Ο κορονοϊός έφερε τεράστιες αλλαγές στη ζωή, στην καθημερινότητά και στην εργασία μας. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, από τον Μάρτιο του 2020, άλλαξαν ριζικά τη ζωή τους.
Συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να προσαρμοστούν στους όρους «τηλεκπαίδευση», «τηλεργασία», «αναστολή συμβάσεων». Το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων μίλησε με εργαζόμενους από διαφορετικούς κλάδους για τις αλλαγές στη ζωή τους μέσα σε αυτό το χρόνο και πώς έχει διαμορφωθεί η καθημερινότητά τους.
Στην πόρτα της αίθουσας της Β’ τάξης του δημοτικού την πρώτη Πέμπτη του Μαρτίου του 2021 υπάρχουν ακόμη κρεμασμένα χαρτόνια που υπενθυμίζουν στους μικρούς/ες μαθητές/ριες να φορούν τις μάσκες τους και να πλένουν τα χέρια τους. Ο πίνακας δεν γράφει Πέμπτη, 4 Μαρτίου 2021 αλλά Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου. Ο χρόνος μέσα στην αίθουσα σταμάτησε πριν σχεδόν ένα μήνα, τα θρανία άδειασαν για ακόμα μία φορά και η εκπαίδευση συνεχίστηκε από το σπίτι. Η Φαίη Γιαννούλη κάθεται στην έδρα με ανοικτό τον υπολογιστή και περιμένει να ξεκινήσει το μάθημα στις 2 το μεσημέρι για να αρχίσουν να ξεπετάγονται στην οθόνη της μικρά παράθυρα με γελαστά πρόσωπα. Είναι εκπαιδευτικός από το 1992 και βρίσκεται στο 22ο δημοτικό σχολείο Αθηνών από το 2001.
Έπειτα από 28 χρόνια συγκεκριμένου τρόπου διδασκαλίας η κ. Γιαννούλη από τις 10 Μαρτίου του 2020 κλήθηκε όχι μόνο να αποκτήσει επαφή με τον υπολογιστή αλλά και να διδάσκει μέσω αυτού. «Δεν είχα καμία επαφή με τον υπολογιστή, ήμουν εξοικειωμένη μόνο με το smartphone. Ωστόσο η βοήθεια και η ενθάρρυνση που είχα από την υποδιευθύντρια του σχολείου και άλλους συναδέλφους ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή ήμουν σε πανικό αλλά ήθελα να προχωρήσω. Είχα ξοδέψει ξενύχτια με τις συναδέλφισσες μου, καθόμασταν το βράδυ μετά τις 12 και κάναμε πρόβες μόνες μας ώστε να μάθουμε», αναφέρει η κ. Γιαννούλη. Βοήθεια υπήρξε και από τον διευθυντή του σχολείου και τους ίδιους τους γονείς καθώς διέθεσαν ό,τι λάπτοπ και τάμπλετ υπήρχε ώστε να καλυφθεί το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών.
Στις 2 το μεσημέρι η κ. Γιαννούλη συνδέεται στην εικονική αίθουσα του Webex και μετά από πέντε-δέκα λεπτά η «τάξη» γεμίζει. Πριν από ένα χρόνο, που τους ανακοινώθηκε ότι κλείνουν για πρώτη φορά τα σχολεία λόγω της πανδημίας, οι εκπαιδευτικοί, όπως εξηγεί, δεν πρόλαβαν ούτε να χαιρετήσουν τους μαθητές τους, ούτε καν να πάρουν τα προσωπικά τους αντικείμενα. Πλέον το μάθημα γίνεται με διαφορετικούς όρους, ο πίνακας και η κιμωλία έχουν αντικατασταθεί από το πληκτρολόγιο και τους ηλεκτρονικούς πίνακες, ενώ ολοκληρώνοντας το μάθημα οι ασκήσεις και οι οδηγίες της επόμενης ημέρας δεν γράφονται στον πίνακα, αλλά στέλνονται στην ηλεκτρονική αλληλογραφία.
