Για την πιθανότητα ενός ισχυρού σεισμού μεγέθους 6 Ρίχτερ και άνω στη χώρα μας το 2023, μίλησε ο σεισμολόγος και διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών Άκης Τσελέντης.
«Το θέμα είναι να γίνει στη θάλασσα και η Ελλάδα καταλαμβάνεται σε μεγάλο ποσοστό από θάλασσα», είπε για τον σεισμό.
Ειδικότερα, ο σεισμολόγος Άκης Τσελέντης, μιλώντας στην ΕΡΤ για τις προβλέψεις που θέλουν να σημειώνεται φέτος στον ελλαδικό χώρο δόνηση της τάξης των 6 Ρίχτερ, ανέφερε ότι «πέρυσι είχαμε τρεις. Το θέμα είναι να γίνει στη θάλασσα και η Ελλάδα καταλαμβάνεται σε μεγάλο ποσοστό από θάλασσα. Η πιθανότητα να γίνει στη στεριά είναι μικρή. Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι θα έχουμε σεισμό της τάξης των 6 Ρίχτερ στην ξηρά. Αλλά οφείλουμε να το έχουμε υπόψιν».
Σχετικά με τις περιοχές που πρέπει να παρακολουθούν με ενδιαφέρον ο κ. Τσελέντης αναφέρθηκε στο Κεντρικό Ιόνιο, στην περιοχή του ανατολικού Κορινθιακού και στα δυτικά προάστια της Αθήνας.
Σχετικά με τον σεισμό στη θαλάσσια περιοχή Νεάπολης Λασιθίου (4,2 Ρίχτερ ανοιχτά της Κρήτης) ο σεισμολόγος Άκης Τσελέντης σημείωσε: «Είναι μια περιοχή που εδώ και 15 ημέρες έχει ενεργοποιηθεί. Δίνει γεγονότα από 2 έως 4 Ρίχτερ. Δεν προβληματίζει πολύ, είναι στον υποθαλάσσιο χώρο. Μικρή επίδραση στον αστικό ιστό. Επειδή είναι κοντά το ρήγμα της Ιεράπετρας το κοιτάμε με κάποιο ενδιαφέρον αλλά πιθανό είναι το φαινόμενο να ολοκληρωθεί. Η απόσταση είναι μεγάλη και τα φαινόμενα μικρά. Οφείλουμε σαν επιστήμονες να το κοιτάμε».
Για τη γη που δεν σταματά να τρέμει στη Λέσβο, ο σεισμολόγος δήλωσε: «Άκουσα κάποιους να λένε ότι έχουμε τελειώσει 100%. Στη σεισμολογία και στα ρήγματα δύο μέρες μετά από έναν σεισμό δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει τέλος. Το φαινόμενο δεν έχει λήξει. Υπάρχει πλούσια σεισμική ακολουθία. Θα έχουμε σίγουρα ισχυρούς μετασεισμούς. Οι πιθανότητες θα είναι 100% αν μαζέψουμε παραπάνω δεδομένα για κύριο σεισμό».
Προειδοποίησε, μάλιστα, ότι λόγω της παλαιότητας των σπιτιών, οι κάτοικοι θα πρέπει να λάβουν μέτρα για να μην επαναληφθούν τα τραγικά γεγονότα με τον σεισμό στη Σάμο τον Οκτώβριο του 2020.
Εξάλλου για το ενδεχόμενο ενός μεγάλου σεισμού 6 Ρίχτερ ή και ακόμα και μεγαλύτερου στην Ελλάδα το 2023, μίλησε την Κυριακή 8 Ιανουαρίου και ο καθηγητής σεισμολογίας Γεράσιμος Παπαδόπουλος, κάνοντας λόγο για αυξημένες πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο, στη χώρα μας.
Ειδικότερα, ο καθηγητής Σεισμολογίας Γεράσιμος Παπαδόπουλος, μιλώντας στην ΕΡΤ ανέφερε: «Στην Ελλάδα κατά μέσον όρο κάθε χρόνο έχουμε ένα σεισμό μεγέθους 6 R ή και μεγαλύτερο κατά μέσον όρο. Το 2022 πέρασε χωρίς ούτε έναν σεισμό πάνω από πεντέμισι, όχι έξι και πάνω. Άρα οι πιθανότητες να έχουμε ισχυρό σεισμό στην Ελλάδα μεγέθους 6 και λίγο μεγαλύτερο μέσα στο 2023 είναι αυξημένες».
«Ένας σεισμός μεγέθους 6R για να εκτονωθεί θέλει περίπου χίλιους τεσσάρηδες μετασεισμούς. Δεν τους έχουμε τους χίλιους τεσσάρηδες» σημείωσε.
Ωστόσο, ο καθηγητής Σεισμολογίας εμφανίστηκε καθησυχαστικός, αφού όπως ανέφερε, «πάρα πολλοί σεισμοί γίνονται στη θάλασσα και περνάνε “Αβρόχοις ποσί”, χωρίς να γίνει κάτι με αρνητικές επιπτώσεις».
