Έγκλημα στην Αγία Βαρβάρα: Οι κάμερες από ένα κατάστημα μαρτύρησαν τους τρεις δολοφόνους. Εκείνοι, τα ξημερώματα δολοφόνησαν με πεταλούδα τη μητέρα ηλικίας πενήντα ετών από την περιοχή της Αγίας Βαρβάρας.
Μάλιστα, έμειναν μέχρι τις 9:10 το πρωί στο ματωμένο διαμέρισμα. Επέστρεψαν δύο ώρες αργότερα και έμειναν μέχρι το απόγευμα. Όλη αυτή την ώρα το πτώμα της άτυχης γυναίκας ήταν μέσα στο υπερυψωμένο ισόγειο της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου. Ήταν δεμένο με ιμάντες και τυλιγμένο, μετά το αποτρόπαιο έγκλημα. Όπως αναφέρεται στο διαβιβαστικό της δικογραφίας. «Στο πλαίσιο της έρευνας, αναζητήθηκε και κατασχέθηκε οπτικό υλικό από καταστήματα πλησίον του διαμερίσματος της 50χρονης. Από την ανάλυση – επεξεργασία του οπτικού υλικού προέκυψε ότι την 09:10΄ ώρα της 5-11-2020 εξέρχονται από την πολυκατοικία που διέμενε το θύμα ένας άνδρας και μια κοπέλα. Κινούνται με κατεύθυνση προς την Ιερά Οδό.
Δευτερόλεπτα αργότερα, φαίνεται να εξέρχεται από την πολυκατοικία και να κινείται προς την ίδια κατεύθυνση ένας ακόμη άντρας. Την 11:01΄ ώρα, οι προαναφερόμενοι άντρες φαίνονται να επιστρέφουν στην πολυκατοικία. Από αυτή φεύγουν τελικά την 15:57΄ ώρα της 5-11-2020».
Οι έμπειροι αξιωματικοί του Ανθρωποκτονιών από την πρώτη στιγμή κατάλαβαν ότι δράστες και θύμα ήταν γνωστοί. «Από την ανάλυση του τόπου του εγκλήματος, ως πηγής πληροφοριών που αντικατοπτρίζει τη συμπεριφορά των δραστών για την κατάταξη της ανθρωποκτονίας και τον προσδιορισμό του κινήτρου αυτής, προκύπτει ότι, η κατάσταση στην οποία βρέθηκε το πτώμα (τυλιγμένο με κλινοσκεπάσματα), η επιλογή του τόπου (οικία θύματος), η ανυπαρξία ιχνών παραβίασης, καθώς και το μέσον τέλεσης του εγκλήματος αλλά και το πλήθος και η μορφολογία των τραυμάτων (εστίαση σε περιορισμένη ζωτική περιοχή, στην τραχηλική χώρα και στο πρόσωπο), παρέχουν ενδείξεις που παραπέμπουν σε «οικιακή ανθρωποκτονία» τελεσθείσα από άτομο που ανήκε στον στενό κύκλο του θύματος» αναφέρεται στο διαβιβαστικό της δικογραφίας.
Σύμφωνα με το πόρισμα της Ασφάλειας «Κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε στον τόπο του εγκλήματος, παρατηρήθηκε εικόνα έρευνας στα δύο υπνοδωμάτια του διαμερίσματος. Η εξώπορτα βρέθηκε ανοιχτή. Δεν είχε ίχνη παραβίασης. Τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες του διαμερίσματος ήταν κλειστά και ασφαλισμένα. Το πτώμα της βρέθηκε στο δάπεδο. Βρέθηκε στον χώρο ανάμεσα στο κρεβάτι και την ντουλάπα του υπνοδωματίου της. Ήταν ενδεδυμένο με πιζάμες, τυλιγμένο και σκεπασμένο με κλινοσκεπάσματα. Επιπλέον, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα με υφασμάτινες ζώνες.
Στο εσωτερικό της ντουλάπας παρατηρήθηκαν ίχνη αίματος. Σε επιφάνεια συρταριέρας που βρισκόταν εντός αυτής, παρατηρήθηκε ένα αιματηρό πελματικό αποτύπωμα. Στο δάπεδο της κουζίνας, κάτω από μια πλαστική σακούλα, βρέθηκε ένα μαχαίρι τύπου «πεταλούδα». Αυτό έφερε ίχνη αίματος. Σύμφωνα με τον Ιατροδικαστή που προσήλθε στο σημείο, το πτώμα έφερε πολλαπλά τραύματα από νύσσον και τέμνον όργανο στο πρόσωπο και στην τραχηλική χώρα. Επιπλέον, ο χρόνος θανάτου προσδιορίστηκε 24 ώρες περίπου πριν τη νεκροψία».