Η κ. Γιαννούλη έχει συνεννοηθεί με τους γονείς των μαθητών να συνεχίσουν τα παιδιά να γράφουν στο τετράδιο και οι ασκήσεις να στέλνονται με φωτογραφία στο email ή στο viber της. Στα 30 λεπτά που διαρκεί η διδακτική ώρα τα παιδιά χρειάζεται να είναι συγκεντρωμένα και να μην μιλούν το ένα πάνω στο άλλο γιατί όπως τονίζει η κ. Γιαννούλη «όταν αρχίζουν και μιλάνε όλα μαζί το ίδιο το σύστημα “τους τιμωρεί” και δεν ακούγεται κανείς». Το πρόβλημα που παραμένει είναι η σύνδεση στο δίκτυο. «Πολλές φορές η σύνδεση είναι προβληματική, στον πίνακα κυρίως τον ηλεκτρονικό υπάρχει διαφορά στην ταχύτητα, εκεί προσαρμοζόμαστε πώς και τι θα δείξουμε», περιγράφει.
Η καθημερινότητά της και το πρόγραμμά της πλέον έχει γίνει πιο απαιτητικό καθώς χρειάζεται περισσότερος χρόνος προετοιμασίας. «Οι εργασίες που στέλνονται από τους γονείς δεν έρχονται όλες την ίδια ώρα οπότε πρέπει να είσαι απίκο όλη τη μέρα. Στην περιοχή αυτή είναι άνθρωποι του μεροκάματου, όταν ο γονιός γυρίσει στις 8 και στις 9 το βράδυ τότε θα στις στείλει. Εμείς πάντα δίνουμε τη δυνατότητα αν κάποιο παιδί δεν κατάλαβε να μας πάρει τηλέφωνο στο σπίτι», υπογραμμίζει.
Για εκείνη ωστόσο η μεγάλη αυτή αλλαγή δημιούργησε μία ευκαιρία ώστε το επάγγελμα της να αποκτήσει άλλο ενδιαφέρον και ο τρόπος του μαθήματος να γίνει πιο σύγχρονος. Σύμφωνα με την κ. Γιαννούλη, τα παιδιά στην αρχή το είδαν σαν παιχνίδι όλο αυτό που συνέβη, ωστόσο τους στοίχισε ότι κλείστηκαν μέσα. «Τους έλειπαν οι συμμαθητές τους. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο μειονέκτημα στην όλη κατάσταση ότι τα παιδιά έχασαν τον χώρο, τους φίλους τους». Η τάξη της λείπει πολύ γιατί είναι κι αυτό που λείπει στα ίδια τα παιδιά. «Στην τάξη υπάρχει συναίσθημα πιο πολύ, υπάρχει επικοινωνία άμεση. Αυτό είναι που έχουν ανάγκη τα παιδιά, το σχολείο δεν είναι μόνο γνώσεις είναι κοινωνικές δεξιότητες και αυτές είναι που δεν μπορούμε να καλύψουμε στην εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση», αναφέρει ωστόσο όπως τονίζει, ο δάσκαλος επειδή πλάθει χαρακτήρα και κοινωνίες πρέπει να προσαρμόζεται και να είναι εφευρετικός πάντα, δεν μπορεί να στέκεται πίσω σκουριασμένος όταν η εποχή όλη προχωράει.
Η 20χρονη Μυρτώ Βεντούρη πέρασε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής το 2019 και παρακολούθησε δια ζώσης το πρώτο εξάμηνο. Η καθημερινότητά της ωστόσο άλλαξε ριζικά από το πρώτο lockdown και έπειτα καθώς όχι μόνο σταμάτησε να πηγαίνει στη σχολή αλλά οι έξοδοί της από το σπίτι εδώ και ένα χρόνο είναι ελάχιστες. «Η σχολή ήταν για μένα ένα μέρος το οποίο περνούσα κυριολεκτικά όλη μου τη μέρα. Επέλεγα να πηγαίνω στα πρωινά μαθήματα έτσι ώστε να πηγαίνω να παίρνω καφέ από το κυλικείο, έμπαινα στο μάθημα καθόμουν με τους φίλους μου και συζητούσαμε, μετά τρώγαμε, μετά ξαναμπαίναμε για μάθημα, οπότε όταν έκλεισε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ σε όλη αυτή την κατάσταση. Είμαι ένα άτομο κοινωνικό και ήταν πολύ δύσκολο για μένα στην αρχή. Έμεινα στο σπίτι για ένα χρόνο στον οποίο δεν έβγαινα καθόλου», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενώ εξηγεί ότι η κατάσταση την κατέβαλλε πολύ ψυχολογικά.
