epta-pasignostoi-ellines-me-schizofreneia-poy-omos-mas-afisan-spoydaia-parakatathiki-33463
21:10

Επτά πασίγνωστοι Έλληνες με σχιζοφρένεια που όμως μας άφησαν σπουδαία παρακαταθήκη

21:10
Newsroom

Ο Edvard Munch είχε πει ότι: «Ο φόβος για τη ζωή μου είναι απαραίτητος για μένα, όπως είναι και η ασθένειά μου. Χωρίς το άγχος και τις ασθένειές μου, είμαι ένα πλοίο χωρίς πηδάλιο.Τα βάσανά μου είναι μέρος του εαυτού μου και της τέχνης μου.

Της: Έπη Τρίμη

Advertisement

Αυτά είναι δυσδιάκριτα από μένα και η απομόνωσή τους θα μπορούσε να ζημιώσει την τέχνη μου. Θέλω να διατηρήσω αυτά τα βάσανα.Η θεραπεία των μη ισορροπημένων μυαλών των καλλιτεχνών, θα σήμαινε την εξαφάνιση της επιτυχίας τους ως καλλιτέχνες».

Ας δούμε 7 διάσημος Έλληνες που νόσησαν από σχιζοφρένεια αλλά άφησαν σπουδαία παρακαταθήκη.

Advertisement

1.Γιαννούλης Χαλεπάς

Ο Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου το 1851 και μεγάλωσε σε οικογένεια φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών.Ο ίδιος θα αγαπήσει το μάρμαρο, όχι σαν το μέσο που θα του αποφέρει χρήματα, αλλά σαν το υλικό που πάνω του θα λαξέψει τις ζωηρές εικόνες του μυαλού του. Τα έργα του είναι εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και την αρχαιότητα και από εκεί εμπνέεται σπουδαία έργα όπως το «Παραμύθι της Πεντάμορφης» και «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα». Το 1876 άνοιξε στην Αθήνα το δικό του εργαστήριο και σε πολύ λίγες μέρες είχε ήδη δεχθεί παραγγελίες για έργα, ένα από τα οποία ήταν «η Κοιμωμένη» που θα σκέπαζε τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών (σήμερα βρίσκεται στην Γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης, στο ‘Αλσος Στρατού).

Advertisement

Εκείνη η εποχή ήταν κομβική για τον Γιαννούλη Χαλεπά, ο οποίος είχε γνωρίσει μια συγχωριανή του στην Τήνο, τη Μαριγώ Χριστοδούλου και τη ζήτησε σε γάμο από τους γονείς της. Αυτοί αρνήθηκαν και ο σπουδαίος γλύπτης άρχισε να κλονίζεται ψυχικά. Αρκετοί σήμερα πιστεύουν ότι αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν η αρχή της κατάρρευσης του. Το 1878 αρχίζει να δείχνει σημάδια ψυχικής ασθένειας καταστρέφοντας τα γλυπτά που δημιουργούσε. Για ένα διάστημα και με την προτροπή της οικογένειάς του, θα βρεθεί στην Ιταλία. Η κατάστασή του όμως δεν θα βελτιωθεί και θα επιστρέψει στην Τήνο 10 χρόνια μετά. Το 1888 και μετά από αρκετές κρίσεις και απόπειρες αυτοκτονίας ο γλύπτης θα εγκλεισθεί στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Κέρκυρας. Η διάγνωση ήταν άνοια.

Το 1901 πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα του λίγο αργότερα τον έβγαλε από το ψυχιατρείο και ανέλαβε την κηδεμονία του. Θεωρώντας ότι όλα τα δεινά προήλθαν από την ενασχόλησή του με την τέχνη, έκρυβε τα υλικά ή κατέστρεφε κάθε νέα προσπάθεια που ξεκινούσε ο γιος της. Για τους συγχωριανούς ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα γίνει ο “τρελός του χωριού”. Καθημερινότητά του πλέον ήταν η βοσκή των ζώων και οι δουλειές στους αγρούς. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γίνεται μια απόκοσμη μορφή, ένας άνθρωπος σκιά του εαυτού του, εντελώς αποκομμένος από αυτό που αγαπούσε. Την γλυπτική.

