Ο Δημήτρης Βακρινός ήταν ο ταξιτζής που σκότωσε πέντε ανθρώπους για εξωφρενικά ασήμαντες αφορμές και χαρακτηρίστηκε ως “serial killer”, λίγο μόλις καιρό μετά τη σύλληψη του Θεόφιλου Σεχίδη.
Σκότωσε έναν φίλο του μέσα στο ίδιο του το σπίτι και άργησε μια βδομάδα μέχρι να καθαρίσει τα ίχνη, έβαλε φωτιά σε μια γυναίκα που αρνήθηκε να κάνουν έρωτα, αφού πρώτα είχαν περάσει από διάφορα μπαρ, αφήνοντας ίχνη… Πραγματικά, είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι η αστυνομία τότε δεν μπορούσε να συλλάβει αυτόν τον άνθρωπο. Και πόσα εγκλήματα θα είχαν αποφευχθεί.
Στην κοινή συνείδηση θα μείνει ως ο “κοντός” δολοφόνος, εξαιτίας των λεγομένων του, ότι ένιωθε κόμπλεξ για το ανάστημα του (ήταν 1.65), ότι τον πείραζαν και ότι είχε αγοράσει όπλο για “να νιώθει ψηλότερος”. Οι εφημερίδες και η τηλεόραση της εποχής θα πιαστούν απ’ αυτό και όπως συνήθιζαν ειδικά τότε, θα εξαπολύσουν έναν ρατσιστικό οχετό που θα πάρει μπάλα όλους τους μικρόσωμους ανθρώπους.
Πριν περάσουμε στις δολοφονίες του, ας δούμε κάποια πράγματα απ’ τη ζωή του, αυτά που τότε θεωρήθηκαν ενδιαφέροντα από τις εφημερίδες και φωτίστηκαν περισσότερο απ’ τα υπόλοιπα. Και γι’ αυτό σώζονται μέχρι σήμερα.
Ο Δημήτρης Βακρινός θα γεννηθεί το 1963 στο Πυρρή της Γορτυνίας, και θα είναι το δεύτερο στη σειρά από τα τέσσερα παιδιά μίας πάρα πολύ φτωχής οικογένειας.
Αντικοινωνικός και κακός μαθητής, θα τελειώσει μόνο το δημοτικό -και αυτό με δυσκολία- και θα ασχοληθεί με τα ζώα της οικογένειας του. Βοσκός.
Το 1975, σε ηλικία 13 χρονών θα αφήσει το χωριό του για να γλιτώσει απ’ τον πατέρα του που τον έδερνε σκληρά με κάθε ευκαιρία. “Ήταν μέθυσος”, θα πει αργότερα στους αστυνομικούς.
Αρχικά θα βρεθεί στην Αθήνα και θα δουλέψει σε μια ταβέρνα στη Χασιά, η οποία άνηκε σε συγγενείς της μητέρας του και στη συνέχεια, με τη βοήθεια μίας κοινωνικού λειτουργού, θα μπει σε ένα ίδρυμα στην Ελευσίνα. Εκεί θα μείνει για δυο χρόνια. Κατά το διάστημα της παραμονής του εκεί, θα μαθητεύσει ως ηλεκτροσυγκολλητής στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Θα πάρει την ειδικότητα του και θα εργαστεί στην επιχείρηση έως και το 1992, ασκώντας παράλληλα και το επάγγελμα του ταξιτζή.
Το 1990 θα γνωρίσει την πρώτη του γυναίκα, τη Λίτσα Γερασίμου. Θα παντρευτούν και θα μείνουν μαζί μόνο για 14 μήνες.
“Δεν τα βρίσκαμε”, θα πει η πρώτη του σύζυγος. “Ήταν μια ζωή χωρίς τίποτε ιδιαίτερο. Όλες τις ημέρες ήμασταν κλεισμένοι στο σπίτι. Φίλους δεν είχε, ούτε ήθελε να πηγαίναμε πουθενά.
Στον γάμο μας δεν έφερε τον πατέρα του. Έλεγε πώς ήταν μέθυσος και δεν τον συμπαθούσε. Μόνο τη μητέρα του έφερε κι αυτή ακόμη δεν την άφησε να μπει στην εκκλησία. Ένα μήνα μετά τον γάμο μας έφυγε ξαφνικά από το σπίτι μας, χωρίς να πει οτιδήποτε. Μετά όμως ξαναγύρισε”.
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Βακρινός θα ισχυριστεί στους αστυνομικούς ότι “η πεθερά μου με έδερνε”. Η ίδια όμως, μιλώντας σε δημοσιογράφους, θα το αρνηθεί:
“Λίγο πριν χωρίσουν καθόμαστε με την κόρη μου και πίναμε καφέ στην κουζίνα. Ήταν μαζί μας και το μωρό του άλλου παιδιού μου. Ξαφνικά τον είδα να ζητά απ’ την κόρη μου το βιβλιάριο υγείας. Μόλις εκείνη βγήκε στη βεράντα, τον είδα να την χτυπάει. Έτρεξα αμέσως να τον ρωτήσω γιατί την δέρνει κι εκείνη την ώρα μου έδωσε κι εμένα ένα χαστούκι”.
