παρήγγειλε το δικαστήριο κατέληξε πως ήταν «ψυχικά άρρωστο άτομο, που χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης».
Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια για τις ανθρωποκτονίες κατά συρροή και σε ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και για περιύβριση νεκρού.
Παρότι κατέθεσε αίτηση αποφυλάκισης από το 2016, αυτή δεν έγινε δεκτή από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
Ο Σεχίδης πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 2019 στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού.
https://youtu.be/0-gkIi0RhRY