Με το θάνατο της μητέρας του το 1916, ο γλύπτης αφοσιώνεται και πάλι στην τέχνη, αλλά τίποτα δεν θυμίζει τα πρώτα του έργα. Το ύφος του εκείνη την εποχή, όπως αναφέρει η Εθνική Πινακοθήκη, εμφανίζεται ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο και επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, την εκλέπτυνση ή την ωραιοποίηση.

Advertisement

Το 1930, η ανιψιά του Ειρήνη Χαλεπά τον προτρέπει να εγκατασταθεί στο σπίτι της και ο ιδιοφυής γλύπτης θα βρεθεί στην Αθήνα όπου θα εργαστεί εντατικά. Aγαπημένα θέματα που επαναλαμβάνει είναι η ”Μήδεια”, ο ”Σάτυρος και ο Έρως”, το ”Παραμύθι της Πεντάμορφης”. Τα επόμενα 8 χρόνια έζησε τη δόξα  και αναγνωρίστηκε ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης. Μια ημιπληγία θα νεκρώσει το δεξί του χέρι και λίγο καιρό αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938, ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα αφήσει την τελευταία του πνοή.

 2. Μίμης (Δημήτρης) Βιτσώρης

Ήταν αδελφός του Γιώργου Βιτσώρη (ήταν Έλληνας τροτσκιστής-αρχειομαρξιστής, ηθοποιός και μέλος της Γαλλικής Αντίστασης). Αναδείχτηκε σαν ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του μεσοπολέμου. Ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με τη ζωγραφική, ενώ καταπιάστηκε και με τη γλυπτική. Ακόμη, εργάστηκε ως σκιτσογράφος σε ελληνικές και γαλλικές εφημερίδες, ενώ δημοσίευσε άρθρα του και μελέτες. Την περίοδο 1920-1927 ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γερμανία και το Παρίσι και μετά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1934 υπήρξε ένας από τους εκπροσώπους της Ελλάδας στη Μπιενάλε της Βενετίας. Πολιτικά στάθηκε αντίθετος με τα αδέρφια του. Είχε εθνικιστικές αντιλήψεις και συμμετείχε με έργα του στις φιέστες του δικτάτορα Μεταξά.

Παράλληλα όμως είχε έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Αρρώστησε για πρώτη φορά από μελαγχολία στα 17 του χρόνια και από τότε υπέφερε από σοβαρές κρίσεις. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μετά το θάνατο του αδελφού του Τίμου το 1941 και της μητέρας του το 1943. Κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική κι εκεί αυτοκτόνησε στις 29 Ιανουαρίου 1945.

Advertisement

3. Μιχαήλ Οικονόμου

Ο ζωγράφος Μιχαήλ Οικονόμου, διακρίθηκε την  εποχή του Μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1888, όπου και έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το 1906 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ναυπηγική, αλλά αντ’ αυτού γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1913 μέχρι το 1926 έκανε δύο ατομικές εκθέσεις στο Παρίσι και μία στο Λονδίνο, ενώ πήρε μέρος και σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Το 1926 γύρισε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Την πρώτη στην Ελλάδα έκθεσή του την έκανε στον «Παρνασσό». Το 1929 εξέθεσε στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά νεότερη έκθεσή του.

Το 1932, μπήκε στο Δρομοκαΐτειο, έχοντας πληγεί από προϊούσα εγκεφαλική παράλυση, κατάληξη σύφιλης από την οποία έπασχε. Τον Μάιο του επόμενου χρόνου, πέθανε στο Δρομοκαΐτειο.

Το ζωγραφικό του έργο θαυμάστηκε και εκτιμήθηκε μετά τον θάνατό του. Το έργο του, που αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από τοπιογραφίες από την Νότιο Γαλλία και την Ελλάδα, χαρακτηρίζεται ως γνήσιο ιμπρεσιονιστικό. Διακρίνεται για την αβρότητά του, το λεπτό συναισθηματισμό και την ονειρική ατμόσφαιρα που περικλείει. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους  Έλληνες ζωγράφους της περιόδου του Μεσοπολέμου. Απεβίωσε το 1933.

