Οι Δροσουλίτες είναι οι πολεμιστές που έδωσαν ηρωική μάχη στο Φραγκοκάστελο των Χανίων απέναντι στους Τούρκους, σκοτώθηκαν και έμειναν άταφοι εκεί.Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, συχνά πυκνά κάνουν την εμφάνισή τους.
Αν ποτέ βρεθείς στα κοντά σε εκείνα τα μέρη, πήγαινε στο Φραγκοκάστελο και μπορεί να δεις και εσύ αυτές τις πολυθρύλητες σκιές που ο αστικός μύθος θέλει να είναι οι ατρόμητοι πολεμιστές που πολέμησαν του Τούρκους και περίπου 115 χρόνια αργότερα τρόμαξαν τους Γερμανούς που άτακτα υποχώρησαν.
Ο ξεσηκωμός κατά των Τούρκων είχε φουντώσει σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στα τέλη του 1827 η φωτιά είχε φτάσει και στην Κρήτη. Εκεί η Επανάσταση ξεκίνησε από τα ηρωικά Σφακιά. Οι Κρήτες επαναστάτες καλούν τον πολέμαρχο Χατζημιχάλη Νταλιάνη, μέλος της Φιλικής Εταιρείας που με δικά του χρήματα οργάνωσε το πρώτο ιππικό σώμα της Ελλάδας και ήταν συμπολεμιστής του Καραϊσκάκη στην ιστορική μάχη του Φαλήρου.
Η φήμη του Νταλιάνη έκανε τους Κρήτες να πιστεύουν πως θα τους οδηγήσει στη νίκη. Εκείνος αποδέχεται την πρόταση και ξεκινά το ταξίδι για τη μεγαλόνησο. Εκεί, πιάνει αμέσως δουλειά και οργανώνει ένα μικρό, αλλά ιδιαίτερα μαχητικό σώμα που αποτελούταν από 500 «πεζικάριους» και 100 ιππείς.
Η άφιξή του στην Κρήτη ανεβάζει την ψυχολογία των ντόπιων επαναστατών και η μια νίκη διαδέχεται την άλλη κατά των Τούρκων, οι οποίοι μετρούν νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Αυτή η κατάσταση εξοργίζει τον Αλβανό πασά της Κυδωνίας, Μουσταφά, ο οποίος είχε μάθει για την άφιξη του γνωστού και μη εξαιρετέου Νταλιάνη.
Του στέλνει τελεσίγραφο και απαιτεί να φύγει από την Κρήτη μέσα σε 10 ημέρες, παράλληλα, προσπαθεί να δελεάσει τους Κρήτες να μη πολεμούν στο πλάι του «ξένου» και να του τον παραδώσουν. Μάταια. Ο μεν Νταλιάνης απαντά στον πασά πως έφτασε στην Κρήτη για να πολεμήσει και αυτό θα κάνει, οι δε Κρητικοί τον περιέβαλαν με αγάπη και αφοσίωση.
Ο Νταλιάνης καταλαμβάνει με περίπου 600 άνδρες το Φραγκοκάστελλο στα Σφακιά. Αποφασίζει να δώσει εκεί την κρίσιμη μάχη με τον Μουσταφά. Πιθανότατα υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του και δεν άκουσε τους Κρήτες που του έλεγαν να ανέβουν στα βουνά. Αυτός προτίμησε την πεδιάδα.
Ο πασάς στέλνει περίπου 8.000 άνδρες και επιπλέον 400 ιππείς αλλά και αρκετά κανόνια. Η άνιση μάχη ξεκίνησε στις 17 Μαΐου. Όσοι στρατιώτες του Χατζημιχάλη ήταν στον προμαχώνα σκοτώθηκαν σχεδόν αμέσως. Ακολουθεί δεύτερη, σκληρή και εξίσου άνιση μάχη στην είσοδο του κάστρου. Λέγεται πως η πύλη «έφραξε» από τα πτώματα και των δυο πλευρών.
Ο Νταλιάνης αντιλαμβάνεται πως δύσκολα θα καταφέρει να επιβιώσει και προσπαθεί να μεταφέρει άλλου το πεδίο της μάχης. Ήταν, όμως, πλέον αργά. Οι δυνάμεις του Μουσταφά περικυκλώνουν τον Ηπειρώτη οπλαρχηγό, ο οποίος πολεμά μέχρι και τη στιγμή που το σπαθί του σπάει και το άλογό του πέφτει νεκρό.
Οι Οθωμανοί βγάζουν όλο το μένος τους πάνω στο άψυχο σώμα του οπλαρχηγού. Του κόβουν το κεφάλι και το στέλνουν «τρόπαιο» στον Μουσταφά. Το κάστρο πέφτει όταν μερικές ημέρες αργότερα οι τελευταίοι επιζώντες αποφασίζουν να το παραδώσουν. Οι Οθωμανοί, νικητές και «τροπαιούχοι», αφήνουν άταφα τα πτώματα των ηττημένων (περίπου 380 πολεμιστές), παίρνουν τους δικούς τους νεκρούς (περισσότεροι από 850) και φεύγουν.