Το δωμάτιο και η οθόνη του υπολογιστή της αποτελούν εδώ κι ένα χρόνο τη μόνη καθημερινότητά της. «Ήμουν μπροστά από μία οθόνη για τα μαθήματα και δεν είχα όρεξη να βγω ούτε με τον κωδικό 6 για να περπατήσω, καθόμουν και έπαιζα παιχνίδια στον υπολογιστή και κάπως έτσι κύλησε για μένα η καραντίνα», περιγράφει. Για εκείνη ένα ακόμη δύσκολο ζήτημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι συμφοιτητές της εκτός από τον εγκλεισμό ήταν το γεγονός ότι δεν είχαν όλοι υπολογιστή γεγονός που τους απέκλειε από την εκπαιδευτική διαδικασία. «Το ίδρυμα δεν ήταν ανοιχτό, τα ίντερνετ καφέ κλειστά, οπότε αν κάποιος δεν είχε υπολογιστή αποκλειόταν από την εκπαιδευτική διαδικασία», τονίζει. Η Μυρτώ κάθε πρωί συνδέεται και παρακολουθεί εξ’ αποστάσεως τα μαθήματα αλλά όλη αυτή η διαδικασία της φαίνεται απρόσωπη, ωστόσο όπως τονίζει «δεν γίνεται να ζει άλλο έτσι συνεχώς μπροστά από έναν υπολογιστή».
Ο Γιάννης Τσίτουρας εργάζεται εδώ και 43 χρόνια στο λιανικό εμπόριο διατηρώντας κατάστημα ανδρικών ενδυμάτων. Κάθε μέρα ξυπνούσε στις 6 το πρωί και ξεκινούσε από το σπίτι του στα δυτικά προάστια για να φτάσει στο μαγαζί του που βρίσκεται στο Βύρωνα. Ο κ. Τσίτουρας δεν είναι απλώς ένα καταστηματάρχης αλλά ράβει αντρικά κοστούμια για γάμους εδώ και πολλά χρόνια. Πίσω από τις κρεμάστρες με τα σακάκια και τα ράφια με τα πουκάμισα πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι ο κ. Τσίτουρας έχει αφήσει τα τόπια υφασμάτων, τις μεζούρες και τις καρφίτσες, που περιμένουν με ανυπομονησία να ντύσουν τους μελλοντικούς γαμπρούς. Όταν άκουσε στις 18 Μαρτίου του 2020 ότι πρέπει να σταματήσει να πηγαίνει στη δουλειά του και να κρεμάσει έξω από την πόρτα του μαγαζιού του την ταμπέλα «κλειστό» αντέδρασε σαν κάποιος να τον κοροϊδεύει. «Έλα μωρέ δεν θα γίνει τίποτα. Αυτή ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Κι από εκείνη τη στιγμή αναιρώ τα πάντα, δεν θέλω να σκέφτομαι», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο κ. Τσίτουρας, στα 57 του χρόνια, δεν πίστευε ότι θα έρθει μια «ασθένεια αόρατη» που θα δημιουργούσε τόσα προβλήματα. «Με την κρίση ερχόμασταν στη δουλειά μας, δεν δουλεύαμε αλλά η σκέψη μας ήταν ότι θα ανοίξει κάποια στιγμή η αγορά και θα ξαναπάρουμε τα πάνω μας. Δεν πίστευα ότι θα ερχόταν στη ζωή μου κάτι τέτοιο, να μην μπορείς να κυκλοφορήσεις μέσα στο δρόμο, να μην μπορείς να έρθεις με τους πελάτες σου σε επαφή, όλα αυτά μου δημιούργησαν μεγάλο φόβο και αβεβαιότητα για το μέλλον», αναφέρει, ενώ προσθέτει ότι το κράτος τους «βοήθησε με κάποια επιδόματα που τους έδωσε».
