Δήμητρα Δαμιανού: Μαθήματα ζωής λαμβάνουμε από την Δήμητρα Δαμιανού η οποία πάλεψε σκληρά στην ζωή της, η οποία δεν ήταν καθόλου εύκολη.
«Περίμενα να πάρει το πτυχίο της, να κρατήσει την ανθοδέσμη στα χέρια της, να είναι ευτυχισμένη, μια φορά κι αυτή, για να δημοσιοποιήσω αυτή την κουβέντα μαζί της που έγινε στην Κάλαθο, κοντά στη Λάρδο, το χωριό της μητέρας της όπου ζει».
«Πήρα το πτυχίο μου στις 24 Ιουλίου…», είπε η Δήμητρα Δαμιανού. Όσο σκληρά κι αν της φέρθηκε η ζωή, με το «καλημέρα» κατάφερε να κάνει την ανατροπή!
Γελάει συχνά, αλλά το γέλιο δεν είναι αρκετά βαθύ. Ίσως από την αμηχανία που είχε, ενώ περιγράφει την τραγωδία που έζησε στα 21 της. Έχασε το χέρι της και τον άντρα της, ενώ είχε ήδη ένα παιδί δύο ετών. Με χαμόγελο περιέγραφε τον Γολγοθά των εγχειρήσεων και τις αναποδιές που βίωνε κάθε φορά σαν να πέφτει ορμητικό κύμα επάνω της.
Η Δήμητρα, σήμερα στα 50 της χρόνια, είναι γιαγιά με δύο εγγόνια και πήρε το πτυχίο της από το τμήμα Μεσογειακών Σπουδών. «Να μην το βάζει κάτω κανείς!», ήταν τα λόγια της.
Το 1991 όταν ήμουν 21 χρονών, γυρίζαμε, νωρίς το βράδυ, πίσω στο σπίτι με τον άντρα μου, με μηχανάκι, ένα 125αράκι. Είχαμε πάει μέχρι την πλατεία που ήταν τ’ άλλα παιδιά της παρέας και γυρίζαμε στο σπίτι. Ήτανε 14 Μαΐου. Εγώ 21, κι εκείνος 23. Είχαμε ένα κοριτσάκι ήδη, δύο χρονών. Ήταν ξαφνική η απόφασή του να πάμε βόλτα εκείνο το βράδυ. Να σκεφτείς είχε αφήσει το μηχανάκι στο σπίτι, στο σημείο που το άφηνε όταν δεν ήταν να το ξαναπιάσει, κι όμως είπε να πάμε στην πλατεία, να βρούμε την υπόλοιπη παρέα.
Εκείνοι είχαν δει τα γαϊδούρια που βολτάριζαν στον κεντρικό της Λάρδου, εμείς δεν τα πετύχαμε πηγαίνοντας, κι εκείνοι δεν μας είπαν τίποτα. Στην επιστροφή της βόλτας για το σπίτι, ένα γαϊδούρι πετάχτηκε μπροστά μας.
Ο Τίμος, είχε μετωπική με το γαϊδούρι, έσπασε το κουμπί του λαιμού του, κι έμεινε επιτόπου. Εγώ έπεσα, σύρθηκα και μετά δεν θυμάμαι τι έγινε. Ξύπνησα στ’ αυτοκίνητο που με πήγαινε στο νοσοκομείο. Έχανα πάρα πολύ αίμα, το χέρι μου κρατούσε μόνο λίγο από τον ώμο. Αργότερα έμαθα ότι είχαν τρέξει τα παιδιά να μας πουν να προσέχουμε τα γαϊδούρια, είχαν ξεχάσει να μας το πουν νωρίτερα. Δεν πρόλαβαν. Μας έβαλαν και τους δύο στο ίδιο ασθενοφόρο, όταν γύρισα είδα ότι τον είχαν σκεπασμένο μέχρι πάνω με το σεντόνι που είχε κηλίδες αίματος. Κι όλα αυτά για μια βόλτα στην πλατεία, της τελευταίας στιγμής.
Μεγάλωσα στη Γερμανία, από Ροδίτες γονείς, ο πατέρας μου από τον Αρχάγγελο, η μητέρα μου από Λάρδο-Λάερμα. Στη Γερμανία τελείωσα το σχολείο. Γυρίσαμε στη Ρόδο στα 18 μου. Δεν ήθελα να ‘ρθω, πόλεμο κάναμε στο σπίτι, αλλά εκείνη την εποχή δεν γινόταν να μείνω μόνη μου εκεί και να γυρίσει η οικογένεια. Να σκεφτείς, κινηματογράφο πρώτη φορά πήγα στα 20 μου, στο γαμήλιο ταξίδι με τον άντρα μου όταν τον πήγα στη Γερμανία να του δείξω πού ζούσα μέχρι τότε. Από την ημέρα που ήρθα στην Ελλάδα, τίποτα δεν μου πήγε καλά, μικρές και μεγάλες αναποδιές, όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.