Οι δυο τους θα χωρίσουν καθώς ο ίδιος δεν θα θελήσει να κάνουν παιδιά. “Φέρνουν προβλήματα”, θα της πει. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο.
Το 1992 ο Βακρινός θα σταματήσει να εργάζεται στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. “Πρέπει να πήρε πάνω από ένα εκατομμύριο αποζημίωση”, θα πει η πρώην σύζυγός του. “Εγώ δεν είδα δραχμή από αυτά τα λεφτά. Αντίθετα, μου είπε ότι ήταν σειρά μου να δουλέψω και αυτός να ξεκουραστεί, δηλαδή να τον ταΐζω. Έτσι άρχισαν οι καβγάδες….”.
Ο Βακρινός γυρίζει τα βράδια και η Γερασίμου μην αντέχοντας άλλο, θα τον διώξει απ’ το σπίτι τους στο Κερατσίνι. Τότε θα κάνει και την πρώτη του καταγεγραμμένη εγκληματική ενέργεια.
Θα κάψει το εξοχικό του πεθερού του στη Σαλαμίνα για να τους εκδικηθεί και στη συνέχεια θα διαρρήξει και το σπίτι του Κερατσινίου. Θα καταδικαστεί ερήμην σε δύο χρόνια με αναστολή.
Πλέον εργάζεται αποκλειστικά ως ταξιτζής και το καλοκαίρι του 1996 θα παντρευτεί -για δεύτερη φορά- την Κυριακή (Κούλα) Χατζηδογιαννάκη. Θα μείνουν μαζί σε ένα διαμέρισμα στο Μοσχάτο, μέχρι και τη μέρα που θα συλληφθεί.
Όλο αυτό το διάστημα, κάτω απ’ τη μύτη φίλων και συγγενών, αυτός ο ήσυχος, λιγομίλητος άνθρωπος όπως τον περιέγραφαν, θα δολοφονήσει πέντε άτομα και άλλα δύο θα τα αφήσει ανάπηρα.
Και όλα αυτά θα τα κάνει χωρίς καμία ουσιαστική αφορμή, χωρίς κανέναν πραγματικό λόγο. Μόνο γιατί θεώρησε ότι τον “πρόσβαλαν”, με τη φαντασία του πολλές φορές να τον προδίδει και να τον παρασέρνει σε αυθαίρετα συμπεράσματα.
Πρώτο θύμα του θα είναι ο Παναγιώτης Γαγλίας, διαρρήκτης, γνωστός στον υπόκοσμο της Αθήνας ως ‘Πεταλούδας’, ένα μόλις μήνα μετά την αποφυλάκισή του, τον Ιούλιο του 1987.
Οι δυο τους έκαναν παρέα και συχνά “τα έπιναν μέχρι πρωίας”, όπως γράφει χαρακτηριστικά εφημερίδα της εποχής. Η σχέση τους όμως δεν ήταν και η καλύτερη. Για παράδειγμα “μια μέρα ο Γαγλίας ζήτησε από τον Βακρινό να του δανείσει για μισή ώρα το αυτοκίνητό που είχε νοικιάσει, όμως του το επέστρεψε τελικά αργά το βράδυ. Όταν ο Βακρινός του ζήτησε τον λόγο, εκείνος τον έβρισε λέγοντάς του “τι θα μου κάνεις ρε;”. Αργότερα θα ανακαλύψει ότι ο Γαγλίας του είχε κλέψει κι ένα κυνηγετικό όπλο”.
Ένα βράδυ, λοιπόν, θα βγουν έξω. Θα γυρίσουν στο σπίτι του Βακρινού στην Πετρούπολη, μεθυσμένοι, και θα μαλώσουν ξανά. Ο Γαγλίας θα αποκοιμηθεί και θα του μουγκρίσει μεθυσμένος μέσα στον ύπνο του “πέσε κοιμήσου, μη σηκωθώ και σε κάνω ασήκωτο”.
Τότε ο Βακρινός θα βγει έξω, θα βρει έναν σιδερολοστό, και όταν επιστρέψει θα τον χτυπήσει σαν μανιακός πολλές φορές στο κεφάλι μέχρι να βεβαιωθεί ότι είναι νεκρός. Στη συνέχεια, θα πάει στο Μοναστηράκι για να αγοράσει ένα μαχαίρι προκειμένου να τεμαχίσει το πτώμα. Τελικά θα το μετανιώσει, θα γυρίσει στο σπίτι του, θα βάλει τον νεκρό φίλο του σε κάτι σακούλες και θα τον φορτώσει στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Θα περιπλανηθεί για αρκετές ώρες και τελικά θα τον πετάξει σε μία ερημική τοποθεσία στο 19ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Άργους-Τριπόλεως. Το πτώμα θα το βρει τυχαία ένας βοσκός στις 14 Αυγούστου του ίδιου χρόνου.
