Ο φραπές του Λέντζου ήταν ο καλύτερος καφές της εποχής στην Ελλάδα και όλοι είχαν την απορία, επί σειρά ετών, πως τα καταφέρνει και ποιο ήταν το μυστικό συστατικό. Δυστυχώς, τα χρέη και η οικονομική κρίση, οδήγησαν μία από τις πιο γνωστές καφετέριες της Αθήνας σε λουκέτο.
Η συνταγή παρέμενε επτασφράγιστο μυστικό επί σειρά ετών. Και τι δεν είχε ειπωθεί από στόμα σε στόμα. Κρέμα γάλακτος, αβγό, μπέικιν πάουντερ ακόμα και μαρένγκα επινοήθηκαν από τον αστικό μύθο ως συστατικά της επιτυχίας.
Λογικό να αναζητάει ο ντουνιάς το ανομολόγητο «τρικ» του καλύτερου φραπέ της Ελλάδας. Πηχτός όσο κανείς και… ατελείωτος, ένιωθες ότι σε πείσμα της κάθε τελευταίας ρουφιάς έβγαιναν από τα βάθη του ποτηριού άλλες δύο.
Ο φραπές του θρυλικού Λέντζου έμοιαζε με… σνακ. Κι όσο το μυστικό βάσταγε, τόσο οι Παγκρατιώτες ξημεροβραδιάζονταν στις καρέκλες της οδού Ευτυχίδου για να απολαύσουν αυτό που δεν μπορούσαν να πιουν αλλού (και με καμία δύναμη να φτιάξουν στο σπίτι τους).
Παγκρατιώτες είπαμε; Λάθος! Μολονότι η καφετέρια ποτέ δεν έθελξε με το περιβάλλον της (κάθε άλλο μάλιστα), προσέλκυε πελάτες από κάθε γωνιά της Αττικής. Από τις 5 η ώρα το πρωί που άνοιγε μέχρι τις 2-3 τα χαράματα της επομένης, ο Λέντζος σέρβιρε εκατοντάδες καφέδες για τους αστυνομικούς και τους οδηγούς του ΕΚΑΒ που πέρναγαν πρωί-πρωί και ακολούθως τους κοπανατζήδες μαθητές, έως ότου γεμίσει από ανθρώπους πάσης ηλικίας και προέλευσης.
Σήμα κατατεθέν για ραντεβού, αποτέλεσε μεταξύ άλλων αγαπημένο στέκι της μεγάλης ομάδας μπάσκετ του Παγκρατίου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90.
Ο ιδιοκτήτης Χρήστος Λέντζος έγινε πιο διάσημος ακόμα και από τον εφευρέτη του εθνικού μας ροφήματος. Ο Δημήτρης Βακόνδιος τον λάνσαρε το 1957, αντικαθιστώντας τη σοκολάτα με τον καφέ, ο Λέντζος όμως θα έκανε τη διαφορά, δημιουργώντας το μύθο της καφετέριας του.
«Το μαγαζί ξεκίνησε ως ζαχαροπλαστείο πολυτελείας το 1964. Φτιάχναμε πολύ ωραίες πάστες και τις σερβίραμε στον κόσμο μαζί με το καφεδάκι του. Μια ημέρα είχα μπει πίσω από τον μπουφέ επειδή έλειπε μια κοπέλα με άδεια. Εκεί που καθόμουν, πειραματιζόμουν και μου ήρθε η ιδέα να ανακατέψω στο μίξερ τον καφέ με διαφορετική δοσολογία. Αυτό ήταν! Ο πρώτος φραπέ α λα Λέντζος σερβιρίστηκε και από τότε έγινε ανάρπαστος», έχει πει ο ίδιος.
Προς ενημέρωση των νεότερων, και όσων δεν έτυχε γενικώς να δοκιμάσουν, επρόκειτο για ένα πολύ δυνατό καφέ με πλούσια γεύση, που έφερνε κάτι σε τιραμισού. Ο αφρός του ήταν τόσο πυκνός που κοβόταν με το μαχαίρι.
Κρυφά συστατικά δεν υπήρχαν όμως. Το μυστικό ήταν η αφθονία σε καφέ και ζάχαρη και το χτύπημα σε μεγάλο γυάλινο και όχι πλαστικό μπλέντερ για αρκετή ώρα. Μυστικό, που χρειάστηκε να περάσουν 55 ολόκληρα χρόνια για να αποκαλυφθεί!
Η χονδρική συσκευασία νεσκαφέ των 2,5 κιλών υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στις καφετέριες σε 1.000 δόσεις καφέ. «Eγώ δεν βγάζω ούτε 400. Oι υπόλοιποι τσιγκουνεύονται τη δόση. Ετοιμάζω ένα γλυκό μείγμα και για τον μέτριο προσθέτω έξτρα καφέ από πάνω», είχε πει ο Χρήστος Λέντζος, λίγο καιρό προτού κλείσει το μαγαζί.
