Η «φαρμακεύτρια της Ζακύνθου» είναι η 19χρονη που δηλητηρίασε τον πατέρα και τον αδερφό της, ενώ αποπειράθηκε να δολοφονήσει και τη μητέρα της, επειδή είχε ερωτική σχέση με τον παππού της, ο οποίος την είχε κακοποιήσει στα 13 της.
Τέλη της δεκαετίας του ΄50. Μια μαζική δολοφονία συγκλόνισε το νησί της Ζακύνθου. Μια 19χρονη κοπέλα δηλητηρίασε τον πατέρα και τον αδερφό της και αποπειράθηκε να σκοτώσει και τη μητέρα της. Τα αίτια άφησαν άναυδη την ελληνική κοινή γνώμη.
Η «φαρμακεύτρια της Ζακύνθου», όπως τη χαρακτήριζε τότε ο Τύπος, ξεκλήρισε την οικογένεια της με προτροπή του 74χρονου θετού παππού της, με τον οποίο είχε συνάψει ερωτική σχέση. Χωρίς να τους εμποδίζει κανείς, θα μπορούσαν να ζήσουν ελεύθερα μαζί.
Όλα ξεκίνησαν όταν η γιαγιά της παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Ζούσε με τον νέο σύζυγό της σε ένα σπίτι κοντά στην οικογένεια της κοπέλας στο ίδιο χωριό. Αμέσως, ο παππούς έδειξε ιδιαίτερη αδυναμία στο νέο του εγγόνι. Της έκανε όλα τα χατίρια, της αγόραζε γλυκά και την έπαιρνε κάθε μέρα από το σχολείο. Όπως ισχυρίστηκε αργότερα η κοπέλα, ο παππούς άρχισε να την κακοποιεί σεξουαλικά από την ηλικία των 13 ετών. Από τότε σύναψαν ερωτική σχέση, χωρίς όμως να το υποψιαστεί κανείς.
Η δράστης είπε στην κατάθεσή της πως αν τους έπαιρνε χαμπάρι κανείς, ο πατέρας της, ο οποίος οπλοφορούσε, θα τους σκότωνε και τους δυο. Έτσι, ο παππούς κατάφερε να την πείσει ότι όποιος έμπαινε εμπόδιο στη σχέση τους, έπρεπε να βγει από τη μέση.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, ο «εγκέφαλος» των δολοφονιών ήταν ο παππούς, ο οποίος της υπέδειξε πόσο δηλητήριο να βάλει στο φαγητό τους, αλλά και πότε να προβεί σε κάθε δολοφονία, ώστε να μην τους καταλάβει κανείς.
Της έταζε ότι θα την πάντρευε με έναν ανιψιό του. Θα ζούσαν και οι τρεις μαζί, ώστε να μην διακοπούν οι ερωτικές τους επαφές. Της έλεγε, επίσης, ότι θα της έγραφε όλη του την περιουσία.
Ήταν Μάιος του 1957. Η κοπέλα, ο πατέρας, η μητέρα και ο αδερφός της κάθισαν στο τραπέζι για το μεσημεριανό γεύμα. Η μητέρα είχε ετοιμάσει φιδέ. Έφαγαν όλοι. Λίγη ώρα αργότερα, ο πατέρας έφυγε από το σπίτι για να πάει επίσκεψη σε έναν γείτονα.
Ξαφνικά στη διαδρομή τον έπιασε ένας οξύς πόνος στην κοιλιά. Έκανε εμετό και γύρισε κατάκοπος πίσω στο σπίτι. Οι γιατροί έλεγαν ότι έπαθε μια μικρή τροφική δηλητηρίαση, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι η αδιαθεσία του οφειλόταν σε υπόταση.
Έμεινε στο κρεβάτι για δέκα μέρες, αλλά κατάφερε να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Το σχέδιο του παππού και της κόρης είχε αποτύχει. Η 19χρονη είχε βάλει μικρή ποσότητα του αρσενικούχου νατρίου, που δεν ήταν αρκετή για να τον οδηγήσει στον θάνατο.
Όμως, αποφάσισαν να ξαναπροσπαθήσουν λίγες μέρες αργότερα. Η μητέρα της κοπέλας είχε μαγειρέψει λαγό, από τον οποίο έφαγε μόνο ο 49χρονος πατέρας. Σύντομα, υπέφερε από κοιλιακούς πόνους και έκανε συνεχώς εμετούς. Η γιαγιά της κοπέλας ανησύχησε και είπε στον παππού να τον πάει στο νοσοκομείο του νησιού. Κατά τη μεταφορά του, ο άνδρας ξεψύχησε. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε ουραιμία, η οποία είναι η συσσώρευση περιττών ουσιών στο αίμα ατόμων που πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια.