Ακόμα και όταν τα μαγαζιά ξανάνοιξαν φοβόταν ο ένας τον άλλον. Ανακαλώντας στη μνήμη του την εποχή του πρώτου lockdown, θυμάται ότι στην αρχή η ψυχολογία του δεν ήταν καλή, καθώς πέρα από τον φόβο που ένιωθε, δεν είχε μείνει ποτέ πάνω από μία εβδομάδα εκτός του καταστήματός του. Τα υφάσματα, οι μηχανές και τα πουκάμισα αντικαταστάθηκαν από τις βίδες, τα κατσαβίδια, τις μπογιές, τα εργαλεία για τον κήπο και τις φόρμες γυμναστικής καθώς ο κ. Τσίτουρας κατά τη διάρκεια της καραντίνας έφτιαξε ό,τι ντουλάπι υπήρχε στο σπίτι του, έβαψε τους εξωτερικούς χώρους, ασχολήθηκε με τον κήπο και περπάτησε συνολικά γύρω στα 980 χιλιόμετρα μέχρι τώρα.
Ο κ. Τσίτουρας προσπαθώντας να είναι αισιόδοξος για το μέλλον ελπίζει ότι σιγά – σιγά θα «αρχίσουμε να ορθοποδούμε». «Αν πάνε καλά τα πράγματα με τα εμβόλια μετά το Μάιο πιστεύω θα αρχίσουμε σιγά-σιγά να ορθοποδούμε», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στο κατάστημα του Μιχάλη Καμπανάκη στους Αγίους Αναργύρους οι λογαριασμοί πάνω στον πάγκο βρίσκονται σε σειρά, ενώ το κομπιουτεράκι για τους υπολογισμούς των εξόδων έχει τοποθετηθεί πάνω από ένα τετράδιο.
Το άλλοτε «στέκι» των κατοίκων της περιοχής παραμένει σιωπηλό και έρημο χωρίς τις φωνές και τις μυρωδιές που τραβούσαν την προσοχή σε όσους πέρναγαν από κει. Ο κ. Καμπανάκης διατηρεί αυτό το κατάστημα εδώ και 8 χρόνια και παρότι έχει κλείσει από τον Νοέμβριο λόγω του δεύτερου lockdown αποφάσισε να μην βάλει υπηρεσίες delivery και take away στο μεζεδοπωλείο του.
Αυτό που του λείπει περισσότερο είναι η καθημερινότητά του μέσα στο μαγαζί η οποία πλέον έχει αλλάξει αρκετά. «Το μόνο καλό είναι ότι επειδή έχω δύο παιδιά όλος μου ο χρόνος αφιερώθηκε σε αυτά, κάτι που πριν δεν είχα τη δυνατότητα να το κάνω, οπότε γέμισε ο χρόνος μου και η μέρα μου. Βέβαια είναι πολύ δύσκολο για έναν άνθρωπο που έχει μάθει να δουλεύει από το πρωί να συμβαίνει κάτι τέτοιο», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Το κομμάτι των λογαριασμών που «τρέχουν» τον αγχώνει ωστόσο όπως λέει υπάρχει μία «ανοχή» ότι δεν θα τους κόψουν το ρεύμα, το νερό, και θα υπάρξουν κάποιες ρυθμίσεις. «Υπάρχει άγχος, είναι μαζεμένα όλα και περιμένουμε πότε θα τα πληρώσουμε χωρίς να ξέρουμε πότε θα ανοίξουμε. Ελπίζουμε σε ένα θαύμα», αναφέρει χαρακτηριστικά. Όπως λέει, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον σταματάνε κάθε μέρα και τον ρωτάνε πότε θα ανοίξουν και να τους κλείσει ένα τραπέζι από τώρα. Ο κ. Καμπανάκης πιστεύει ότι όταν έρθει η ώρα που θα ανοίξει η εστίαση θα υπάρξει ένα ‘’πυροτέχνημα’’ από τον κόσμο που θα προσέρχεται ωστόσο αυτό που τον φοβίζει περισσότερο είναι ο επόμενος χειμώνας και οικονομικές συνέπειες που ίσως αρχίσουν να φαίνονται.
