ekapse-zontana-ta-paidia-toy-o-teleytaios-ellinas-thanato-poinitis-kai-i-katathesi-tis-syzygoy-prin-xepsychisei-61262
12:25

Έκαψε ζωντανά τα παιδιά του: Ο τελευταίος Έλληνας θανατό ποινίτης και η κατάθεση της συζύγου πριν ξεψυχήσει

12:25
Newsroom

Ο Βασίλης Λυμπέρης γεννήθηκε το 1945. Εκτελέστηκε στις 25 Αυγούστου 1972  μετά από καταδίκη σε βάρος του για ποινικό αδίκημα καθώς έκαψε ζωντανούς  όλη του την οικογένεια.

Της: Έπη Τρίμη

Advertisement

Η εκτέλεσή του στο Ηράκλειο Κρήτης και συγκεκριμένα στο πεδίο βολής της ΣΕΑΠ, έμελλε να είναι η τελευταία περίπτωση εφαρμογής της θανατικής ποινής στην ιστορία της Ελλάδας καθώς επί της κυβερνήσεως του Ανδρέα Παπανδρέου το 1993 καταργήθηκε η θανατική ποινή.

Η γνωριμία με τη σύζυγό του

Ο Βασίλης Λυμπέρης γνωρίστηκε με τη μέλλουσα γυναίκα του, Βασιλική Μάρκου, τον Μάιο του 1967, όταν βρισκόταν στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών κάνοντας παρέα στον πατέρα του, που είχε υποστεί ένα έμφραγμα. Στον ίδιο θάλαμο νοσηλείας βρισκόταν και ο πατέρας της κοπέλας, Π. Μάρκου. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν και άρχισαν να κάνουν παρέα, που σύντομα μετατράπηκε σε ερωτική σχέση. Μόλις λίγους μήνες αργότερα αρραβωνιάστηκαν και παντρεύτηκαν στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Advertisement

Τον πρώτο καιρό τα πράγματα κυλούσαν όμορφα ανάμεσα στο ζευγάρι, ώσπου άρχισαν να ξεπροβάλλουν τα πρώτα προβλήματα. Ο Λυμπέρης έχασε τη δουλειά του και αναγκάστηκαν να στηρίζονται οικονομικά από τους γονείς της Βασιλικής. Παράλληλα είχαν αποκτήσει και το πρώτο τους παιδί, τη μικρή Παναγιώτα, τον Ιούνιο του 1969.

Advertisement

Λόγω των οικονομικών τους προβλημάτων, κατοικούσαν πλέον μαζί με τα πεθερικά του κι ενώ με τον πεθερό του είχαν μια σχέση εκτίμησης, ο Λυμπέρης δεν άντεχε καθόλου την πεθερά του, η οποία, όπως ο ίδιος έλεγε, ανακατευόταν σε όλα.

Η απιστία και ο άγριος χαρακτήρας

Πουλώντας ένα οικόπεδο της γυναίκας του ο Βασίλης Λιμπέρης άνοιξε κάποια στιγμή μια επιχείρηση με μπαταρίες, η οποία όμως δεν ευδοκίμησε και έκλεισε σύντομα. Την ίδια περίοδο έφυγε από τη ζωή και ο πεθερός του και τα πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο για τον νεαρό Λυμπέρη.

Τα μεροκάματα  φορές δεν αρκούσαν και αναγκαζόντουσαν να δανειστούν, ενώ οι καβγάδες του με την πεθερά του είχαν κορυφωθεί. Ένα ακόμα δικό της οικόπεδο, που κατάφερε να αποσπάσει και να πουλήσει, τελικά το χρησιμοποίησε για να πάρει νέο αυτοκίνητο. Εν τω μεταξύ, η Βασιλική εκείνο το διάστημα ήταν ήδη έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, τον Γιώργο.