Ο Βακρινός θα μείνει στο σπίτι της αδερφής του για μια βδομάδα για να “κρυφτεί” και στη συνέχεια θα επιστρέψει στο δικό του για να το πλύνει και να καθαρίσει τα αίματα. Έχει κάνει τον πρώτο του φόνο και κανείς δεν έχει υποπτευθεί τίποτα.
“Μόνο στον πρώτο φόνο είχα εφιάλτες”, θα πει αργότερα στο Star. “Για ενάμιση χρόνο. Έπειτα εντάξει, κοιμόμουνα ήσυχος. Την ώρα που σκότωνα θαμπώνανε τα μάτια μου. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Άμα κάνεις την αρχή μετά είναι δύσκολο να κάνεις πίσω. Γλυκαίνεσαι”.
Η 25χρονη κοπέλα θα επιβιβαστεί στο ταξί του λίγο μετά τα μεσάνυχτα στις 20 Νοεμβρίου του 1993. Βρίσκονται στην Αγιά Βαρβάρα και του ζητά να τη μεταφέρει στο Πασαλιμάνι. Κατά τη διάρκεια της κούρσας θα πιάσουν κουβέντα, θα του ανοιχτεί, θα του πει ότι αντιμετωπίζει προβλήματα με τον φίλο της με τον οποίο συζεί -άλλα δημοσιεύματα θα γράψουν ότι ο φίλος της μόλις την είχε χωρίσει. Ο Βακρινός θα της ζητήσει να πιουν ένα ποτό σε κάποιο μπαρ να τα πουν καλύτερα και εκείνη θα δεχτεί.
Στη συνέχεια, θα της ζητήσει να τον ακολουθήσει στο ξενοδοχείο ο ‘Γλάρος’ στον Σκαραμαγκά “για να κάνουν έρωτα” και αυτή θα αρνηθεί. Κάποια άλλα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι γέλασε μαζί του και τον αποκάλεσε “κοντό”. Δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια. Είπαμε και πιο πάνω την παράκρουση που είχαν πάθει τα media με το ανάστημά του.
Εκείνος θα γίνει έξαλλος, αλλά θα το κρύψει καλά.
Θα τη βάλει στο ταξί του, δήθεν για να τη γυρίσει σπίτι της, και πηγαίνοντας προς τη Μάντρα, θα σταματήσει σε ένα βενζινάδικο, όπου και θα αγοράσει ένα μπιτόνι βενζίνη. Λίγο αργότερα θα την κατεβάσει σε ερημική τοποθεσία και θα την περιλούσει με βενζίνη.
“Μόλις η κοπέλα διαισθάνθηκε τι θα συνέβαινε”, γράφει ο ‘Αδέσμευτος Τύπος’, “του πρότεινε να κάνουν έρωτα, αλλά ο αδίστακτος δολοφόνος της είπε: ‘τώρα κάνε έρωτα μόνη σου…’ και την έκαψε ζωντανή”.
“Εκείνη η κοπέλα που έκαψα ζωντανή, ήταν κακιά ώρα. Με θολώσανε οι ορμόνες. Καταλαβαίνεις. Μπήκε πελάτισσα και καταλήξαμε να πίνουμε παρέα. Ύστερα δεν ήθελε. Φταίνε οι ορμόνες…”
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1995 θα πυροβολήσει και θα σκοτώσει εν ψυχρώ δύο αδέρφια, τον Κώστα, 23 ετών και τον Αντώνη Σπυρόπουλο, 35 ετών.
Λίγο καιρό πριν ο Βακρινός τους είχε πουλήσει το αυτοκίνητο του. Ένιωσε όμως ότι τον έριξαν, γιατί ενώ είχαν συμφωνήσει για 700.000 δρχ, εκείνοι του έδωσαν 600.000. “Φύγε, κοντέ, καλοπληρώθηκες”, του είπαν όταν διαμαρτυρήθηκε.
Ο δολοφόνος θα πάει κρυφά στο σπίτι τους στο Μενίδι με μία κλεμμένη μοτοσικλέτα και θα διαρρήξει το αυτοκίνητο με ένα αντικλείδι που είχε κρατήσει. Εκείνοι όμως θα τον ακούσουν και θα αρχίσουν να τον καταδιώκουν, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Κάποια στιγμή, θα σταματήσει να βάλει βενζίνη. Και εκεί θα τον προλάβουν.
Ο μικρότερος από τα δύο αδέλφια θα κατέβει από το αυτοκίνητο, θα τρέξει προς το μέρος του και θα ανοίξει την πόρτα. “Αν με έπιαναν, δεν θα μπορούσα να αντιδράσω, θα με ξυλοκοπούσαν άγρια. Είμαι και αδύναμος…”, θα πει αργότερα κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος. “‘Θα σε γαμήσω’, μου λέει και ίσα ίσα που με ακουμπά. Δεν πρόλαβε να με πιάσει. Εκείνη την ώρα τα έχασα. Έτρεμα. Για να τον αποφύγω, τράβηξα το όπλο και του έριξα”.
Πίσω του ερχόταν και ο άλλος αδερφός, ο Αντώνης. “Τράβηξα το όπλο και τον πυροβόλησα κι αυτόν”.