Η θυσία του Νταλιάνη (ακόμα κι αν αυτή οφειλόταν στην ξεροκεφαλιά του) συγκίνησε τους Κρήτες και μεγάλωσε το μύθο γύρω από αυτό το ιστορικό γεγονός. Τα άταφα πτώματα των επαναστατών στάθηκαν καθοριστικός παράγοντας για τα όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τις ημέρες μας.
Λέγεται πως οι ψυχές εκείνων που έπεσαν στη μάχη αλλά έμειναν άθαφτοι παραμένουν στον τόπο που σκοτώθηκαν. Κάπως έτσι μερικά χρόνια αργότερα από εκείνη τη φοβερή μάχη, λίγο μετά τα μέσα του Μάη, κάποιοι βοσκοί έκπληκτοι είδαν πάνω από την ερειπωμένη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους μια ολόκληρη στρατιά από ένοπλες (ακόμα και έφιππες) σκιές να προελαύνουν προς το Φραγκοκάστελο και από εκεί στη θάλασσα όπου και χάθηκαν.
Ήταν πρωί, ξημέρωμα και γι’ αυτό τους έδωσαν το όνομα «Δροσουλίτες». Από τότε αυτή η άψυχη στρατιά μαχητών, που αμέσως συνδέθηκε με τους μαχητές του Νταλιάνη, κάνει συχνά-πυκνά την εμφάνισή της. Πάντα την ίδια ώρα, πάντα την ίδια εποχή, πάντα για περίπου ένα δεκάλεπτο. Κάποιες χρονιές το φαινόμενο είναι ίσα- ίσα ορατό και κάποιες άλλες είναι τρομακτικά έντονο.
Το 1890 ένα απόσπασμα Τούρκων αντίκρισε τους Δροσουλίτες και αμέσως σήμανε συναγερμός, όλοι οπλίστηκαν και περίμεναν την επίθεση η οποία, ωστόσο, δεν ήρθε ποτέ, καθώς οι σκιές χάθηκαν μέσα στη θάλασσα.
Πολλά χρόνια αργότερα κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής η ιστορία επαναλήφθηκε. Ένα απόσπασμα από στρατιώτες της Βέρμαχτ ήρθε αντιμέτωπο με τους Δροσουλίτες. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο ήταν τέτοια η τρομάρα τους που αφενός άνοιξαν πυρ και αφετέρου δεν είδαν ότι οι σκιές χάνονταν στα καταγάλανα νερά με αποτέλεσμα να θεωρήσουν πως οι επιτιθέμενοι απλά «λούφαξαν». Ειδοποίησαν τη στρατιωτική τους διοίκηση στα Χανιά, η οποία ξεκίνησε έρευνες που κατέληξαν στο ότι δεν υπήρχε κανένας στρατός, αλλά όλο αυτό ήταν ένα «φυσικό φαινόμενο» το οποίο δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.
Κατά καιρούς διάφοροι επιστήμονες έχουν προσπαθήσει να δώσουν μια εξήγηση, πειστική ή λιγότερο πειστική σχετικά με αυτό το φαινόμενο. Αρκετοί μιλούν για «διάθλαση του φωτός». Όπως, δηλαδή, δημιουργείται το ουράνιο τόξο, έτσι δημιουργούνται και οι Δροσουλίτες, πάντα την ίδια εποχή, πάντα την ίδια ώρα, πάντα με την ίδια διάρκεια. Εκεί που πέφτουν οι ακτίνες του ήλιου, υπό ένα σημαντικό ποσοστό υγρασίας, στο συγκεκριμένο μέρος και «λαμβάνουν» την κίνησή τους από την εκλειπτική τροχιά της γης σε συνάρτηση με τη μορφολογία του εδάφους.
Κάποιοι άλλοι μιλούν για το φαινόμενο του «ανώτερου αντικατοπτρισμού» και εικάζουν πως στην πραγματικότητα πρόκειται για σκιές στρατιωτών που εκπαιδεύονται στις ακτές της Λιβύης. Αυτό το σενάριο, ωστόσο, εξασθενεί αν αναλογιστεί κανείς πως επιστημονικά έχει αποδειχθεί πως το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού δεν μπορεί να προκληθεί σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 40 μιλίων.
Τέλος, υπάρχουν και αυτοί που δεν ικανοποιούνται από τις δυο παραπάνω θεωρίες και υποστηρίζουν πως πράγματι οι Δροσουλίτες είναι οι μαχητές που έπεσαν στο Φραγκοκάστελο. Ο στρατηγός Χρήστος Νταλιάνης, δισέγγονος του Χατζημιχάλη, το 1928 απευθύνθηκε στην Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών με τους ερευνητές της να αποκαλούν το φαινόμενο «μεταφυσικό».