Η παθολόγος Μαρία Καραμπέλη φτάνει στο νοσοκομείο κάθε μέρα γύρω στις 8 το πρωί. Εδώ κι αρκετό καιρό εργάζεται στις κλινικές Covid-19 κι αφού πραγματοποιηθούν τα απαιτούμενα η κ. Καραμπέλη μπαίνει στην πτέρυγα και ξεκινάει να φοράει την ειδική στολή που πρέπει να καλύπτει όλα της τα ρούχα, την ειδική μάσκα, την κάσκα πάνω από τα μαλλιά της και γάντια που θα προστατεύουν και δεν θα αφήνουν ακάλυπτα τα χέρια της. Ο ασθενής το μόνο που αναγνωρίζει είναι δύο μάτια και μια φωνή. Αυτή είναι η καθημερινότητά της το τελευταίο διάστημα από τότε που η Covid-19 μπήκε στις ζωές της.
«Όταν ανακοινώθηκε το πρώτο κρούσμα νομίζω ότι όλοι οι υγειονομικοί αρχίσαμε να έχουμε μία πολύ έντονη ανησυχία, όχι μόνο στο πώς ακριβώς θα προετοιμαστούμε αλλά κυρίως γιατί ήδη το ΕΣΥ είχε τρομακτικές ελλείψεις και σε προσωπικό και σε υποδομές. Το ενδεχόμενο και μόνο να κληθούμε να αντιμετωπίσουμε μία κατάσταση πανδημίας που θα υπάρχουν τρομερά αυξημένες ανάγκες για παροχή ιατρικής φροντίδας και περίθαλψης σε ένα ΕΣΥ που ήταν ήδη υποστελεχωμένο μας έφερε λίγο σε μία κατάσταση φόβου», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Καραμπέλη.
Οι εφημερίες είναι εξαντλητικές ενώ υπάρχουν μέρες που δεν μπορούν να κοιμηθούν ούτε μία ώρα. Τα ρεπό πλέον δεν υπάρχουν όχι γιατί όπως αναφέρει η κ. Καραμπέλη, δεν θέλει κάποιος να τους τα δώσει, αλλά γιατί δεν υπάρχει κάποιος να τους αντικαταστήσει. Οι υγειονομικοί εδώ και ένα χρόνο δεν αποτελούν μόνο τους «μαχητές» της πρώτης γραμμής απέναντι στην πανδημία, αλλά γίνονται και μέλη των οικογενειών των ασθενών τους.
Σύμφωνα με την κ. Καραμπέλη, οι άνθρωποι που νοσούν από κορωνοϊό και βρίσκονται στο νοσοκομείο βιώνουν τρομερή μοναξιά. Έρχονται αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα που τους είναι γνωστό γιατί μαθαίνουν κάθε μέρα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γι αυτό, γεγονός που τους δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερο φόβο. Όπως περιγράφει η ίδια, «το πιο συγκινητικό, είναι οι αλχημείες που κάνουμε εμείς να βάλουμε με κάποιον τρόπο δικά μας κινητά, αποστειρωμένα, μέσα στο δωμάτιο προκειμένου να υπάρξει μια βιντεοκλήση των ασθενών με το δικό τους άνθρωπο. Είμαστε η φωνή που ακούει ο συνοδός καθημερινά στο τηλέφωνο και τους ενημερώνουμε για τα νέα του ανθρώπου τους για την πορεία για τα χαιρετίσματα που μπορεί να στέλνει κι αντίστοιχα στέλνουμε εμείς τις ευχές και την αγάπη και τη φροντίδα των απέξω ανθρώπων μέσα στους νοσηλευόμενους. Μοιάζει σαν ο γιατρός, ο νοσηλευτής να έχει γίνει μέλος μιας οικογενειακής κατάστασης».