Ο βενζινοπώλης έφυγε τρέχοντας και τα δύο αδέρφια αιμόφυρτα θα κλειστούν στο γραφείο του, στην προσπάθειά τους να σωθούν. Εκείνος θα αφήσει το 45άρι του και θα βγάλει απ’ το αυτοκίνητο ένα άλλο όπλο των 7,65 μμ. Με αυτό θα τους δώσει και τις χαριστικές βολές.
“Όταν τους είδες πληγωμένους να σέρνονται στο πάτωμα, δεν τους λυπήθηκες, γιατί τους πυροβόλησες ξανά;”, θα τον ρωτήσει η εισαγγελέας κατά την αναπαράσταση. “Το έκανα για να μη με προδώσουν (…) Αν δεν τους είχα ήδη τραυματίσει, θα έφευγα. (…) Για να μη με προδώσουν μπήκα στο πρατήριο και τους σκότωσα”.
Στους αστυνομικούς θα ομολογήσει ότι το αυτοκίνητο ήθελε να το κλέψει για να σκοτώσει έναν νεαρό μοτοσικλετιστή που τον έβρισε νωρίτερα εκείνη τη μέρα στο Μοσχάτο ενώ πάρκαρε. Είχε κρατήσει τον αριθμό της πινακίδας του και είχε σκοπό να τον βρει και να τον χτυπήσει με το αυτοκίνητο.
Δεν μάθαμε ποτέ το όνομα του μοτοσικλετιστή, ούτε κι εκείνος έμαθε ποτέ πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη μέρα.
1993 και ενώ βρίσκεται σε πιάτσα ταξί στην Ελευσίνα περιμένοντας πελάτη, ο συνάδελφός του Θεόδωρος Ανδρεάδης, θα παραβιάσει τη σειρά και θα του “κλέψει” τον πελάτη, λέγοντάς του ότι “είσαι ταξιτζής της Αθήνας, να πας εκεί”. Αυτό θα είναι και το επόμενο θύμα του.
Ο ίδιος περιέγραψε κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος:
“Τον σκότωσα γιατί δημιούργησε κάποιο πρόβλημα στην Ελευσίνα. Στην πιάτσα. Ήμουν πρώτος, περίμενα 20 λεπτά. Ήρθε μετά αυτός και πήρε με τσαμπουκά την κούρσα. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα ακριβώς. Εγώ τότε έκανα την κίνηση και του πήρα τον αριθμό. Αυτός τότε βγήκε έξω με θυμό και με έβρισε και έκανε μία κίνηση για να με χτυπήσει. Τον εμπόδισε ένας συνάδελφος. Αυτό που έκανε με ενόχλησε πολύ. Καλύτερα να με σκότωνε, παρά η κίνηση που έκανε. Δεν ήταν οι 100 ή 500 δραχμές. Ήταν η κίνηση που έκανε”.
Ο Βακρινός δεν θα ξεχάσει την προσβολή. Θα αφήσει να περάσουν τέσσερις μήνες για να ξεχάσει τη φάτσα του ο ταξιτζής και στις 9 Ιανουαρίου του 1994 θα επιβιβαστεί στο ταξί του Ανδρεάδη προσποιούμενος τον πελάτη, και ζητώντας του να τον μεταφέρει στην Κόρινθο. Στη γέφυρα του Λουτρακίου θα του ζητήσει να σταματήσει, για να βγει να κάνει την ανάγκη του. Μόλις τελειώσει θα του ζητήσει λίγο νερό για να πλύνει τα χέρια του. Ο οδηγός θα βγει απ’ το αυτοκίνητο για να του φέρει το παγούρι που κρατούσε στο πορτ-μπαγκάζ. Τη στιγμή που είναι όρθιος και πλάτη στον Βακρινό, εκείνος θα τον πυροβολήσει εξ επαφής πέντε φορές με το 45άρι του, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Θα τον παρατήσει σε εκείνο το σημείο, θα κλέψει το ταξί του και θα επιστρέψει στην Ελευσίνα. Για να εξαφανίσει τα ίχνη του, θα κάψει το ταξί σε μια ερημική τοποθεσία.
Δεν θα διστάσει αργότερα να παραβρεθεί και στην κηδεία του, μια κίνηση που δείχνει πολλά για την ψυχοσύνθεσή του. Η μαρτυρία προέρχεται από τον τότε πρόεδρο του Συνδέσμου Αυτοκινητιστών Ταξί Αττικής, κ. Μπαντουράκη, ο οποίος ήταν παρών στην κηδεία του Ανδρεάδη. Θα πει στα ΝΕΑ:
“Τώρα που είδαμε τις φωτογραφίες διαπιστώσαμε ότι στην κηδεία του συναδέλφου μας, ήταν μαζί μας ο δολοφόνος. Αυτό μου εκμυστηρεύτηκαν σήμερα πολλοί συνάδελφοί του. Βλέποντας τη φωτογραφία του Βακρινού, τον θυμήθηκαν”.