Όπως αναφέρει το διαβιβαστικό της δικογραφίας «Η 50χρονη δεν είχε μόνιμη εργασία. Από τότε που απεβίωσε ο σύζυγός της, έκανε διάφορες δουλειές. Εκτός αυτού, λάμβανε και οικονομική βοήθεια από συγγενείς της ενώ τον τελευταίο καιρό είχε πουλήσει το αυτοκίνητο του συζύγου της καθώς και ένα σπίτι ιδιοκτησίας της. Πριν ένα χρόνο, έπειτα από τον θάνατο του άνδρα της, οι σχέσεις μεταξύ μητέρας και κόρης οξύνθηκαν, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν χώρα μεταξύ τους διενέξεις με ιδιαίτερη ένταση, σχεδόν σε καθημερινή βάση.
Η 15χρονη είχε σταματήσει το σχολείο, από την αρχή του τρέχοντος έτους και τους τελευταίους 6 περίπου, ξεκίνησε να φιλοξενεί στο διαμέρισμα τον 17χρονο Ρουμάνο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι διενέξεις μεταξύ της 50χρονης και της κόρης της να γίνουν εντονότερες. Η γυναίκα συγκρούονταν με την κόρη της και τον Ρουμάνο εκτός των άλλων και επειδή θεωρούσε πως της είχαν κλέψει τα χρήματα από την πώληση του αυτοκινήτου. Οι γείτονες, την άκουσαν τελευταία φορά να διαπληκτίζεται με τους κατηγορούμενους περίπου 6 ημέρες πριν βρεθεί νεκρή. Συγκεκριμένα, κατηγορούσε την κόρη της και τον Ρουμάνο ότι της έχουν αφαιρέσει κάποια κάρτα και τους ζητούσε σε έντονο ύφος να της την επιστρέψουν».
Τέλος το διαβιβαστικό αναφέρει: «Απολογούμενοι κατηγορούμενοι ομολόγησαν την πράξη τους και ισχυρίστηκαν ότι κίνητρο του εγκλήματος ήταν η άσχημη συμπεριφορά της 50χρονης απέναντι στην κόρη της. Για το λόγο αυτό αποφάσισαν να τη σκοτώσουν χορηγώντας της κάποιο δηλητήριο. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να το προμηθευτούν αποφάσισαν να τη σκοτώσουν μαχαιρώνοντάς την μέσα στο σπίτι της όταν θα κοιμόταν. Για τον λόγο αυτό ζήτησαν βοήθεια από τον 16χρονο Έλληνα ο οποίος και δέχτηκε ζητώντας όμως ως αντάλλαγμα κάποιο χρηματικό ποσό από τα χρήματα που θα έβρισκαν στο σπίτι της 50χρονης.
Ξημερώματα της 5-11-2020, ο 17χρονος Ρουμάνος άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος στον 16χρονο Έλληνα, του έδωσε το μαχαίρι, που βρέθηκε κατά την αυτοψία, στον τόπο του εγκλήματος και μαζί πήγαν στο υπνοδωμάτιο της 50χρονης, η οποία κοιμόταν. Εκεί, ο 16χρονος ξεκίνησε να τη μαχαιρώνει και ο Ρουμάνος την κρατούσε ακίνητη καθώς αντιδρούσε. Στη συνέχεια την έδεσαν και την τύλιξαν με σεντόνια για να τη μεταφέρουν εκτός του διαμερίσματος, κάτι που τελικά δεν έγινε. Καθ’ όλη τη διάρκεια από τη δολοφονία της μητέρας της, η 15χρονη βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο.
Έπειτα, ξεκίνησαν να ψάχνουν το διαμέρισμα με σκοπό να βρουν χρήματα. Αντί χρημάτων βρήκαν την κάρτα ανάληψης του θύματος, την οποία χρησιμοποίησαν λίγο αργότερα κάνοντας αναλήψεις από διάφορα ΑΤΜ τραπεζών. Η 15χρονη δεν έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για οποιοδήποτε αδίκημα. Ο 17χρονος Ρουμάνος έχει κατηγορηθεί για κλοπή από κοινού, μεταξύ άλλων και με τον 16χρονο Έλληνα, ο οποίος έχει κατηγορηθεί επιπλέον και για παράβαση του νόμου περί όπλων».