Ο καθηγητής πολιτικής ιστορίας, Θάνος Βερέμης, εξηγεί για ποιο λόγο στην Ελλάδα γιορτάζουμε την αρχή και όχι το τέλος του πολέμου.
Ο καθηγητής εξήγησε γιατί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα γιορτάζεται στις 28 Οκτωβρίου, δηλαδή με την έναρξη της ελληνοϊταλικής σύρραξης.
Η 28η Οκτωβρίου του 1940 αποτέλεσε την έναρξη ενός μεγαλειώδους αγώνα που οδήγησε σε όλες τις μετέπειτα ιστορικές εξελίξεις. Εξελίξεις, οι οποίες έφτασαν να δημιουργήσουν μια νέα εθνική ενότητα, όχι την ψευδεπίγραφη του Λιβάνου και της Καζέρτας που εντέλει πλήρωσε ακριβά το λαϊκό κίνημα.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα γιορτάζεται την 28η Οκτωβρίου, δηλαδή με την έναρξη της ελληνοϊταλικής σύρραξης. Είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο που δεν γιορτάζει την απελευθέρωσή της και σύμφωνα με τον καθηγητή Πολιτικής Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστήμιου Αθηνών, Θάνο Βερέμη, αυτό συμβαίνει γιατί μετά την απελευθέρωση που κήρυξε το «τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου» ήρθε ο εμφύλιος που ανάγκασε ουσιαστικά τη χώρα να συνεχίσει να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.
Αυτό έκανε την κυβέρνηση να ορίσει την 28η Οκτωβρίου 1940 ως εθνική επέτειο και όχι την 12η Οκτωβρίου ή την 18η Οκτωβρίου 1944, ημέρα που ο Γεώργιος Παπανδρέου ύψωσε τη σημαία στην Ακρόπολη. Ούτε ακόμη, την 30η Οκτωβρίου 1944 (αποχώρηση των Ναζί από τη Θεσσαλονίκη) που σηματοδότησε το τέλος στο κεφάλαιο «Β’ Παγκόσμιος πόλεμος» για τη συμπρωτεύουσα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να καθιερωθεί ως εθνική επέτειος η 9η Μαΐου 1945, μια ημέρα που γιορτάζει η Ευρώπη το τέλος του πολέμου, μιας και εμείς είχαμε ήδη απαλλαχθεί από τη ναζιστική κατοχή, από τον Οκτώβριο του 1944.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία, η χώρα μας δεν πρόλαβε να χαρεί την απελευθέρωση, δεν ξημέρωσαν καλύτερες ημέρες καθώς ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά, η Βάρκιζα, ο ακήρυκτος και ο ίδιος ο εμφύλιος πόλεμος.
Ο καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστήμιου Αθηνών, Θάνος Βερέμης μιλώντας στο Newsbomb.gr ανέφερε ότι: «Η απελευθέρωση δεν ήταν ευχάριστο γεγονός, συντελείται μέσα σε μία κατάσταση εμφυλίου πολέμου, έχουν ήδη συγκρουστεί οι δυνάμεις της αριστεράς με τους Βρετανούς και με την κυβέρνηση Παπανδρέου, δεν έχουμε ευχάριστα γεγονότα, έχουμε αλληλοσφαγή τον Δεκέμβριο του 1944 που τελειώνει ο πόλεμος».
Στις 27 Οκτωβρίου του 1940 η «συννεφιά» του πολέμου «κάλυψε» την Ελλάδα. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνη τη μέρα έγραφαν για ιταλική προβοκάτσια περί δήθεν αιφνιδιαστικής εισβολής των Ελλήνων στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Το πρωτοσέλιδο της «Βραδυνής», έγραφε χαρακτηριστικά: «Ήρεμοι και ψύχραιμοι ενώπιον και των νέων μύθων». Στο κατατοπιστικό ρεπορτάζ σημειώνονται οι ανυπόστατες κατηγορίες της γείτονος για ελληνική επίθεση, όπως τις μεταφέρει το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων και τις διαψεύδει το αντίστοιχο ελληνικό.
Παράλληλα ο τύπος κάλυπτε και τα διεθνή τεκταινόμενα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τις κινήσεις Γερμανίας και Αγγλίας αλλά και τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές φυσικά, οι οποίες ήταν προγραμματισμένες για «την μεταπροσεχή Τρίτην».
«Η Ελλάδα πριν μπει στον πόλεμο του 1940 ήταν υπό δικτατορία. Ο Ιωάννης Μεταξάς κατάφερε να γίνει δημοφιλής με τη στάση του έναντι της Ιταλίας. Πήρε μία αποφασιστική στάση και είπε στον Ιταλό Πρέσβη που πήγε να τον δει σπίτι του “δεν μπορεί να περάσει ο στρατός μέσα από το ελληνικό έδαφος”», ανέφερε ο κύριος Βερέμης.
Οι Έλληνες δεν ήταν προετοιμασμένοι για τον πόλεμο του 1940 και σίγουρα δεν είχαν τα ίδια στρατιωτικά μεγέθη με τους Ιταλούς του Μουσολίνι, όμως κατάφεραν να τους νικήσουν, περνώντας μάλιστα και στην αντεπίθεση.
«Κερδίσαμε τον πόλεμο γιατί διαλέξαμε το πεδίο της μάχης», είπε ο κύριος Βερέμης και πρόσθεσε: «Οι Έλληνες πολέμησαν στο Καλπάκι γιατί είχαν τη φύση με το μέρος τους. Επίσης, τα μέρη εκείνα ήταν αρκετά προβληματικά για τα ιταλικά οχήματα. Ο ελληνικός στρατός είχε το προβάδισμα εκεί γιατί μπορούσε να κάνει τη μάχη όπως ήθελε, ήμασταν φτωχότεροι σε οπλισμό σε σχέση με την Ιταλία».
Λίγο μετά τις 03:00 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c’est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταλικών αιτημάτων.
Ο ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Μόλις καθίσαμε, του είπα ότι η κυβέρνησή μου, μού είχε αναθέσει να του κάνω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια τού έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή φωνή: «Alors, c’est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο).
Τού απάντησα ότι η ιταλική κυβέρνηση ήλπιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πώς θα μπορούσα να σκεφτώ ότι ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων».
Αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ».
Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας Ελληνικό Μέλλον του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Ακολούθως υιοθετήθηκε ως σύνθημα, και από άλλες εφημερίδες, και για ακόλουθες περιστάσεις, όπως το εξώφυλλο της εφημερίδας Η Βραδυνή, στις 6 Απριλίου 1941 με αφορμή την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.
Στις 05:30 τα ξημερώματα, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με την αιφνιδιαστική εισβολή (το τελεσίγραφο όριζε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε στις 6 π.μ.) των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη εισήλθε στον πόλεμο. Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατήγαγε εις βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.
Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα γίνεται στη Θεσσαλονίκη, η επίσημη εορτή με κάθε λαμπρότητα, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, με μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία.
Η 28η Οκτωβρίου θα παραμείνει πάντα ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού έθνους. Χρόνια Πολλά Έλληνες! Χρόνια Πολλά Ελλάδα!