“Στις 14 Μαρτίου 1993 στον Βοτανικό”, γράφει η ‘Απογευματινή’, “η Νεκταρία Γιάννη με τον φίλο της Παναγιώτη Μπενάκη θα συναντηθούν με δυο φίλους τους, Ανδρ.Μ.Σβύρο, 22 χρονών και Θεοδ. Στ. Μπιτούλα 20 χρονών. Αστειευόμενοι οι Σβύρος και Μπιτούλας αποκάλεσαν τον Μπενέκη με τη ‘γνωστή’ λέξη που έχει καταντήσει καραμέλα στα χείλη των νεαρών.
Τη στιγμή αυτή ο φονιάς έτυχε να περνάει κοντά στο ζευγάρι, άκουσε τη βρισιά, ένιωσε… προσβολή, τράβηξε το 45άρι και πυροβόλησε τον Σβύρο και τον Μπιτούλα. Πέτυχε τον πρώτο στο μάτι και στο σαγόνι και τον δεύτερο στη σπονδυλική στήλη. Ο Σβύρος σήμερα είναι με ένα μάτι”.
Στο ρεπορτάζ της ‘Ελευθεροτυπίας’, το περιστατικό παρουσιάζεται λίγο διαφορετικά. Γράφει ότι οι δύο νεαροί είπαν στον φίλο τους “αφού τελειώσεις μαζί της, φέρτην και σε μας”και όταν ο Βακρινός τους έκανε παρατήρηση, προσπαθώντας να υπερασπιστεί την τιμή της(!), του είπαν “άντε στο διάολο ρε κοντοστούπη”.
Στις 10 Δεκεμβρίου ο Βακρινός θα διαρρήξει το αυτοκίνητο της Μαρίας Χριστοφοράτου στα Σεπόλια. Τη στιγμή που παίρνει διάφορα αντικείμενα μέσα από το αυτοκίνητο γίνεται αντιληπτός από μια νεανική παρέα, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται ο Βασίλης Δίπλας, 25 χρονών και ο Γεώργιος Καύκας, επίσης 25 χρονών.
Οι δύο νεαροί θα τον καταδιώξουν για να τον πιάσουν και εκείνος θα τους πυροβολήσει με το 45άρι του. Θα πετύχει τον Δίπλα στο δεξί χέρι και τον Καύκα στον θώρακα και τη σπονδυλική στήλη. Ο δεύτερος θα μείνει ανάπηρος. Και οι δύο θα τιμηθούν από το υπουργείο Δημοσίας Τάξης για την αυτοθυσία τους, με ένα παράσημο και 1,5 εκατομμύριο δραχμές.
“Τη δυστυχία και τον πόνο που έσπειρε αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί τίποτα να την απαλύνει”, θα δηλώσει ο Καύκας. “Τρέμω από τη στιγμή που έμαθα ότι συνελήφθη, γιατί ξανάρθαν στο μυαλό μου εκείνες οι δύο λάμψεις από το πιστόλι του, που με καταδίκασε σε αναπηρική καρέκλα.
Με πυροβόλησε σαν να είμαι πράγμα. Του αξίζει η εσχάτη τιμωρία. Ίσως θα έπρεπε να ζήσει κι αυτός ανάπηρος, για να συνειδητοποιήσει τη σημασία της ανθρώπινης ζωής…”
Ο Βακρινός είχε στο ενεργητικό του και πέντε τουλάχιστον ληστείες σε σουπερμάρκετ στη Νίκαια, το Αιγάλεω και τη λεωφόρο Αθηνών. Κοινό χαρακτηριστικό όλων ότι βρίσκονταν κοντά στο σπίτι της αδερφής του, κάτι που αργότερα θα βοηθούσε τους αστυνομικούς στη σύλληψή του.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι μία ληστεία του σε βενζινάδικο -η οποία δεν πήγε όπως ήθελε- δεν έγινε καν για τα λεφτά. Έγινε επειδή ήθελε να εκδικηθεί έναν υπάλληλο με τον οποίο κάποια στιγμή είχαν “παρεξηγηθεί”. Η ταμειακή μηχανή δεν άνοιξε ποτέ, παρότι την πυροβόλησε αρκετές φορές.
Στις 30 Μαΐου του 1996 θα πάει στο Περιστέρι, στην οδό Θησέως 206 όπου διαμένει ο Σεραφείμ Αγιαννίδης. Ο Βακρινός τον κατηγορεί ότι του χάλασε το προξενιό με μια κοπέλα και όπως θα πει χαρακτηριστικά στην Ασφάλεια, “γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνει”.
Φορώντας μία μαύρη κουκούλα θα χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας. Ο Αγιαννίδης δεν είναι μέσα, είναι μόνοι γονείς του. Μόλις η μητέρα του δει από το ματάκι της πόρτας έναν άγνωστο κουκουλοφόρο θα πάρει τηλέφωνο την αστυνομία. Ο Βακρινός όμως δεν θα φύγει. Θα κρυφτεί στο υπόγειο κλιμακοστάσιο του σπιτιού και θα περιμένει. Όταν θα φτάσουν οι αστυνομικοί θα πυροβολήσει εναντίον τους, τραυματίζοντας έναν αστυνομικό, τον Χρήστο Γεωργαντόπουλο, και τον πατέρα του Αγιαννίδη στο χέρι -για μήνες ο δεύτερος θα έχει λάμες. Από εκείνη τη μέρα η σύλληψή του θα γίνει θέμα τιμής για την αστυνομία.