Η σωματική και η ψυχολογική κόπωση για τους υγειονομικούς είναι τεράστια, ειδικά όταν βλέπουν τις κλίνες ΜΕΘ να γεμίζουν, να ασφυκτιούν και να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν και τους ασθενείς με λοιπή νοσηρότητα. Πολύ δύσκολο για εκείνους επίσης είναι όταν καλούνται να πουν στους ασθενείς τους ότι θα διασωληνωθούν. «Σε παρακαλώ γιατρέ περίμενε λίγο, δώσε μου μια ευκαιρία να παλέψω για τη ζωή μου». Αυτά ήταν τα λόγια που θυμάται η κ. Καραμπέλη ότι της είχε πει ένας ασθενής της ενώ προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι η διασωλήνωση δεν είναι η ύστατη λύση, ένα βήμα πριν τον θάνατο. «Ίσα-ίσα είναι ένα βήμα πριν τη ζωή, πριν να επιστρέψεις στη ζωή για ανθρώπους που το χρειάζονται. Η αναπνευστική υποστήριξη σε ΜΕΘ για ανθρώπους με κορονοϊό είναι θεραπευτική λύση, αποσωληνώνονται οι ασθενείς μας σε πολύ μεγάλο βαθμό, γι’ αυτό το λόγο ζητάμε και ΜΕΘ στελεχωμένες με το απαιτούμενο προσωπικό», αναφέρει.
Το ψυχολογικό βάρος που σηκώνουν όλο αυτό το διάστημα είναι μεγάλο και δεν είναι λίγες οι φορές που επιστρέφοντας στο σπίτι τους βάζουν τα κλάματα. «Κλαίμε. Πάμε στο σπίτι μας και κλαίμε και ξεσπάμε και κρατάμε το χέρι ο ένας του άλλου και λέμε μεταξύ μας “δεν αντέχω”, και στο τέλος δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλον», λέει.
Η κ. Καραμπέλη προσπαθεί να ελπίζει για το μέλλον βλέποντας τους συναδέλφους της όπως λέει «να είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης και να παλεύουν», παρά τις δυσμενείς συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί εξαιτίας των ελλείψεων που υπάρχουν.
Ο Συμεών Παπαϊωάννου είναι εργαζόμενος 6μιση χρόνια σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στην κουζίνα. Το άγχος των εργαζομένων στο χώρο εργασίας τους μεγάλωσε μετά την ανακοίνωση των πρώτων κρουσμάτων του κορονοϊού καθώς, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαϊωάννου, «ένιωθαν μία παραπάνω ευθύνη γιατί είχαν να κάνουν με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας με διάφορα νοσήματα και ασθένειες που ήταν πολύ επικίνδυνο σε περίπτωση που νοσούσαν για την επιδείνωση της υγείας τους».
Αυτό που δυσκόλεψε το έργο και την καθημερινότητά τους ήταν τα λίγα μέτρα προστασίας που είχαν στο χώρο της εργασίας τους. «Στον κλάδο μας υπάρχει μεγάλη εντατικοποίηση είμαστε πολύ λίγο προσωπικό σε σχέση με τα άτομα, τους ηλικιωμένους που πρέπει να περιθάλψουμε», εξηγεί, ενώ προσθέτει ότι εξίσου δύσκολο ήταν και το ψυχολογικό κομμάτι, καθώς ξαφνικά έπρεπε να περιορίσουν τις κοινωνικές τους επαφές και συναναστροφές στο ελάχιστο δυνατό, δηλαδή μόνο με την οικογένειά τους.
«Όλοι εργαζόμενοι προσέχαμε και εκτός δουλειάς, να μην συναναστρεφόμαστε με φίλους αλλά νιώθαμε και κυρίως απροστάτευτοι γενικά, νιώθαμε ένα επιπλέον φορτίο να κουβαλήσουμε», αναφέρει. Σύμφωνα με τον κ. Παπαϊωάννου μέσα σε αυτό το χρόνο αναδείχθηκαν περισσότερο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων αλλά και η σημασία που έχει να υπάρχουν πάντα εκεί ατομικά μέτρα προστασίας, ενώ όπως καταγγέλλει υπάρχουν εργαζόμενοι ανασφάλιστοι από το 2019 και κατά την περίοδο της πανδημίας, μένοντας τελείως ανοχύρωτοι μπροστά σε αυτό τον τόσο μεγάλο κίνδυνο.