Η Κυρά της Χειμάρρας ήταν η Ερμιόνη Πρίγκου η οποία μόλις εννέα χρονών, στη δίνη του ελληνοϊταλικού πολέμου, βοήθησε τον πατέρα και τη μητέρα της να θάψουν έξι Έλληνες στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους από εχθρικό όλμο, στον Σκουταρά.
«Στο σπίτι μας έμεναν Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ στο διπλανό κτήμα μας υπήρχαν ελληνικά χαρακώματα. Μια χούφτα Έλληνες κρατούσαν άμυνα, έχοντας απέναντί τους 500 και πλέον Ιταλούς. Ο πατέρας μου βοηθούσε και μάλιστα ήταν και οδηγός του Ελληνικού Στρατού. Και οι Ιταλοί είχαν πολλούς νεκρούς. Σε μια επίθεση με εχθρικό όλμο, σκοτώθηκαν έξι στρατιώτες που ήταν μέσα στο χαράκωμα. Τα ξέραμε τα παλικάρια αυτά. Ο Ανδρέας Προβατάς ζούσε ακόμη. Μέσα στα αίματα έδωσε το πορτοφόλι του στον πατέρα μου για να το παραδώσουμε στους δικούς του. Μετά ξεψύχησε. Τους μαζέψαμε και τους θάψαμε σε δύο τάφους που ανοίξαμε βιαστικά. Από τότε έως σήμερα μας συντροφεύουν», λέει στο protothema.gr η κυρία Πρίγκου, που έως το 1990 και την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα κρατούσε επτασφράγιστο το μεγάλο μυστικό που έκρυβε στο κτήμα της, κάτω από τις ελιές.
«Ακολουθήσαμε τον Ελληνικό Στρατό κατά την υποχώρησή του, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941. Αργότερα επιστρέψαμε στη Χειμάρρα και οι Ιταλοί συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον έβαλαν φυλακή για έναν χρόνο σχεδόν στα Τίρανα. Μετά οι Αλβανοί του Χότζα μας εξόρισαν για 4,5 χρόνια και το σπίτι μας επιτάχθηκε. Όταν επιστρέψαμε το βρήκαμε κατεστραμμένο. Οι Αλβανοί όμως δεν είχαν εντοπίσει τους τάφους των έξι Ελλήνων στρατιωτών και αυτό ήταν βάλσαμο για εμάς. Παρά τα βάσανά μας», λέει.
Τα ονόματα των παλικαριών: Δημήτριος Σελάς (καταγωγή Αρχαίες Κλεωνές Κορινθίας), Νικόλαος Βουρλούμης (Κουμάνι Ηλείας), Σταύρος Καντάς (Μελλίκια Λευκίμης Κέρκυρας), Παναγιώτης Αλογογιάννης (Καμάρι Κορινθίας), Ανδρέας Προβατάς (Αγραφούς Κέρκυρας) και Ματθαίος Λαγός (Πόρος Τροιζηνίας).
«Η συχωρεμένη μάνα μου, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα άναβε κρυφά κεριά στους τάφους και κάθε εθνική εορτή της Ελλάδας μοιρολογούσε τα παλικάρια που δεν γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους. Όλα αυτά μυστικά, γιατί αλίμονό μας αν οι Αλβανοί του Χότζα μας ανακάλυπταν. Μετά τον πόλεμο ήρθαν αρκετές φορές στο σπίτι, ρώτησαν, έψαξαν, αλλά έφευγαν άπραγοι», συμπληρώνει, φέρνοντας στον νου της τα δύσκολα πέτρινα χρόνια για τους Ελληνες της Χειμάρρας, που το 1945 αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο δημοψήφισμα του Χότζα, με αποτέλεσμα να τους αφαιρεθούν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα, τα οποία μέχρι σήμερα συνεχίζει να καταπατεί η Αλβανία.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η οικογένεια Πρίγκου αρχίζει να αναζητεί συγγενείς των νεκρών στρατιωτών, ενώ με πρωτοβουλία της Νεολαίας της «Ομόνοιας», του κόμματος της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, αναγέρθηκε στο κτήμα Πρίγκου, δίπλα στους τάφους, ένα λιτό μνημείο για τους έξι ήρωες, πάνω στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματά τους. «Το μνημείο αυτό, ήταν επιθυμία του πατέρα μου πριν κλείσει τα μάτια του. Το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτά τα παιδιά που έμειναν για πάντα στην αυλή του σπιτιού μας. Φυτέψαμε και μια μυρτιά δίπλα από τους τάφους, για να έχουν σκιά τα καλοκαίρια οι ήρωές μας».