Και η κοπέλα όμως, που υποτίθεται ότι τον απέρριψε επειδή της έβαλε λόγια ο Αγιαννίδης, “έπρεπε να πεθάνει”.
“Σειρά είχε μια γυναίκα”, θα πει στους αστυνομικούς μετά τη σύλληψή του. “Μια Λίτσα που μένει στο Χαϊδάρι. Πρώτα θα τη βίαζα και μετά θα την έδερνα μέχρι θανάτου. Κάτι τέτοιες μπαρόβιες αυτά θέλουν. Όχι όλες. Αυτές που παιδεύουν τους άντρες”.
Ενδιαφέρον πάντως έχει και τι δήλωσε τότε η μεριά της κοπέλας που υποτίθεται ότι τον απέρριψε.
Ο πατέρας της Λάμπρος Φίλιππας είχε δηλώσει ότι η κόρη του η Αποστολία είχε πλήρη άγνοια για τις προθέσεις του. “Μ’ αυτόν τον άνθρωπο έλεγα μόνο μια καλημέρα. Τίποτα παραπάνω. Η κόρη μου τον έβλεπε κάποιες φορές όταν ερχόταν απέναντι από το σπίτι μας, για να πάρει το ταξί από τον ιδιοκτήτη και να πιάσει δουλειά. Ξαφνικά, πριν από λίγο καιρό, μια γειτόνισσα ήρθε και μας είπε ότι ο Βακρινός θέλει να παντρευτεί τη Λίτσα. Φυσικά εμείς αρνηθήκαμε. Ίσως γι’ αυτό να τη μίσησε και ήθελε να τη σκοτώσει. Ευτυχώς που τον συνέλαβε η αστυνομία, γιατί μπορεί η κόρη μου να ήταν νεκρή αυτήν τη στιγμή που μιλάμε”.
Η κόρη μου δεν είναι μπαρόβια, όπως τη χαρακτηρίζει ο Βακρινός. Κάνει μαθηματικά σε παιδιά του δημοτικού. Πριν από λίγο καιρό παντρεύτηκε έναν Ελληνοαμερικανό και πολύ σύντομα ο άντρας της θα γυρίσει πίσω για να ζήσουν μαζί, εδώ στην Ελλάδα. Θα είχε πάει και η Λίτσα μαζί του, αλλά έμεινε εδώ να με φροντίζει και να με μεταφέρει στο νοσοκομείο επειδή είμαι άρρωστος”.
Στις 9 Απριλίου 1997 και καθώς τρώει μαζί με τον κουμπάρο του στην ταβέρνα που δούλευε η δεύτερη γυναίκα του στη Νίκαια, οι αστυνομικοί θα τον συλλάβουν. Ήδη ο κλοιός είχε αρχίσει να σφίγγει γύρω του, χωρίς αυτός όμως να έχει αντιληφθεί το οτιδήποτε.
Κομβικό σημείο θα αποτελέσει η μαρτυρία μίας γειτόνισσας του Αγιαννίδη -αυτόν που έψαχνε να σκοτώσει επειδή του χάλασε το προξενιό. Η γυναίκα αυτή θα πει στην αστυνομία ότι είδε τον άντρα που πυροβόλησε να φεύγει με ταξί, περιγράφοντας μάλιστα το παρουσιαστικό του. Οι αστυνομικοί θα αρχίσουν να εξετάζουν τους ταξιτζήδες στις κοντινές πιάτσες και να τους ρωτούν αν εκείνο το βράδυ πήραν κούρσα κάποιον άντρα που να ταιριάζει σε αυτό το προφίλ.
Σύμφωνα με την Ελευθεροτυπία -και δεν ξέρουμε αν το γράφει εν είδη υπερβολής- αλλά “τον έψαχναν για 14 μήνες, κάνοντας πάνω από 1.500 προσαγωγές”. Μέχρι που ένας αστυνομικός σκέφτηκε το εξής: κι αν δεν ήταν πελάτης ο δράστης, αλλά ταξιτζής;
Ταυτόχρονα, η βαλλιστική έρευνα της αστυνομίας είχε δείξει ότι ο τραυματισμός του αστυνομικού είχε γίνει απ’ το ίδιο όπλο με το οποίο είχαν γίνει και μια σειρά από ληστείες στην περιοχή. Είχαν πλέον σκιαγραφήσει το προφίλ του ανθρώπου που έψαχναν, ήξεραν τα χαρακτηριστικά του και το γεγονός πως, αφού έκανε ό, τι έκανε εξαφανιζόταν γρήγορα -σύμφωνα και με άλλες μαρτυρίες- τους έκανε να ξέρουν και σε ποια περιοχή να τον αναζητήσουν. Και εδώ κολλάει και το σπίτι της αδερφής του που είπαμε νωρίτερα.