Με πήγαν με C 130 στην Αθήνα, κι άρχισε το μαρτύριο. Για οκτώ χρόνια έκανα πολυδάπανες εγχειρήσεις για να σώσω το χέρι μου. Με στήριζαν οι γονείς μου, τα πεθερικά μου από άλλο μέρος της Ελλάδας… Χρειάζονταν πολλά λεφτά, έκαναν για εμένα χοροεσπερίδες οι ομογενείς από τον Καναδά και τη Γερμανία, κι έστελναν τα χρήματα… Το παιδί μου μεγάλωνε με τους παππούδες συχνά… Για οκτώ χρόνια προσπαθούσα να σώσω το χέρι μου, μετά είπα «τέλος, ό,τι έγινε, έγινε».
Την πρώτη φορά έκανα μισή ώρα για να καθαρίσω μία πατάτα. Αλλά ήθελα να τα καταφέρω, είμαι πεισματάρα. Στην αρχή φοβόμουν να οδηγήσω, αλλά τώρα οδηγώ αυτόματο αυτοκίνητο, φτιάχνω μπουκάλια που καλύπτω γύρω-γύρω με σπάγκο, τα βάφω και βάζω πετραδάκια, κάνω πολλές χειροτεχνίες, φτιάχνω γλυκά, κάνω τα πάντα. Η κόρη μου σήμερα είναι 30 χρονών έχει δύο παιδιά, κι επομένως έχω δύο εγγόνια. Από το 2008 εργάζομαι ως διοικητικός στο Δήμο, είμαι στη Λίνδο.
Σταματώντας τις εγχειρήσεις θέλησα να γραφτώ στο Εσπερινό Αρχαγγέλου. Ήθελα να το κάνω και πιο νωρίς, αλλά πήγαινε η κόρη μου σχολείο εκεί και δεν ήθελα να πηγαίνω μαζί της για να μην αισθάνεται άβολα. Περίμενα να τελειώσει και γράφτηκα. Δεν έχανα μάθημα. Γράφτηκα στην Α΄ Γυμνασίου, αλλά στην πορεία μου είπαν ότι μπορεί να αναγνωριστεί το Γερμανικό σχολείο, κι έτσι μ’ έβαλαν γρήγορα στη Γ’ Γυμνασίου. Τη δεύτερη χρονιά πήγα στο πρωινό, έδωσα εξετάσεις και πήγα στην τελευταία χρονιά του βραδινού. Έτσι έκανα γρήγορα τις τάξεις.
Επειδή ήμουν επιμελής κι είχα καλούς βαθμούς οι καθηγητές μου επέμεναν να δώσω πανελλήνιες εξετάσεις, ήταν σίγουροι ότι θα περνούσα. Έγραψα μαζί με τα παιδιά. Είχα ένα άγχος… Να βλέπεις τα πιτσιρίκια να ‘ρχονται με άνεση κι εγώ να κοντεύω να σκάσω. Στα μαθηματικά ενώ έπεσαν τα θέματα που διάβασα, ξαφνικά δεν θυμόμουν τίποτα. Επανήλθα λίγη ώρα μετά. Κι όταν αργότερα μου είπαν οι καθηγητές μου να βάλω τους κωδικούς μου, να δω ότι έχω περάσει, λέω «αποκλείεται, με κοροϊδεύετε…»! Πέρασα στο Μεσογειακών Σπουδών. Το άργησα λίγο παραπάνω από τα τέσσερα χρόνια το πτυχίο γιατί χρωστούσα τα Τούρκικα. Τα πέρασα όμως.
Τα έμαθα. Είμαι πεισματάρα, όταν θέλω κάτι το κάνω, κι αυτό ισχύει για όλους. Στις 24 Ιουλίου παίρνω το πτυχίο μου! Θέλω να πω εδώ ότι ακούω πολλούς που θέλουν να πάνε σχολείο και για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν προχωρούν. Μάλιστα εμένα μου λέγανε: «σ’ αυτή την ηλικία;». Τι πειράζει η ηλικία;
Να μην το βάζουν κάτω! Εγώ δεν μπορούσα ούτε να ντυθώ, ούτε να κάνω τα αυτονόητα για εμένα. Και μια μέρα είπα «θα τα κάνω όλα, τέλος, όλα…».
«Αν είσαι ένα αστέρι» του Βέρτη. Πάντα το όνειρό μου ήταν να είμαι μ’ έναν άνθρωπο, να κρατάμε χεράκι και να πηγαίνουμε. Δεν έγινε αυτό στη ζωή μου, το «μαζί για μια ζωή». Αλλά δεν μπορείς να το βρεις αυτό το πράγμα.