Advertisement

Οι οικονομικές συνθήκες που δεν έβλεπαν βελτίωση και οι εντάσεις στο σπίτι ώθησαν τον Λυμπέρη να εγκαταλείψει την οικογένειά του και να μετακομίσει μόνος του σε ένα σπίτι που νοίκιαζε στην πλατεία Βάθης της Αθήνας. Βασικά, σχεδόν μόνος του, γιατί ο κύριος είχε αποκτήσει και ερωμένη, την 18χρονη Μαρία Γκίκα.

Η γυναίκα του είχε μάθει για την ερωμένη του άντρα της, την οποία ο ίδιος της είχε πει ότι ήθελε και να παντρευτεί! Λίγες μέρες αργότερα βέβαια, γύρισε πάλι στη Βασιλική ζητώντας της να τον συγχωρέσει και προσπαθώντας να πείσει για μια ακόμα οικονομική συνδρομή από την μητέρα της. Η Βασιλική σύντομα αποφάσισε ότι δεν μπορεί να τον ανέχεται άλλο και ξεκίνησε τις διαδικασίες διαζυγίου, για το οποίο ορίστηκε δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου.

Το χρονικό της υπόθεσης

Ο 27χρονος Λυμπέρης καταδικάστηκε σε θάνατο, καθώς κρίθηκε από το Πενταμελές Εφετείο (Κακουργιοδικείο) της Αθήνας ένοχος με την κατηγορία ότι έκαψε ζωντανούς:

  • Την εν διαστάσει σύζυγό του Βασιλική Λυμπέρη, 24 ετών
  • Την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου, 55 ετών
  • Την κόρη του Παναγιώτα Λυμπέρη, 2½ ετών
  • Τον γιο του Γιώργο Λυμπέρη, ενός έτους

Advertisement

Το τραγικό περιστατικό συνέβη τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 1972 και τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Ιανουαρίου στο σπίτι των θυμάτων στο Χαλάνδρι, ενώ ο δράστης είχε και τρεις φίλους του συνεργούς στο έγκλημα. Η πεθερά και τα παιδιά ξεψύχησαν ακαριαία, αλλά η σύζυγός του έζησε μέχρι το μεσημέρι της 5ης Ιανουαρίου και ήταν αυτή που κατήγγειλε το περιστατικό από το νοσοκομείο. Η υπόθεση είχε απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη την εποχή εκείνη.

Η σύζυγος Βασιλική μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Θα αντέξει μόλις είκοσι ώρες. Πριν “φύγει” από τη ζωή θα προλάβει να μιλήσει σε μια θεία της, που ήταν μοναχή. “Αυτός μας έκαψε. Αυτός μας έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά. Ο κακούργος το έκανε για να μας εκδικηθεί, γιατί δεν θέλαμε να πωλήσουμε τα κτήματά μας και να του δώσουμε τα λεφτά να τα φάει. Αυτός ο κακούργος έκαψε τα παιδιά μας” είπε στη θεία της, σύμφωνα με όσα έγραφε η εφημερίδα “Μακεδονία” την επόμενη ημέρα. Ο Λυμπέρης όταν ερωτήθηκε αρχικά για το συμβάν είπε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο του, ενώ για τα εγκαύματά του υποστήριξε ότι έψηνε καφέ και έσκασε το γκαζάκι.

Πώς έγινε το ειδεχθές έγκλημα

Τα Χριστούγεννα του 1971 ο Βασίλης Λυμπέρης είχε φύγει από το σπίτι του. Βρισκόταν σε διάσταση με την γυναίκα του Βασιλική, χωρίς ο ίδιος να το θέλει, αφού κατηγορούσε συνεχώς την πεθερά του, η οποία “της έβαζε λόγια”, όπως περιέγραφε. Είχε καταλύσει σε μια πανσιόν στην οδό Σωνιέρου στο κέντρο της Αθήνας. Εκείνες τις ημέρες θα γνωρίσει παίζοντας χαρτιά τον Παύλο Αγγελόπουλο. Θα του εκμυστηρευτεί τα προβλήματα που είχε στο σπίτι του, κατηγορώντας την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου.