Οι αστυνομικοί θα μάθουν για εκείνον, θα αναρωτηθούν πού έβρισκε τόσα χρήματα για να τη στηρίζει οικονομικά και παράλληλα, ξεσκονίζοντας παλιότερες υποθέσεις θα δουν το εξής: ο άνθρωπος που είχε πουλήσει το αυτοκίνητο στα αδέρφια Σπυρόπουλου λεγόταν “Βακρινός”. Θα μπορούσε να το είχε “ανοίξει” με κάποιο αντικλείδι.
Όταν θα τον μεταφέρουν στην Ασφάλεια, για να τον κάνουν να σπάσει θα του πουν “πού είναι το 45άρι ρε μάγκα”; Και εκεί, χωρίς να το περιμένουν ο Βακρινός όχι μόνο θα παραδεχτεί όσα τον κατηγορούν αλλά θα ομολογήσει μόνος του και τα υπόλοιπά εγκλήματα του.
Εντυπωσιασμένοι οι αξιωματικοί της Ασφάλειας από τη λεπτομερή κατάθεση του Βακρινού αποκαλύπτουν πως ο δολοφόνος ταξιτζής είχε την ικανότητα να θυμάται αριθμούς μοτοποδηλάτων και αυτοκινήτων, διευθύνσεις και άλλα στοιχεία για τα υποψήφια θύματά του. Τα εγκλήματά του γίνονται πρωτοσέλιδο, οι εκπομπές στην τηλεόραση θα αφιερώσουν ώρες στη δράση του.
“Ο γιος μου, μια μπουκιά άνθρωπος, νίκησε αυτούς τους ανθρώπους. Τι να πω δεν ξέρω”, δήλωνε η μάνα του μανιακού δολοφόνου, Γεωργία. “Μια κλωτσιά άνθρωπος είναι…” Ο πατέρας του θα συμπληρώσει: “Δεν πιστεύω να έχει κάνει τέτοια πράγματα το παιδί μου. Όμως, εάν τα έκανε -όπως λένε- να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί, γιατί εμείς δεν είμαστε άνθρωποι που σκοτώνουμε”.
Έξω από το γραφείο του εισαγγελέα ο Βακρινός θα απαντήσει στους δημοσιογράφους που τον πολιορκούν για μία δήλωση:
“Τι να πω; Είμαι ένα κτήνος. Πρέπει να πληρώσω”. Θα τον ρωτήσουν για το αν έχει ψυχολογικά προβλήματα και εκείνος θα τους απαντήσει: “για να φτάσει κανείς ως εδώ, κάτι έχει. Μου αξίζει η εκτέλεση.
Κατά την αναπαράσταση των εγκλημάτων του δεκάδες άνθρωποι θα μαζευτούν, θα τον βρίζουν, θα τον φωνάζουν “δολοφόνο”, “μαϊμού”, “κοντοπίθαρο”, “ποντικομαμή” και πολλά ακόμη, που θα καταγραφούν απ’ τους δημοσιογράφους της εποχής.
Στην τελευταία του συνέντευξη μέσα απ’ το κελί, στις 14 Απριλίου και θέλοντας να δικαιολογήσει τις πράξεις του, θα πει στην ‘Ελευθεροτυπία’ και στον Γιώργο Μαρνέλλο:
“Οι φοβίες. Για όλα φταίνε οι φοβίες και το άδικο. Εγώ γεννήθηκα ήμερο ζώο, αλλά έγινα άγριο ζώο (…)Οι καταστάσεις φταίνε. Όλο κάποιος με προσέβαλλε άδικα. Μια ζωή θυμάμαι να αγκαλιάζω το κεφάλι μου να φυλαχτώ. Μικρός ήμουν και με κυνηγούσε ο πατέρας μου να με σφάξει. Δυο φορές με το μαχαίρι. Μια φορά με έπιασε από τον λαιμό πάνω στον ύπνο. Μετά με έδερναν παντού στην Ελευσίνα, στο ίδρυμα. Και πάντα είχα δίκιο. Ακόμη μια ζωή δούλευα για τους άλλους. Εγώ δεν είχα να φάω και έπρεπε να ταΐσω αδερφή, ανίψια, γονείς και έναν χαραμοφάη γαμπρό. Μια ζωή δουλεύω σκληρά για τους άλλους…. Ήθελα να τον σκοτώσω αυτόν. Του άξιζε. Προσπάθησα αλλά ήταν δύσκολο γιατί έφυγε στο χωριό του. Ήταν δύσκολο.
“Από όσα έκανα, άλλα ήταν της κακιάς ώρας, άλλα καλώς έγιναν και άλλα καλώς έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν. Είναι εύκολο να πω πως μετανιώνω αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. (…) Να τώρα διαβάζω εδώ ένα βιβλίο χριστιανικό. “Η πύλη της σωτηρίας”, λέει. Όμως άργησα. Αν μπορούσα να διαβάσω νωρίς τέτοια πράγματα, ίσως δεν θα έφτανα εδώ”.