Η δοσολογία ήταν μια και κάτι κουταλιά της σούπας νέσκαφε και μια κούπα ζάχαρη. Όλοι οι καφέδες έβγαιναν γλυκοί από το μπλέντερ και ήταν οι μεγάλες δόσεις και το καλό χτύπημα που δημιουργούσαν αυτό το πλούσιο, πηχτό μείγμα. Για όσους ήθελαν μέτριο, ο Λέντζος προσέθετε μια κουταλιά καφέ από πάνω -γνωστό και ως «καπέλο»- για να μειώσει τη γλύκα. Σκέτο καφέ δεν σέρβιρε, γιατί η κρέμα ήθελε ζάχαρη για να γίνει!
Η καφετέρια έκλεισε το Φεβρουάριο του 2013, όταν ο κυρ Χρήστος ήταν 79 ετών. Λίγο η επιδρομή του εσπρέσο, λίγο η έλειψη ανακαίνισης και το άνοιγμα νέων μαγαζιών που λειτούργησαν ως στέκια, συνέθεσαν την απόφαση για το λουκέτο. Από κοντά και τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί.
Από το 1982 όμως το μαγαζί είχε γίνει τραγούδι. Σε στίχους του Μάνου Ρασούλη και μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου, που το τραγούδησε ο Δημήτρης Κοντογιάννης.
«Καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ. Και βλέπω έναν τύπο μαζί με σένανε. Και σκύβω το κεφάλι να μη με δεις εσύ. Θολώνει το μυαλό μου και σκίζεται η Γη. Τριγύρω κουβεντιάζανε για τα πολιτικά και πώς ο Μαύρος σούταρε δοκάρι την μπαλιά. Κι εγώ ο μαύρος τώρα δα βλέπω πως μια στιγμή, να σβήσει η ζωή μου ήτανε αρκετή. Τ’ Αγίου Βαλεντίνου, αχ πίκρα και καημέ, καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ…»
Όπως έχει δηλώσει ο γνωστός λαϊκός ερμηνευτής, το τραγούδι είναι βιωματικό και γράφτηκε από τον Ρασούλη αφότου του συνέβη αυτό που περιγράφεται. Ήταν θαμώνας του μαγαζιού και το περιστατικό έλαβε χώρα ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου το ’82.
Αν μοιραστείτε κάποτε αυτή την ιστορία, μην την πείτε… μονορούφι. Μόνο γουλιά-γουλιά της πρέπει, παρέα με έναν παγωμένο, βαρύ φραπέ. Κατά προτίμηση βέβαια με γεύση γλυκιά, όπως η ανάμνηση που θα συνοδεύει πάντα το πιο cult καφενείο της Αττικής.
Μεσημέρι Σαββάτου έξω από τη θρυλική καφετέρια «Λέντζος», στο Παγκράτι. Ο «ναός» των πιστών οπαδών του αυθεντικού καφέ φραπέ δεν θυμίζει σε τίποτα τις παλιές, καλές μέρες του ένδοξου παρελθόντος.
Η πόρτα του καταστήματος μέσα στο οποίο εφευρέθηκε ο αγαπημένος καφές των Ελλήνων είναι ερμητικά κλειστή. Τα τραπεζάκια, που κάποτε «κρυφάκουγαν» τις συζητήσεις των πελατών στέκουν μόνα, οι πλαστικές καρέκλες είναι στοιβαγμένες πρόχειρα σε μια γωνιά και η ιστορική μπάρα άδεια και σκονισμένη.
Η εικόνα εγκατάλειψης προκαλεί θλίψη. Δίπλα μας περαστικοί και πάλαι ποτέ θαμώνες κοντοστέκονται και κοιτούν με απορία, αναζητούν τη γνώριμη μορφή του κυρ-Χρήστου και το δυνατό γέλιο της συζύγου του Γωγώς. Ρωτάνε να μάθουν τι έχει συμβεί. Ο «Λέντζος» έκλεισε! Ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον φραπέ λύγισε από τα χρέη, νικήθηκε από την κρίση και αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο.
Λίγα μέτρα μακριά από το κατάστημα, στο διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου μιας παλιάς αθηναϊκής πολυκατοικίας, ο κυρ-Χρήστος μας υποδέχεται χαμογελαστός και έτοιμος να μας μιλήσει για τις αξέχαστες στιγμές που στιγμάτισαν τα σαράντα εννιά χρόνια λειτουργίας της καφετέριας που έμελε να αλλάξει για πάντα την καθημερινή συνήθεια ενός ολόκληρου λαού.