Ήθελε να την “βγάλει από την μέση” και ζήτησε την βοήθειά του. Ο Αγγελόπουλος αν και στην αρχή ήταν αρνητικός, τελικά πείθεται με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο και ενημερώνει και τον εξάδλεφό του Θεόδωρο Καπρέτσο. Στις 4 Ιανουαρίου ο Λυμπέρης θα τους συναντήσει σε μια ταβέρνα. Θα επαναλάβει τα σχέδια του. Είχε άλλωστε προμηθευτεί μπιτόνια με βενζίνη. Καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και φεύγουν από την ταβέρνα. Ο Παύλος Αγγελόπουλος θα πει αργότερα σε μία συνέντευξη πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε αυτή η καταστροφή».

Στο δρόμο θα σταματήσουν για να προμηθευτούν σπίρτα. Ο Αγγελόπουλος δειλιάζει. Εκφράζει τον φόβο του μήπως εκτός από την πεθερά του Λυμπέρη, βρίσκονται στο σπίτι η γυναίκα και τα παιδιά του. “Με πήρε και με πήγε σε ένα περίπτερο και σήκωσε το τηλέφωνο η πεθερά του. Της λέει: “Θέλω να έρθω να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου”. Και του απαντάει: “Δεν είναι εδώ. Λείπουνε στο Πέραμα. Θα έρθουν μετά από πέντε μέρες. Και εγώ θα φύγω””, θα πει ο Αγγελόπουλος σε κάποια από τις καταθέσεις του αργότερα.

Ξεκίνησαν για το σπίτι του Λυμπέρη. Στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου υπήρχαν δύο ζευγάρια χοντρά γάντια και τρία μπιτόνια με βενζίνη. Πάρκαραν σε ένα χωράφι. Ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο μπήκαν στο σπίτι και ο Καπρέτσος έμεινε έξω να κρατάει “τσίλιες”. Ακροπατώντας έφτασαν στο σπίτι, προχώρησαν στο εσωτερικό. Κινήθηκαν προς το δωμάτιο της πεθεράς του Λυμπέρη. Ο Αγγελόπουλος έλαβε εντολή να μπει μέσα. Εκεί υπήρχε μια κούνια, όπου κοιμόταν γαλήνια ο μικρός γιος του Λυμπέρη. Στα γρήγορα ο Αγγελόπουλος άδειασε τον κουβά και το περιεχόμενο του ήταν διάσπαρτο σε όλο το δωμάτιο. Το σπίρτο άναψε, η φωτιά ξέσπασε ακαριαία και συνοδεύτηκε από έναν έντονο κρότο.

Την ίδια στιγμή ο Λυμπέρης έμπαινε στο δωμάτιο της γυναίκας του Βασιλικής. Μαζί της κοιμόταν η κόρη τους. Το “μπαμ” που ακούστηκε από την φωτιά στο δωμάτιο της πεθεράς του, ξύπνησε την σύζυγό του και την μικρή Παναγιώτα που άρχισε να κλαίει. Με τα μάτια μισάνοιχτα η άτυχη Βασιλική είδε τον εν διαστάσει σύζυγό της να σκορπίζει τη βενζίνη στο πάτωμα και να ανάβει ένα σπίρτο. Όρμησε αμέσως επάνω του, ουρλιάζοντας “Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!”. Εκείνος σάστισε, δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά του μέσα στο σπίτι.

