Νέα στοιχεία για τη διπλή δολοφονία που σημειώθηκε στη Σαλαμίνα το 2011 έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Οι κάτοικοι της Σαλαμίνας έβλεπαν για μεγάλο χρονικό διάστημα έναν ξένο να τριγυρνά στο νησί τους.
Στην αρχή θεώρησαν ότι ήταν κάποιος τουρίστας που είχε αγαπήσει τη χώρα μας ή ιστορικός που αναζητούσε στοιχεία για την περίφημη Ναυμαχία της Σαλαμίνας η οποία, σύμφωνα με τους ιστορικούς, έγινε πριν από 2.500 χιλιάδες χρόνια.
Όπως είχε δημοσιεύσει η «εφημερίδα ΜΠΑΜ», ήταν ένας Καναδός συνταξιούχος αστυνομικός ο οποίος ερευνούσε τη δολοφονία του 27χρονου υπαξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού Γιώργου Μπάκα και της 22χρονη φίλη του Νατάσας Απέργη το 2011.
Μία δολοφονία που μέχρι και σήμερα παραμένει ανεξιχνίαστη, ενώ δεν έχει βρεθεί το πτώμα της νεαρής κοπέλας.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, πριν από λίγες εβδομάδες, η ανακρίτρια Πειραιά, με βάσει τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε ο Καναδός ερευνητής, άσκησε ποινική δίωξη σε ένα ζευγάρι από τη Σαλαμίνα ως δράστες του διπλού φονικού.
Ο 36χρονος και η 35χρονη φίλη του απολογήθηκαν και προσπάθησαν να πείσουν τη δικαστική λειτουργό ότι δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση.
Ο Καναδός πρώην αστυνομικός, ο οποίος έκανε έρευνες κατόπιν εντολής της οικογένειας του δολοφονημένου υπαξιωματικού, στα στοιχεία που προκάλεσαν την ποινική δίωξη του ζευγαριού είχε επικαλεστεί αρκετές λεπτομέρειες.
Σύμφωνα με τον 36χρονο, «αυτές οι πληροφορίες ήταν ευρέως γνωστές εξαιτίας της τηλεοπτικής και ερευνητικής έκτασης που έλαβε η υπόθεση με την εμπλοκή της Αγγελικής Νικολούλη.
Επίσης, οι περιγραφές που έδωσε προήλθαν από εμένα προς εκείνον, αλλά θα μπορούσαν να διατυπωθούν από πάρα πολλά πρόσωπα, αρκεί απλώς να έχουν παρακολουθήσει έστω μία εκπομπή της γνωστής δημοσιογράφου».
Στη συνέχεια όμως, σύμφωνα με τον 36χρονο, η υπόθεση «χάθηκε στη μετάφραση» και πιο συγκεκριμένα στο Google translate.
«Οι συζητήσεις μας ήταν παρά πολλές, προσπαθώντας να βοηθήσω και να μάθω και εγώ ο ίδιος τι συνέβη στον κολλητό μου φίλο, αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα. ∆εν ξέρω καθόλου αγγλικά και ήταν ελάχιστες οι φορές που ήταν παρούσα μια μεταφράστρια.
Έτσι, θέλοντας να συνεννοηθούμε, χρησιμοποιούσα πολλές φορές το Google translate (μεταφραστική εφαρμογή του διαδικτύου), κάτι που είναι ιδιαίτερα επισφαλές». Η δυσκολία όμως στη μεταξύ τους επικοινωνία συνεχίστηκε.
«Ο ιδιωτικός ερευνητής με στοχευμένες και άκρως μελετημένες τακτικές, προσπαθούσε να μου εκμαιεύσει διάφορα πράγματα. Έλεγε π.χ. ο ίδιος πράγματα που μπορεί να συνέβησαν και θεωρούσε τη δική μου κατάφαση ως απόδειξη ώστε να σκιαγραφήσει τον δράστη στο πρόσωπό μου. Μάλιστα, χρησιμοποιούσε υποθετικές φράσεις όπως ‘‘ας υποθέσουμε (supposed that)’’, ‘‘μπορεί, ίσως (could be, maybe)’’ και να με ρωτά αν θεωρώ πιθανό να συνέβη το ένα ή το άλλο».
Όμως ο ένας από τους δύο κατηγορουμένους για τη διπλή δολοφονία του ζευγαριού στη Σαλαμίνα αναφέρθηκε και στα πραγματικά στοιχεία που θα μπορούσαν όντως να τον καταστήσουν ένοχο.
«Ποτέ δεν βρέθηκε δικό μου γενετικό υλικό ή δακτυλικό αποτύπωμα στον τόπο όπου έγινε το έγκλημα, στο σκουλαρίκι, στις τρίχες από τα μαλλιά της Νατάσας Απέργη ή στην τσιμεντένια πλάκα στο σημείο του εγκλήματος.
Επίσης, κανένας αυτόπτης μάρτυρας δεν με κατονόμασε, ενώ και το φυσίγγιο από την καραμπίνα που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος ανήκει σε όπλο που δεν είναι δικό μου. Άλλωστε, όταν ήρθαν οι αστυνομικοί στο σπίτι μου, μόνος μου τους είπα ότι υπάρχουν όπλα τα οποία ανήκουν στον πατέρα μου και βρίσκονται στο πατάρι».
Για τον 36χρονο, ο Καναδός ερευνητής έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο για να βρει τι πραγματικά συνέβη, με αποτέλεσμα να παραποιήσει τα γεγονότα και να ολοκληρώσει γρήγορα γρήγορα το έργο του, αποσκοπώντας στον «εμπλουτισμό» του βιογραφικού του.
Έτσι, ο κατηγορούμενος δεν σταμάτησε εκεί, θέλοντας να προστατέψει το όνομα του και ειδικότερα σε μια κοινωνία όπως της Σαλαμίνας όπου όλοι γνωρίζονται και το έγκλημα που έγινε πριν από δέκα χρόνια κανείς δεν το έχει ξεχάσει.
«Ασκώντας κάθε νόμιμο δικαίωμά μου, προχώρησα σε μήνυση που εκκρεμεί εναντίον του για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδούς κατάθεσης. Θεωρώ ότι τον έπιασε μανιώδης επιθυμία να βρει τη λύση σε ένα «παιχνίδι μυστηρίου».
Έτσι αντιλαμβανόταν την υπόθεση χωρίς να υπολογίζει τον πόνο μου μετά τον θάνατο του πολύ καλού μου φίλου, Γιώργου Μπάκα».
Ο συνήγορος υπεράσπισης του ζευγαριού, ποινικολόγος Γιάννης Γλύκας, μιλώντας στην «Μπαμ» μετά την απολογία των δύο κατηγορουμένων υποστήριξε ότι «η καχύποπτη, ατεκμηρίωτη, καθ’ όλα λανθασμένη ερευνητική επιμονή δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στους κατηγορούμενους οι οποίοι εκλήθησαν, εμφανίστηκαν, τους αποδόθηκε η κατηγορία της ‘‘κατά συρροή ανθρωποκτονίας από πρόθεση’’.
Απολογήθηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι με έναν περιοριστικό όρο. Μια ορθή απόφαση βασισμένη στο αποδεικτικό υλικό».