Και αυτό συνέβη ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του 1971. Οταν ο νεαρός τότε καφετζής εμπνεύστηκε μια αληθινά «μαγική συνταγή», ταίριαξε με μαεστρία τη δοσολογία καφέ και ζάχαρης, που -μέσω μιας σύντομης… διαδρομής στο μπλέντερ- κατέληξε σε ένα παχύρευστο μείγμα με μια ονειρεμένη γεύση. Aπό την πρώτη κιόλας γουλιά γίνεται πάθος και συνήθεια ζωής. Και το όνομα αυτού, καφέ φραπέ διά χειρός Λέντζου!
Στο πλευρό του η κυρία Γωγώ, σύντροφος στη ζωή και συνοδοιπόρος στις ευχάριστες αλλά και δύσκολες ώρες, όπως ακριβώς αυτές των τελευταίων ημερών. «Μην τον βλέπετε χαμογελαστό», μας λέει με σπασμένη φωνή την ώρα που προσπαθεί να κρύψει τη συγκίνησή της. «Υπάρχουν στιγμές που νοσταλγεί το παρελθόν και ξεσπάει σε κλάματα. Είναι άγιος άνθρωπος ο Χρήστος. Εχει βοηθήσει πολύ κόσμο. Δυστυχώς, όμως, προδόθηκε».
Λένε πως τα μάτια είναι ο καθρέφτης του ανθρώπου. Ο πόνος και το παράπονο κρύβονται δύσκολα. Στην περίπτωση του κυρ-Χρήστου το σοφό λαϊκό ρητό επιβεβαιώνεται απόλυτα. Ο «πατέρας του φραπέ» νιώθει υπερήφανος, αλλά και πικραμένος. Ανοίγει την καρδιά του και μας μιλάει από ψυχής.
«Αναγκάστηκα να κλείσω την καφετέρια γιατί είχα μπλέξει άσχημα με κάποια χρήματα που είχα δανειστεί παλιότερα. Ηταν περίπου δέκα εκατομμύρια δραχμές και τα είχα ζητήσει το 1995, όταν αγόρασα το μισό μαγαζί για 125 εκατομμύρια δραχμές. Αυτός ο δανεισμός μού κόστισε. Πήρα τα λεφτά με 5% τόκο τον μήνα. Πλήρωνα κάθε μήνα κανονικά, έδωσα ένα κάρο χρήματα και σήμερα είμαι χωρίς μαγαζί και χωρίς οικονομίες.
Επεσα, βλέπεις, σε ανθρώπους που πάντα ζητούσαν κάτι περισσότερο. Ετσι, το χρέος μου συνεχώς αυξανόταν. Παράλληλα, δεχόμουν μεγάλο πόλεμο. Τους τελευταίους μήνες μου ανέβασαν το νοίκι στα 9.000 ευρώ. Την ίδια στιγμή, στο κατάστημά μου εργαζόντουσαν συνολικά οκτώ κορίτσια και τα έξοδα συντήρησης ήταν δυσβάσταχτα. Εφτασα να χρωστάω τρία μηνιάτικα. Λόγω της κρίσης και επειδή δεν μπορούσα να τα φέρω βόλτα, ζήτησα να μου δώσουν μια μικρή παράταση μέχρι τα τέλη Μαρτίου, αλλά δυστυχώς δεν δεχτήκανε. Ετσι, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τον δικαστικό κλητήρα».
Καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, ο κυρ-Χρήστος αναπολεί τις παλιές καλές μέρες, τότε που η κίνηση στην καφετέρια ξεκινούσε από τα ξημερώματα, την εποχή ο κόσμος κυκλοφορούσε με χρήμα και ο όρος «οικονομική κρίση» φάνταζε ξένος.
«Ολες αυτές τις μέρες που κάθομαι στο σπίτι νιώθω πολύ περίεργα. Δεν έχω διάθεση να βγω. Δε μου κάνει όρεξη να πάω βόλτα γιατί δεν θέλω να περάσω έξω από το μαγαζί και να το δω κλειστό μετά από σαράντα εννιά ολόκληρα χρόνια. Τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα: περηφάνια για όσα έχω πετύχει, αλλά και θλίψη για το άδικο τέλος. Σήμερα είμαι 79 ετών, αλλά στο βάθος του μυαλού μου είναι μόνο ένα πράγμα: να ανοίξω ξανά την καφετέρια και να φτιάξω πάλι καφέ φραπέ για τους πελάτες και τους φίλους μου».
Γεννημένος στην Ολυμπία, ο κυρ-Χρήστος ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν έπιασε την πρώτη του δουλειά στο ζαχαροπλαστείο «Παπασπύρου», στο Σύνταγμα. Εκεί άλλωστε γνώρισε και τη μοναδική σύντροφο της ζωής του, την κυρία Γωγώ, με την οποία είναι αχώριστοι μέχρι σήμερα. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ο νεαρός τότε Λέντζος πήρε «μεταγραφή» στην «Αίγλη» του Ζαππείου, ενώ το 1964 άνοιξε το πρώτο του μαγαζί, την καφετέρια «Λέντζος». Ωστόσο επτά χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στο κατάστημα της οδού Βρυάξιδος 2, όπου παρασκεύασε και τον πρώτο καφέ φραπέ.