Περίμεναν σχεδόν έξι μήνες για την επόμενη εγκληματική τους ενέργεια. Το δεύτερο θύμα ήταν ο 17χρονος αδερφός της κοπέλας. Ήταν μεσημέρι της 17ης Δεκεμβρίου 1957. Η μητέρα είχε μαγειρέψει βακαλάο βραστό. Εκείνη την ημέρα στο τραπέζι έκατσε και ο παππούς. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, ο 74χρονος ήθελε να είναι παρών όταν η κοπέλα έριχνε το δηλητήριο, ώστε να επιβλέπει την ποσότητα, αλλά και για να την εμψυχώνει.
Λίγο αργότερα, ο 17χρονος άρχισε να πονάει στην κοιλιά και έκανε εμετό. Είχε τα ίδια συμπτώματα με τον πατέρα. Ο τοπικός γιατρός έλεγε ότι «θα του περάσει». Όμως, δεν του περνούσε. Ο αδερφός της μητέρας του, τον πήγε εσπευσμένα στο νοσοκομείο στην Πάτρα. Εκεί τους είπαν ότι το παιδί είχε δηλητηριαστεί και πως έπρεπε να το πάνε αμέσως στην Αθήνα. Έβαλαν το νεαρό αγόρι σε ένα καράβι και ξεκίνησαν για την πρωτεύουσα. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε. Έφυγε από τη ζωή μέσα στο πλοίο.
Παρόλο που ο τρόπος με τον οποίο πέθανε γιος και πατέρας έμοιαζε, κανείς δεν σκέφτηκε πως πρόκειται για δολοφονική ενέργεια. Επόμενος στόχος ήταν η μητέρα. Ήταν Μάρτιος του 1958. Είχαν περάσει μόλις τρεις μήνες από τον θάνατο του 17χρονου γιου της.
Η μητέρα είχε πάει να κόψει ξύλα για τη φωτιά. Η 19χρονη μαγείρευε πατάτες με τον παππού της στην κουζίνα. Ανακάτεψαν τις πατάτες με αρσενικό. Όταν η μητέρα γύρισε στο σπίτι, το φαγητό ήταν έτοιμο και έκατσε να φάει. Λίγο αργότερα, άρχισε να έχει φρικτούς πόνους στην κοιλιά και έκανε εμετό. Η γειτονιά ξεσηκώθηκε και ειδοποίησε τον αδερφό της. Την πήγε στο νοσοκομείο του νησιού και από εκεί στο νοσοκομείο της Πάτρας, όπου έμεινε για 20 μέρες και έγινε καλά.
Όμως, οι δηλητηριάσεις στην οικογένεια είχαν δημιουργήσει υποψίες στον θείο, ο οποίος πήγε στη Χωροφυλακή και ζήτησε να γίνει εκταφή των πτωμάτων, ώστε να γίνει ιατροδικαστική εξέταση.
Οι φήμες ότι ο παππούς είχε σχέση με την εγγονή του και ότι μαζί είχαν σκοτώσει την οικογένειά της άρχισαν να κυκλοφορούν. Τα κουτσομπολιά στο χωριό οργίαζαν. Έλεγαν ότι η κοπέλα ξυλοκοπούσε την μητέρα και τον αδερφό της και ότι είχε σχέσεις με άλλους δυο άνδρες.
Εγγονή και παππούς συνελήφθησαν. Η κοπέλα ομολόγησε, ενώ ο παππούς αρνήθηκε τα πάντα. Στην απολογία της η 19χρονη είπε ότι όλα ξεκίνησαν το 1953 μια μέρα που οι γονείς της έλειπαν. Ο παππούς την κλείδωσε σε ένα δωμάτιο και τη βίασε. Είπε επίσης, ότι την ανάγκασε να σκοτώσει την οικογένειά της υπό την απειλή όπλου. «Εγώ φοβόμουν τον παππού και έκανα ό,τι έκανα επειδή ήμουν μικρή και φοβόμουν», ανέφερε ενώπιον του δικαστηρίου. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ», όταν ο δικαστής την ρώτησε γιατί έκανε τα εγκλήματα, εκείνη απάντησε: «έτσι νόμιζα ότι ήταν η ζωή».
Ο παππούς δεν παραδέχτηκε τίποτα και τα έριξε όλα στην εγγονή του. «Είναι κακούργα. Ξενυχτούσε με φίλους της, δεν άκουγε κανέναν. Τα λέει για μένα γιατί πάει να κρύψει όλα τα κακά τα οποία έκανε. Εγώ έχω τη συνείδησή μου ήσυχη». Καταδικάστηκαν και οι δυο σε δις ισόβια για τις δολοφονίες και τους επιβλήθηκε επίσης ποινή 20ετής κάθειρξης για την απόπειρα δολοφονίας της μάνας.