Για την εθνική της προσφορά, η Κυρά της Χειμάρρας έχει τιμήθηκε από τον απερχόμενο υπουργό Εθνικής Αμυνας.
«Ήταν όλοι τους παλικάρια. Θυμάμαι τον αγώνα τους και τη δύναμή τους στον πόλεμο, που δεν φοβήθηκαν. Ήταν άξια παλικάρια και έπεσαν σαν παλικάρια, αφού πρώτα πολέμησαν σαν τα λιοντάρια. Η μάνα μου τους μαγείρευε και εγώ το πρωί σηκωνόμουν και τους πήγαινα το τσάι, το νερό, τους φώναζα: «ελάτε παιδιά να φάτε». Δεν με υποχρέωνε κανείς να το κάνω, το έκανα από την ψυχή μου. Θα τους θυμάμαι για πάντα, γιατί έχασαν τη ζωή τους, τα νιάτα τους, για να απελευθερώσουν εμάς από τους Ιταλούς. Αυτά ήταν τα παλικάρια της Ελλάδος», δήλωσε η κυρία Πρίγκου στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που τις απέδωσε εύσημα για την προσφορά της.
Ωστόσο, η αναφορά σε «Βόρεια Ηπειρο» στην ιστοσελίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας,, στην ανάρτηση του δελτίου Τύπου, ενόχλησε τα Τίρανα και προκάλεσε την αντίδραση του γενικού γραμματέα του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών, Κυριάκο Κύρκο, που ζήτησε να αφαιρεθεί ο προσδιορισμός αυτός από την ιστοσελίδα της Προεδρίας, κάτι το οποίο δεν έγινε.
H κ. Ερμιόνη, δεν σταμάτησε ποτέ να κλαίει τους πεσόντες στο τελευταίο οχυρό. Οι ήρωες γι’ αυτήν έχουν πάντα όνομα «Ε, μο διάολε, τράβα το δρόμο σου. Εγώ τους νεκρούς μου δεν θα τους προδώσω».
Η κ. Ερμιόνη Πρίγκου είχε αγριέψει. Ο Αλβανός αστυνομικός την απειλούσε με φυλακή. Εκείνη όμως επέμενε να τιμήσει -με το δικό της τρόπο, αλλά φανερά πια- τους έξι στρατιώτες που έπεσαν νεκροί δέκα μέτρα από την αυλή της, πριν από 65 χρόνια στα βουνά της Χειμάρρας… Κοριτσάκι τότε, η σήμερα Ερμιόνη θυμάται που έριχνε κι αυτή χώμα για να σκεπάσει τα άψυχα κορμιά των φαντάρων. …«Να, εδώ είναι ο Γιάννης. Ο Ματθαίος με τον Αντρέα είναι από εκεί. Μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως, ο Πάνος είναι από εδώ».
Μεγάλωσε με δύο ομαδικούς τάφους στον κήπο της. Γι’ αυτήν οι ήρωες -έστω και νεκροί- έχουν όνομα και ταυτότητα. Και αν άλλοι τούς έχουν ξεχάσει, αυτή, η Ερμιόνη Πρίγκου, αλλά και ο ξάδερφός της, Δημήτρης, 78 χρόνων (ζούσαν τότε μαζί), δεν έπαψαν ποτέ να τους κλαίνε, να τους μιλάνε, να τους ανάβουν ένα κερί περιμένοντας κάποιος από την Ελλάδα να ενδιαφερθεί για τους δικούς …τους νεκρούς ήρωες. Για τους υπερασπιστές του τελευταίου ελληνικού οχυρού του νοτιοδυτικού μετώπου στη Χειμάρρα, που έπεσαν δίνοντας χρόνο στους άλλους για να οπισθοχωρήσουν με ασφάλεια.