4. Μιχάλης Μητσάκης

Ο Μιχαήλ Μητσάκης γεννήθηκε στα Μέγαρα, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Ως πιθανές ημερομηνίες γέννησής του αναφέρονται το 1863 και το 1865, αν και ο ίδιος ισχυριζόταν ότι γεννήθηκε το 1868. Γιος του Αριστείδη Μητσάκη και της Μαριγώς Γιατράκου, καταγόταν από τη Λακωνία. Μεγάλωσε στη Σπάρτη, όπου ως γυμνασιόπαιδο εξέδιδε τη μαθητική εφημερίδα «Ταΰγετος».

Άφησε το στίγμα του ως πεζογράφος, κριτικός και δημοσιογράφος και θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του αστικού ρεαλισμού στην Ελλάδα και κατατάσσεται στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή.

Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ασμοδαίος» των Εμμανουήλ Ροΐδη και Θέμου Άννινου. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα, αφηγήματα και κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων.

Από το 1894 άρχισε να υποφέρει από νευρικές διαταραχές, για τις οποίες νοσηλεύθηκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας για 15 μέρες, στο τέλος του 1894 και τις αρχές του 1895. Έκτοτε, η ψυχική του υγεία συνεχώς επιδεινωνόταν. Το 1896 εισήχθη για πέντε μήνες στο Δρομοκαΐτειο και το 1911, σχεδόν ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας του, εισήχθη εκ νέου με διάγνωση «πρώιμη άνοια» («dementia praecox»), ένα είδος σχιζοφρένειας. Μοναδικό έργο αυτής της περιόδου αποτελούν ποιήματα στα γαλλικά, με ελληνικά λεκτικά και φωνητικά στοιχεία, στο περιθώριο ενός τόμου της «Ιλιάδας» και σε σκόρπια φύλλα που εγκατέλειπε σε δημοσιογραφικά γραφεία.

Το πεζογραφικό έργο του Μητσάκη είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα. Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού, του νατουραλισμού και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα.

Ο Μιχαήλ Μητσάκης πέθανε στις 6 Ιουνίου 1916 από περιπνευμονία στο Δρομοκαΐτειο, όπου βρισκόταν έγκλειστος από το 1914.

5. Γεώργιος Βιζυηνός

Ο Βιζυηνός( Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης) ήταν από τους λίγους συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα, στο πρόσωπο του οποίου συνδυάζονταν συστηματικές σπουδές, επιστημονικό έργο, ποιητική και έγκυρη αφηγηματική δημιουργία.

Γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιο του ορφανό σε ηλικία 5 ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, τον Χρηστάκη, τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο, για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, την Άννα, που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.

Ήταν επίσης από τους πλέον ταξιδεμένους συγγραφείς, αφού, με μικρά διαλείμματα, από το 1875 ίσαμε το 1884, εξακολουθώντας να ενισχύεται οικονομικά από τον Γ. Ζαρίφη, έζησε στις κυριότερες πόλεις της Γερμανίας (Γοττίγγη, Λειψία, Βερολίνο) και επίσης στο Παρίσι και στο Λονδίνο.

Αν οι γερμανικές αυτές πόλεις συνδέονται με τις σπουδές στη φιλοσοφία, σε συναφείς επιστήμες της αγωγής και ιδίως στην ψυχολογία, και επίσης με την ποιητική του δημιουργία, το Παρίσι έχει ταυτιστεί αποκλειστικά με τον αφηγηματικό λόγο, αφού, κατά την περίοδο της διαμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα εκδηλώθηκε έμπρακτα η πρόθεσή του να ασχοληθεί με το νέο, για κείνον λογοτεχνικό είδος, το διήγημα. Ας σημειωθεί ότι το πρώτο του διήγημα [Το αμάρτημα της μητρός μου] δημοσιεύτηκε σε παρισινό περιοδικό και στη συνέχεια σε αθηναϊκό.

Είναι η περίοδος που ο ποιητής, έως τότε, Βιζυηνός στρέφεται προς τη συγγραφή διηγημάτων, για να αναδειχθεί έτσι ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους. Παράλληλα, ερευνά ή ολοκληρώνει επιστημονικές μελέτες, που είχε ήδη αρχίσει μερικά χρόνια πριν και πάντως μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης, τον Φεβρουάριο του 1881.

