Μία νεοδιόριστη δασκάλα, την οποία το κράτος έστειλε να διδάξει μακριά από το σπίτι της, μιλάει για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει.
“Ο μανάβης έκανε δώρο μια μπανάνα στο δεκαπέντε μηνών μωρό μου μέσα στο καρότσι. Ντράπηκα. Είχα κόψει από ένα τσαμπί δύο μπανάνες για τη φρουτόκρεμα. Μυρίστηκε πως υπήρχε δυσκολία. Το παιδί τού χαμογέλασε. Ντράπηκα. Όταν ήμουν μικρή έλεγα πως δεν θα έχω οικονομικά θέματα όπως είχαν οι γονείς μου. Σπούδασα. Πήρα πτυχίο και μεταπτυχιακό με άριστα. Δασκάλα είμαι. Νεοδιόριστη που το κράτος έστειλε μακριά από την οικογένεια.
Ξέρεις πόσες οικογένειες πασχίζουν να επιβιώσουν μακριά από τα σπίτια τους; Γνωρίζεις τι μισθό παίρνω; Έχεις δει τιμές εισιτηρίων, βενζίνης, προϊόντων; Ρούχα δεν αγοράζω, τίποτα για μένα. Το ενοίκιο, το σούπερ μάρκετ, η βενζίνη δεν αφήνουν περιθώρια.
Ξέρεις τι ζητώ; Κάτι που δεν θα έχει κανένα απολύτως δημοσιονομικό κόστος. Να πέσει μια υπογραφή και να λυτρώσει χιλιάδες ανθρώπους. Ανθρώπους που στήριξαν την παιδεία, τα σχολεία μας, τα παιδιά μας για δέκα χρόνια και βάλε. Αυτοί οι άνθρωποι καλούνται να υπηρετήσουν ξανά μακριά! Μια χρονική περίοδο που για να ανταπεξέλθουν φτάνουν να μειώνουν το φαγητό τους και να κρυώνουν γιατί η θέρμανση κοστίζει.
Μετρώντας τις μέρες στο ημερολόγιο, πότε θα ξαναδεί τον σύζυγο, το παιδί, αν θα προλάβει ζωντανούς τους υπερήλικες γονείς του. Μετρά τη ζωή του σε μέρη που υπηρέτησε. Μετρά τη ζωή του ξέροντας πως δε θα ζήσει αιώνια αλλά όσο ζήσει, επιθυμεί να έχει δίπλα του την οικογένειά του. Επιθυμεί να μπορεί να θρέψει τα παιδιά του, να δίνει τα χρήματα στο φαγητό, στη θέρμανση, όχι στο ενοίκιο, στη βενζίνη. Δεν περισσεύουν. Για την ακρίβεια, δε φτάνουν… Επιθυμεί να μην ντρέπεται. Να χαμογελά και να το εννοεί. Έτσι κι αλλιώς από τα παιδιά δεν μπορείς να κρυφτείς”.