«Το μυστικό του φραπέ “Λέντζος” δεν πρόκειται να το αποκαλύψω ποτέ. Θα σας πω όμως πώς ξεκίνησε η ιστορία και πώς δημιουργήθηκε ο αγαπημένος καφές των Ελλήνων», δηλώνει ο ίδιος και γυρίζει τον χρόνο πίσω.
«Μέχρι το 1971 δεν υπήρχε πουθενά καφές φραπέ. Υπήρχαν όμως κάποιοι που έβαζαν τον καφέ και τη ζάχαρη σε ένα ποτήρι και στη συνέχεια ανακάτευαν έντονα με το καλαμάκι. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια είχε γίνει λίγα χρόνια νωρίτερα στη Θεσσαλονίκη, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα δεν ήταν όπως έπρεπε, γιατί ο καφετζής χτυπούσε ελαφρά τον καφέ με shaker και όταν τον σέρβιρε ήταν σαν νεράκι.
Ενα μεσημέρι, που ήμουν μόνος πίσω από τον μπουφέ της καφετέριας, αποφάσισα να πειραματιστώ με τους καφέδες. Μετά από αρκετές δοκιμές και μπόλικες αποτυχημένες προσπάθειες, κατάφερα τελικά να φτιάξω αυτό που ήθελα. Πήρα το μπλέντερ, έριξα μέσα τέσσερις κουταλιές της σούπας καφέ, δύο φλιτζάνια ζάχαρη και ενάμιση ποτήρι νερό και αφού το χτύπησα πολύ καλά, βγήκε ο πρώτος καφές φραπέ!»
Παραδοσιακό στέκι για τους φίλους του καλού φραπέ, η καφετέρια «Λέντζος» υπήρξε σήμα κατατεθέν του Παγκρατίου, αλλά και σημείο συνάντησης πλήθος επωνύμων της κοσμικής Αθήνας, που συχνά-πυκνά επισκέπτονταν το μαγαζί ακόμη και με άλογα!
«Μια από τις επισκέψεις που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ ήταν αυτή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, που είχε έρθει στην πρώτη μας καφετέρια πριν από την δικτατορία» αναφέρει η κυρία Γωγώ και συνεχίζει: «Θυμάμαι πως είχε φτάσει έξω από το μαγαζί ιππεύοντας ένα εντυπωσιακό λευκό άλογο με μια πολύ πλούσια χαίτη. Μαζί του ήταν και όλη η συνοδεία του, που τον ακολουθούσε καβάλα σε άλογα. Κατευθύνθηκαν προς το δασάκι που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και αφού έδεσαν τα άλογα, ήρθαν στην καφετέρια. Είχαν παραγγείλει καφέ αλλά και πάστες, για τις οποίες το κατάστημά μας ήταν ξακουστό σε όλη την Αθήνα».
Ο κυρ-Χρήστος ακούει χαμογελαστός και συμπληρώνει: «Από το μαγαζί είχε περάσει κόσμος και κοσμάκης. Ενας από τους πιο τακτικούς πελάτες ήταν ο δικαστικός κ. Τζίφρας, αλλά και ένα σωρό εισαγγελείς που ερχόντουσαν μαζί του για να απολαύσουν τον καφέ τους.
Οι ηθοποιοί και οι πολιτικοί που έχουν κάτσει στον “Λέντζο” είναι αναρίθμητοι. Ο Απόστολος Κακλαμάνης ήταν συχνός επισκέπτης, όπως και ο Μανώλης Αγγελόπουλος, που τραγουδούσε στο θεατράκι που υπήρχε απέναντι. Η Σοφία Βέμπο ερχόταν για καφέ μετά τις θεατρικές της παραστάσεις, ενώ η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Κατίνα Παξινού προτιμούσαν πάστες και παγωτό.
Από εδώ είχαν περάσει και οι Κώστας Καστανάς, Γιώργος Πάντζας, αλλά και ο Αγγέλου, πρόεδρος βιομηχάνων και διευθυντής Εργατικής Κατοικίας, που είχε βοηθήσει πολλές σερβιτόρες να βγάλουν στεγαστικά δάνεια. Επίσης, φραπέ έχω σερβίρει και στην Ντόρα Μπακογιάννη και τη Λιάνα Κανέλλη, αλλά και σε πολλούς στρατιωτικούς -κυρίως στρατηγούς και πτέραρχους- που ερχόντουσαν για ουζάκι και μεζέ».