Κάποιο τζάμι ακούστηκε να διαλύεται, ενώ οι φωνές της πεθεράς του έσπαγαν την σιγαλιά της νύχτας. Έσπρωξε την γυναίκα του στο κρεβάτι, άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε πάνω στη βενζίνη. Εκείνες έκαναν μια προσπάθεια να βγουν από το δωμάτιο. Ο Λυμπέρης τις έσπρωξε προς τις φλόγες. Εκείνη προσπάθησε να φτάσει το τηλέφωνο. Τον εξόργισε. Την έριξε κάτω και την πάτησε στο στήθος για να μην μπορεί να κινηθεί. Εκείνη τη στιγμή ο Αγγελόπουλος αντιλήφθηκε ότι ήταν τα παιδιά στο σπίτι.

Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας (6 Μαΐου 1972) ο Λυμπέρης καταδικάστηκε τετράκις «εις θάνατον» (για καθένα από τα θύματα ξεχωριστά), όπως και ένας από τους συνεργούς του (ο 18χρονος Παύλος Αγγελόπουλος), ενώ οι υπόλοιποι δύο καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές.

Τα ουρλιαχτά και η μυρωδιά της καμένης σάρκας “χτύπησαν κόκκινο” στο ποτισμένο με αλκοόλ μυαλό του. Άρπαξε τον τρίτο κουβά βενζίνης που είχαν μαζί τους και τον έριξε προς τον Λυμπέρη. Εκείνος τραβήχτηκε γρήγορα, με αποτέλεσμα να έχει ελαφρά εγκαύματα στο πρόσωπο. Φεύγοντας κλείδωσαν και την εξώπορτα. Την στιγμή που απομακρύνονταν από την περιοχή, το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τρεις άνθρωποι κείτονταν ήδη νεκροί, αλλά η Βασιλική ανέπνεε ακόμα. Το άλλοθι των δραστών ήταν συμφωνημένο. Έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Λυμπέρη, αυτό θα έλεγαν.

Τα ξημερώματα της 5ης Ιανουαρίου, ο 30χρονος Αντώνης Στρογγυλούδης περνώντας έξω από την μονοκατοικία που έμενε η αδελφή της γυναίκας του, θα δει καπνούς να βγαίνουν από το σπίτι. Μαζί με έναν γείτονα έσπρωξαν την πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν φρικτό. Τέσσερα κορμιά κείτονταν στο πάτωμα. Η 55χρονη Αντιγόνη Μάρκου, η 3χρονη Παναγιώτα και ο ενός έτους Γιωργάκης ήταν νεκροί. Όμως η Βασιλική ανέπνεε ακόμα. Η πρώτη εντύπωση που σχηματίσθηκε ήταν πως το σπίτι είχε πιάσει φωτιά και τα τέσσερα θύματα είχαν εγκλωβιστεί στις φλόγες.

Η εκτέλεση

Η εκτέλεση του Λυμπέρη έγινε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου 1972 στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ), στην περιοχή Δύο Αοράκια του Ηρακλείου Κρήτης. Τον Λυμπέρη φόνευσε 12μελές εκτελεστικό απόσπασμα (μόνο τα 6 όπλα περιείχαν αληθινά πυρά), κι ενώ ως τότε ήταν κρατούμενος στις φυλακές Αλικαρνασσού. Στον μελλοθάνατο λίγη ώρα πριν την εκτέλεση είχε επιτραπεί να συντάξει επιστολή προς την μητέρα του. Νωρίτερα είχε κατατεθεί αίτηση από τους συνηγόρους του προς το Συμβούλιο Χαρίτων ώστε να του αποδοθεί χάρη, ωστόσο η αίτηση απορρίφθηκε παμψηφεί.

Η κινηματογραφική μεταφορά

Το περιστατικό της δολοφονίας μεταφέρθηκε την ίδια χρονιά και στον κινηματογράφο, καθώς γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Οι σατανάδες της νύχτας» σε σκηνοθεσία Μάριου Ρετσίλα και παραγωγή Τζέιμς Πάρις. Τον ρόλο του Βασίλη Λυμπέρη υποδύθηκε ο Γιάννης Κατράνης.

Πηγές: Wlikipedia| Έθνος | Μακεδονία | Βραδυνή