Το 1890 αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών που του φέρνουν αϋπνίες, τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί και τον εξαντλούν σωματικά και οικονομικά. Έπειτα από σύσταση γιατρού μεταβαίνει το καλοκαίρι του ίδιου έτους σε θερμές, ιαματικές πηγές στο Μπαντ Γκαστέιν (Bad Gastein) της Αυστρίας. Σε επιστολή του προς το μικρότερο αδελφό του Μιχαήλο γράφει:

«Τούτο (το νόσημα) ευρίσκεται μέσα εις την κοκκαλοραχιά, και επομένως είναι νόσημα των κινητικών και αισθητικών νεύρων των κάτω άκρων. Οι πόνοι είναι κάτι σουβλιαίς που σε τρυπούν πότ’ εδώ και πότ’ εκεί, σαν αστραπαίς μέσα εις τους ποντικούς του σώματος»

Όλες οι θεραπείες αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Το 1892 το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος σε ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να παντρευτεί. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.

6. Γεράσιμος Βώκος

Ο Γεράσιμος Βώκος γεννήθηκε στην Πάτρα, γιος του αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού Θεόδωρου Βώκου. Μεγάλωσε στον Πειραιά και αρχικά στράφηκε σε ανάλογη καριέρα με εκείνη του πατέρα του, γρήγορα όμως τον κέρδισε η δημοσιογραφία και αφού είχε υπηρετήσει ως υπολογιστής στον Παλαιό Ναύσταθμο παραιτήθηκε.

Στο χώρο της δημοσιογραφίας συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως το “Άστυ” και η “Ακρόπολις”, όπου δημοσίευσε άρθρα, χρονογραφήματα, κριτικά και αισθητικά δοκίμια -στην “Ακρόπολη” μάλιστα η παραμονή του υπήρξε μακρόχρονη και η εξέλιξή του έφτασε ως τη θέση του αρχισυντάκτη και διετέλεσε και ανταποκριτής της στη Βιέννη, οπότε και εκδηλώθηκε μιας μορφής ψυχασθένεια που οδήγησε σε κατά καιρούς νοσηλεία του.

Γενικά η ζωή του υπήρξε γεμάτη μετακινήσεις σε πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού (Πειραιάς, Πήλιο, Αλεξάνδρεια, Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη και αλλού). Εκτός από τη δημοσιογραφική ανέπτυξε και εκδοτική δραστηριότητα, κυρίως των λογοτεχνικών περιοδικών “Το Περιοδικόν μας” (1900-1901 Πειραιάς) και “Ο Καλλιτέχνης” (1910-1912), ενώ συνεργάστηκε επίσης με έντυπα όπως τα “Αττική Ίρις”, “Κριτική”, “Νέον Πνεύμα”, “Αυγή”, κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη μουσική σύνθεση και τη ζωγραφική, στην οποία αφοσιώθηκε τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια της ζωής του, τα οποία έζησε κυρίως στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε εκθέσεις, έγινε γνωστός ως ζωγράφος και πέθανε.

Ο Γεράσιμος Βώκος έκανε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία του το 1893 με την έκδοση του μυθιστορήματος “Ο κύριος Πρόεδρος”. Ακολούθησε το διήγημα “Απόπειρα αυτοκτονίας”, που κινείται όπως και “Ο κύριος Πρόεδρος” στο χώρο της ηθογραφίας με διδακτικό προσανατολισμό. Στη συνέχεια ο Βώκος δημοσίευσε και εξέδωσε μεταξύ άλλων πεζοτράγουδα, θεατρικά έργα, διηγήματα και μυθιστορήματα.

Θεωρούμενο ως καλύτερο από την κριτική έργο του είναι ο “Εκτοπισμένος”, διήγημα στο οποίο ο Βώκος επιχείρησε να εκφράσει το ψυχικό και φιλοσοφικό αδιέξοδο ενός συγγραφέα, με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου.

7. Κώστας Καρυωτάκης

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.

Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό και αποτέλεσε τη σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του ’20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.

Συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής, παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη, την Άννα Σκοδρύλη, η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί. Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».

Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ.

Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».