«Αχ, τα παιδιά… Παίζανε μαζί μου. Μου φορούσαν τα καπέλα τους. Όλο ζωή. Το έφερε έτσι η μοίρα και δεν με αποχωρίστηκαν ποτέ. Ούτε εγώ. Ούτε κανένας από την οικογένειά μας. Γεράσαμε μαζί με τα παιδιά. Θα ζούσαν άραγε τώρα; Μπορεί. Την αγάπαγαν αυτά τα παιδιά τη ζωή».
Η κυρία Ερμιόνη, η οποία ζει στη ρίζα του βουνού Σκουτάρα, περίπου δέκα χιλιόμετρα από τη Χειμάρρα, έζησε από κοντά -σχεδόν από τα δέκα μέτρα…- το έπος του ’40.
Τις μάχες, το αίμα των φαντάρων, το ρόγχο του αξιωματικού τους λίγο πριν πεθάνει, την ώρα που της άφηνε το πορτοφόλι του. «Πάρτε το», της είπε, «εμένα εκεί που θα πάω δεν θα μου χρειαστεί».
Δάκρυα, για το στρατιώτη που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της από όλμο. Μοιρολόι, για τους έξι τελευταίους υπερασπιστές του νοτιοδυτικού μετώπου, που έπεσαν νεκροί από τα πολυβόλα των Ιταλών. «Εγώ θα πεθάνω και ακόμη… Εμένα ο πατέρας μου πήγε πέντε φορές εξορία από τον Χότζα γιατί δεν τους μαρτύρησε ποτέ πού τους είχαμε θάψει.
«Πού είναι θαμμένοι οι Ελληνες;» τον ρωτούσαν και αυτός τους απαντούσε πως δεν ήξερε. Μια μέρα ένας Αλβανός αστυνομικός τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος γέλασε. «Εγώ», μας έλεγε, «δεν θα τους προδώσω. Μην τους προδώσετε ούτε εσείς». Έπαιρνε τα ρούχα του και άντε στην εξορία».
Η κ. Ερμιόνη ξεσπάει. Εκεί στο χωράφι με τις ελιές, δυο ξύλινοι σταυροί στηριγμένοι με λίγες πέτρες κρύβουν τους ήρωές της. Έψαξε η ίδια. Έψαξε ο ξάδερφός της να βρουν τους συγγενείς των νεκρών, αλλά μάταια. «Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς».
Ήταν πια Απρίλης του 1941. Η υποχώρηση είχε αρχίσει. Οι Ιταλοί άρχισαν να χτυπούνε από παντού. Ένας ένας οι μαχητές έπεφταν νεκροί. Άλλοι πέντε και ένας ο Αλογογιάννης έξι.Στο σπίτι γινόταν θρήνος. Ο Προβατάς, ένα από τα παιδιά, ζούσε πλημμυρισμένος στα αίματα. Έδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, πέθανε κι αυτός. Τους έδεσαν με τις κουβέρτες.
Έσκαψαν λίγο στο χωράφι, ίσα ίσα για να τους σκεπάσουν. Εμείς είχαμε απομακρυνθεί μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σαν γυρίσαμε, τους είδαμε τους τάφους. Οι μύτες από τα άρβυλα ξεχώριζαν από το χώμα. Ορμήσαμε κι εμείς τα μικρά παιδιά και αρχίσαμε να τα σκεπάζουμε. Δύο οι τάφοι, έξι οι νεκροί.
Ο πατέρας μου αργότερα φύτεψε στους δύο τάφους από μια αχλαδιά. Το χωράφι ανήκε στο συνεταιρισμό και υπήρχε φόβος, όπως θα οργωνόταν να βρούνε τα οστά των παιδιών. Έτσι, με τις αχλαδιές λύθηκε το πρόβλημα».