Η Ασπασία Μάνου παντρεύτηκε τον βασιλιά Αλέξανδρο Α’, παρά της αντιρρήσεις του παλατιού και έγινε πριγκίπισσα, αφού ποτέ δεν πήρε τον επίσημο τίτλο της βασίλισσας.
Η Ασπασία ήταν η κόρη του συνταγματάρχη Πέτρου Μάνου και γνωριζόταν από τα παιδικά της χρόνια με τη βασιλική οικογένεια. Μάλιστα, ήταν φίλες με την πριγκίπισσα Ελένη, την αδερφή του Αλέξανδρου. Η μητέρα της Ασπασίας είχε χωρίσει με τον Πέτρο Μάνο, από τον οποίο είχε αποκτήσει και μία άλλη κόρη, τη Ρωξάνη.
Πολύ αργότερα, ο Μάνος θα νυμφευτεί -για δεύτερη φορά- μία καλλονή της Αθήνας, τη Σοφία Τομπάζη, εγγονή του Γεωργίου Τομπάζη, με την οποία απέκτησαν την κατά είκοσι χρόνια νεώτερη ετεροθαλή αδελφή της Ασπασίας, τη κορυφαία χορογράφο Ραλλού Μάνου.
Η Ασπασία σε μικρή ηλικία έφυγε από την Ελλάδα για ένα χρονικό διάστημα και επέστρεψε στα 18 της χρόνια. Ήταν εντυπωσιακά όμορφη, καλλιεργημένη, γοητευτική και σοβαρή, γεγονός που δεν περνούσε απαρατήρητο στους κύκλους που κινούταν.
Τον Ιανουάριο του 1915, συναντήθηκε με τον πρίγκιπα, ακόμα, τότε Αλέξανδρο σε ένα δείπνο στο σπίτι του σταυλάρχη Υψηλάντη και ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. Όμως, εκείνη δεν έλεγε το ναι στον μεγαλειότατο, παρόλο που έτρεφε έντονα συναισθήματα, περιμένοντας να δει αν όντως οι προθέσεις του ήταν ειλικρινείς. Μάλιστα, τον απέφευγε συστηματικά και προσπαθούσε να μην μένει ποτέ μόνη μαζί του.
Το ίδιο καλοκαίρι, ο Αλέξανδρος ζήτησε από τον φίλο του Ζαλοκώστα να πάνε μαζί στις Σπέτσες, όπου η Ασπασία παραθέριζε. Καθημερινά την συνόδευαν μαζί στο μπάνιο της, μέχρι που μια μέρα κατάφερε να κερδίσει χρόνο μαζί της. Προσπάθησε να τη φιλήσει, όμως, η μετρημένη Ασπασία του έδειξε επιτακτικά την πόρτα, λέγοντάς του: «Πηγαίνετε, Υψηλότατε!». Τότε ο πρίγκιπας ζήτησε την βοήθεια της αδερφής του της Ελένης, που ήταν και η μόνη από την οικογένεια που έβλεπε με καλό μάτι αυτή την ιστορία.
Η Ελένη άρχισε να καλεί την Ασπασία σε περιπάτους στους οποίους διακριτικά παρευρισκόταν και ο Αλέξανδρος. Το Σεπτέμβριο του 1916, εκείνος έκανε το μεγάλο βήμα και της εξομολογήθηκε τα συναισθήματά του. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο, ο Αλέξανδρος με απόφαση του πατέρα του, έγινε βασιλιάς. Οπότε τα πράγματα για το ζευγάρι ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Μια κοινή θνητή, έστω και από καλή οικογένεια, δεν θα μπορούσε ποτέ να παντρευτεί έναν βασιλιά.
Η κυβέρνηση, ο Ελευθέριος Βενιζέλος που τότε ήταν πρωθυπουργός, ο στρατός και η βασιλική οικογένεια δεν ήθελαν με τίποτα αυτό τον γάμο. Ο Βενιζέλος δεν αντιπαθούσε την Ασπασία, μάλλον το αντίθετο θα λέγαμε ότι συνέβαινε, όμως, φοβόταν πως αυτός ο γάμος θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τον θρόνο ο Αλέξανδρος, πράγμα που θα έδινε την ευκαιρία στον εξόριστο Κωνσταντίνο να επιστρέψει με διεκδικήσεις.
Ο Αλέξανδρος, όμως, είχε δώσει μια υπόσχεση στην αγαπημένη του και την τήρησε. Έτσι, ο γάμος έγινε τον Νοέμβριο του 1919 κεκλεισμένων θυρών, στα κρυφά, παρουσία της μητέρας και της αδερφή τη νύφης και των δυο φίλων του γαμπρού, του Ζαλοκώστα και του Σοφιανού.
Αργότερα, η Ασπασία έμεινε έγκυος στην πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον Βασιλιά Πέτρο Β΄ της Γιουγκοσλαβίας- την ονόμασε, μάλιστα, έτσι προς τιμή του άνδρα της- αλλά στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης, ο βασιλιάς Αλέξανδρος πεθαίνει από σηψαιμία, λόγω ενός δαγκώματος από ένα πίθηκο στο Τατόι.
Η βασιλική οικογένεια δεν δέχτηκε την μελαγχολική Ασπασία στους κόλπους της κι εκείνη δεν πήρε ποτέ τον επίσημο τίτλο της βασίλισσας.
Η μητέρα του Αλέξανδρου, Βασίλισσα Σοφία, που ήταν απαρηγόρητη από τον άδικο χαμό του γιου της, επέμεινε και τελικά, η τελευταία πράξη που υπέγραψε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ , κι ένα από τα πρώτα διατάγματα του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ το 1922, ήταν η αναγνώριση του γάμου εκείνου.
Χρειάστηκε, όμως, να περάσουν δέκα χρόνια για τη νομική τακτοποίηση, που έγινε στα τέλη του 1936.
Η Ασπασία, πάντως, δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ και έζησε μια ήσυχη και απομονωμένη ζωή. Με την επιβολή της Δικτατορίας το 1967, έφυγε μαζί με τη κόρη της και έζησε στην Ιταλία και την Αγγλία.
Πέθανε στην Βενετία της Ιταλίας στις 7 Αυγούστου 1972 και τα οστά της, μαζί με αυτά της κόρης της Αλεξάνδρας, μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι, το 1993, από τον εγγονό της, Πρίγκιπα Διάδοχο της Σερβίας, Αλέξανδρο Β΄.