“Πάνω από όλα ήθελα να εκδικηθώ, όποιον με έθιγε αναίτια και με προσέβαλλε. Θα πυροβολούσα και μυρμήγκι, αν με αδικούσε”.
Στις 12 Μαΐου, έναν μήνα σχεδόν μετά τη σύλληψή του, θα βρεθεί κρεμασμένος στο κελί του. Το γεγονός ότι δεχόταν συνεχώς απειλές από άλλους συγκρατούμενούς του, έκανε τους φύλακες να τον μεταφέρουν στην απομόνωση για να τον προστατέψουν. Κρατούταν σε ειδικό κελί μαζί με άλλους 5 κρατούμενους που περνούσαν τα ίδια.
Το πρωί εκείνης της ημέρας, όταν οι κρατούμενοι θα βγουν στο προαύλιο, εκείνος θα προφασιστεί ότι θέλει να κάνει μπάνιο. Θα σχηματίσει έναν βρόχο με δύο κορδόνια, τη μια άκρη θα την περάσει στον λαιμό του και την άλλη θα τη δέσει σε σωλήνα στην οροφή. Θα ανέβει πάνω στον νιπτήρα, θα δώσει ένα σπρώξιμο και θα απαγχονιστεί.
Πίσω του δεν θα αφήσει κανένα σημείωμα. Άγνωστο θα παραμείνει και το πρόσωπο που του προμήθευσε τα κορδόνια.
“Βρισκόταν συνεχώς υπό προστασία και του είχε αφαιρεθεί κάθε αντικείμενο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να αυτοκτονήσει, αφού δεν είχε κρύψει αυτήν του την πρόθεση. Μάλιστα, κάθε δεκαπέντε λεπτά ένας δεσμοφύλακας περνούσε έξω από το κελί του για να δει σε τι κατάσταση βρίσκεται”, θα γράψει ο ‘Ελεύθερος Τύπος’.
Την προηγούμενη μέρα της αυτοκτονίας του, “φαινόταν σκεφτικός και ήταν λιγομίλητος”, θα πουν οι δεσμοφύλακές του. “Δεν θέλησε ο ίδιος να τον επισκεφθεί η κοινωνική λειτουργός. Μόνο δυο φορές τον εξέτασε συνολικά ο ψυχίατρος Μάρκος Σκόνδρας όσο ήταν στη φυλακή”.
Η τελευταία επίσκεψη που δέχθηκε ήταν της αδελφής του Βασιλικής, εκείνης που έμενε στη Νίκαια και που της είχε μεγάλη αδυναμία.
“Ήταν την περασμένη Τρίτη”, θα πει η ίδια. “Ήταν χλωμός και τα είχε πάντα με τον πατέρα μας. Αυτός έλεγε έφταιγε για όλα. Δεν άντεχε τη φυλακή και μας έλεγε ότι σε δυο χρόνια θα το σκάσει. Για αυτοκτονία δεν μας είχε πει τίποτα. Όταν τον ρωτούσαμε πώς περνάει, μας έλεγε καλά.
Όταν τον επισκέφτηκα αργότερα πάλι μαζί με τη γυναίκα του, την Κυριακούλα, δεν ήθελε να μας δει. Μας είπε να φύγουμε, αλλά επιμείναμε και τελικά βγήκε.
Πριν φύγουμε, μάς είπε να μην ξανάρθουμε. Στη γυναίκα του είπε ‘θα σου υπογράψω το διαζύγιο και δεν θέλω να με επισκεφτείς πάλι. Έτσι κι αλλιώς εγώ είμαι χαμένος πια. Εσύ κοίταξε να φτιάξεις τη ζωή σου’”.
“Ας τον κρίνει Εκείνος. Εγώ δεν είμαι άγιος για να αποφασίσω”. Έτσι έκλεισε την νεκρώσιμο ακολουθία στο νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά ο ιερωμένος, ο οποίος τον κήδεψε το επόμενο μεσημέρι.
Να σημειώσουμε όμως ότι αρχικά οι ιερωμένοι αρνούνταν να κάνουν την τελετή διότι, όπως υποστήριζαν, είχε δώσει μόνος του τέλος στη ζωή του. Τελικά, μετά από παρέμβαση της Μητρόπολης Πειραιά, η οποία δέχθηκε τον ισχυρισμό των στενών συγγενών του Βακρινού ότι επισήμως δεν έχουν εξακριβωθεί τα ακριβή αίτια του θανάτου του, η κηδεία τελέστηκε με μια ώρα καθυστέρηση.
Νωρίτερα είχε προκληθεί ένταση μεταξύ συγγενών του νεκρού και των ιερωμένων.
Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδεψαν μόνο ο πατέρας του, οι τρεις αδερφές του, η γυναίκα του η Κυριακούλα και λίγοι ακόμη στενοί συγγενείς που ήρθαν από το χωριό του. Η γυναίκα του ανέλαβε και τα έξοδα της κηδείας και σύμφωνα με τα ρεπορτάζ δεν αντάλλαξε ούτε βλέμμα με τους συγγενείς του.
Η ιστορία τη θέλει να φεύγει μετά για το χωριό της στην Κρήτη και να μένει με τους γονείς της.