Υπάρχουν παλιά χριστουγεννιάτικα έθιμα και συνήθειες που τηρούσαν ευλαβικά στην Ελλάδα, δυστυχώς, όμως, τα περισσότερα έχουν ξεχαστεί με τα χρόνια και έχουν αντικατασταθεί με άλλα.
Τα περισσότερα από αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω είναι άγνωστα στη σημερινή νεολαία. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν ακούσει γι’ αυτά, είτε μέσα από ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων τους, είτε έχουν διαβάσει σε βιβλία και στο διαδίκτυο.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς, έπαιζαν ζάρια (“για το καλό του χρόνου”, λέμε σήμερα) τραγουδούσαν, αλλά και μασκαρεύονταν (όπως σήμερα σε πολλές περιοχές της χώρας, π.χ. τα “μπουμπουσάρια”, στη δυτική Μακεδονία).
Στα νησιά στόλιζαν καραβάκια και στις πόλεις ή τα ορεινά χωριά στόλιζαν κλαδιά και δέντρα στην αυλή.
Ήταν επίσης έθιμο να δίνεις δώρα στους τροχονόμους! Μάλιστα ως και ο βασιλιάς, βγήκε με τον οδηγό του στην οδό Ρηγίλλης και άφησε γλυκά και κρασί ως δώρο στον τροχονόμο της περιοχής.
Στα χωριά συνήθιζαν να πλέκουν πλεξούδες από σκόρδα με καρφωμένα γαριφαλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που “καρφώνει” την ευτυχία του σπιτιού τους.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι άνθρωποι πετούσαν ένα παλιό παπούτσι, το οποίο συμβόλιζε τον προηγούμενο χρόνο που έφυγε.
Το Δεκέμβριο συνήθιζαν να ασβεστώνουν τους τοίχους της αυλής, έπειτα να ζυμώνουν τα Χριστόψωμα, τα οποία ήταν εφτάζυμα με μαστίχα και γλυκάνισο και να πλάθουν τους κουραμπιέδες και μελομακάρονα.
Στα γιορτινά τραπέζια είχαν επίσης φοντάν, πτι φουρ, καραμελέ, κονιάκ, λικέρ και πάστες.
Ο νοικοκύρης τις παραμονές των γιορτών αναζητά και διαλέγει το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, το λεγόμενο Χριστόξυλο.
Στη Θεσσαλία οι άντρες έφτιαχναν χοιρινά λουκάνικα τα οποία τα έτρωγαν ανήμερα των Χριστουγέννων, ενώ το λίπος του γουρουνιού αποθηκευόταν σε δοχεία και χρησιμοποιούνταν αργότερα στη μαγειρική.
Δεν ξεχνάμε τους καλικάτζαρους! Έξω από τις πόρτες μερικών σπιτιών κρέμονταν κόσκινα και λινάρι. Εκεί, ο καλικάτζαρος θα προσπαθούσε να μπει το βράδυ στο σπίτι και επειδή η παράδοση έλεγε πως είναι περίεργος θα σταθεί να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου ή τις κλωστές του λιναριού και επειδή θα του πάρει ώρες, θα ξημερώσει, θα φοβηθεί τη μέρα και θα φύγει!