Όσο για τους σεισμούς στη Λέσβο, ο κ. Παπαδόπουλος είπε: «Είμαστε πιο κοντά στο σενάριο τα 4,9 R στη Λέσβο να ήταν ο κύριος σεισμός. Ωστόσο θεωρεί “ως στοιχείο επιπλέον επικινδυνότητας το ότι η μετασεισμική ακολουθία στη Λέσβο εξελίσσεται σε χερσαίο περιβάλλον», όπως και το βεβαρημένο ιστορικό σε σεισμούς της περιοχής.
«Έχω αρχίσει επιστημονικά να αισθάνομαι ότι πάμε αρκετά καλά. Δεν είμαστε ακόμα στο σημείο που θα πούμε ναι, εντάξει, έληξε το φαινόμενο. Όμως είμαστε κάπως πιο κοντά σε αυτό το σενάριο από ότι ήμασταν χθες» ανέφερε.
Συνέστησε στους κατοίκους”υπομονή και ψυχραιμία” αν και παραδέχτηκε πως είναι δύσκολο με τους συνεχείς μετασεισμούς.
Επίσης συνέστησε σε αυτούς «τους λίγους, που έχουν κάποιες μικρές βλάβες στο χώρο κατοικίας ή στο χώρο εργασίας, να πάρουν τη γνωμάτευση, τη συμβουλή ενός μηχανικού είτε από το Δήμο ή αν κάποιος βιάζεται ακόμα και από ιδιώτη μηχανικό».
«Ειδικά στα Ψαχνά, η μετασεισμική ακολουθία το λέω ευθέως, είναι μετασεισμική, προχωράει ομαλά και φυσιολογικά στις άλλες δύο εστίες, γιατί έχουμε τρεις εστίες εκεί ενεργοποιημένες παράλληλα, στο Λιμνιώνα – Βλαχιά που είναι στο βορειοανατολικό άκρο περίπου και το άλλο που είναι στο νότιο τμήμα, εξακολουθούμε να τις παρακολουθούμε με ιδιαίτερη προσοχή ξεχωριστά», ανέφερε.
Τα τρία αυτά σημεία είναι ξεχωριστά «παρόλο που μπορεί να υποκρύπτεται ένας μηχανισμός που διήγειρε την μία μετά την άλλη, αλλά αυτό είναι μια επιστημονική υπόθεση», όπως υπογράμμισε.
«Άρα και εκεί χρειάζεται προσοχή. Ο Εγκέλαδος κρύβει πολλά μυστικά, πολύπλοκα φαινόμενα», επισήμανε.
Για το κατά πόσο οι σημερινές δονήσεις στη Λέσβο συνδέονται με το ρήγμα της Αγίας Παρασκευής σημείωσε:
«Φαίνεται να είναι λίγο δυτικότερα η ανάπτυξη, το επίκεντρο της τελευταίας σεισμικής δράσης. Λόγω όμως των σφαλμάτων που υπάρχουν στον εντοπισμό των επικέντρων, δεν είμαστε απολύτως βέβαιοι».
Όμως, όπως υπογράμμισε «ακόμα κι αν είναι το ρήγμα το συγκεκριμένο που προκάλεσε τον πολύ μεγάλο σεισμό του 1867, τον οποίο γνωρίζω πολύ καλά, έχω γράψει ειδικό βιβλίο για τους σεισμούς της Λέσβου και της Χίου και αν ακόμα είναι, δεν σημαίνει ότι κατ ανάγκην θα πρέπει να επαναληφθεί τώρα ο μεγάλος εκείνος σεισμός του 1867. Ενεργό ρήγμα είναι και πολλές φορές θα μας δώσει και μικρούς σεισμούς».
Όπως ενημέρωσε «ένας σεισμός μεγέθους 6R για να εκτονωθεί θέλει περίπου χίλιους τεσσάρηδες μετασεισμόυς. Δεν τους έχουμε τους χίλιους τεσσάρηδες».
Από την άλλη για τη Λέσβο επισήμανε πως «δεν σημαίνει ότι το να έχουμε αυτούς τους 4,9R ή 4,7 R το ρήγμα είναι ήδη ώριμο για να μας δώσει τον 6,5 R».
«Από όσα έχουμε συζητήσει με τους σεισμομηχανικούς συναδέλφους προκύπτει ότι η καταπόνηση των κτηρίων, π.χ της Αθήνας είναι πραγματική μόνο όταν είναι μεγάλες οι δονήσεις. Προέρχονται δηλαδή από μεγάλους σεισμούς, 6R και παραπάνω. Αυτές οι μικρές δονήσεις που αισθανθήκαμε εδώ και στην Αττική από την Εύβοια, για παράδειγμα, το πρόσφατο διάστημα δεν προκαλούν ιδιαίτερη καταπόνηση. Εξάλλου, οι κατασκευές σήμερα, αλλά και αρκετά χρόνια τώρα, από τότε τουλάχιστον που έχουμε αντισεισμικούς κανονισμούς στη χώρα, δηλαδή από το 1959 και ύστερα, οι κατασκευές κατασκευάζονται από τους συναδέλφους μηχανικούς, λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα. Οπότε είναι πολύ πιο ανθεκτικές από ότι νομίζουμε».