Αύγουστος Κορτώ, συγγραφέας
«Ο Αρκάς ήταν και παραμένει ένας από τους πολύ αγαπημένους μου συγγραφείς και ευθυμογράφους. Όταν αποφάσισα να εκδώσω τη συγκεκριμένη συλλογή, επικοινώνησα μαζί του, Παρότι δεν σχεδιάζει για έργα τρίτων, με τρομερή γενναιοδωρία μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω κάποιο από τα υπάρχοντα σχέδιά του. Με δεδομένο ότι ο «Κόκκορας» ήταν από τα πρώτα βιβλία του που διάβασα, είχα ως ίνδαλμα το γουρούνι.
Το βιβλίο μου περιλαμβάνει ως επί το πλείστον αυτοβιογραφικές ιστορίες με έντονο το στοιχείο του αυτοσαρκασμού και παραληρηματικό τόνο.
Υπήρξα πάρα πολύ παχύς στα νιάτα μου. Κάποια στιγμή μάλιστα είχα φτάσει να ζυγίζω ακόμα και 150 κιλά, ενώ θυμάμαι αρκετές τραγελαφικές στιγμές από αυτό το διάστημα της ζωής μου. Ήμουν ένα ανεξάντλητο πεδίο καθημερινής κωμωδίας κυρίως στα μαθητικά μου χρόνια. Τα πολλά κιλά τα έχασα γύρω στα 22 μου, ήδη όμως είχα προλάβει να περάσω αρκετά “στραπάτσα”».
Πώς προσέγγισα τον Αρκά
«Η προσέγγιση του Αρκά έγινε μέσω της εκδότριάς μου, Άννας Πατάκη. Ήταν πολύ φιλικός και προσηνής. Ο ίδιος απέχει από την προσωπική έκθεση και μάλλον πολύ καλά κάνει. Άλλωστε είναι και αυτό ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της γοητείας του», λέει ο Αύγουστος Κορτώ.
Πέτρος Μαρτινίδης
Ίσως είναι από εκείνους που έχουν ασχοληθεί περισσότερο από κάθε άλλον μαζί του, προσεγγίζοντας και αναλύοντας τον Αρκά. Ο Πέτρος Μαρτινίδης τον γνώρισε πολλά χρόνια πριν, όταν είχε αρχίσει να σχολιάζει για πρώτη φορά τα σκίτσα του.
«Για το χιούμορ του έχω ήδη γράψει αρκετά σε ένα παλαιότερο βιβλίο μου με τίτλο “Η υψηλή τέχνη της απελπισίας”. Αργότερα ξαναδούλεψα πάνω στο βιβλίο και προσέθεσα μία νέα εισαγωγή, εκδίδοντας το βιβλίο: “Πώς πάνε στον παράδεισο του Αρκά” μέσω της ιστορίας του χιούμορ. Αν θέλετε να σας πω τώρα για το τι νούμερο παπούτσι φοράει ή ποιες ταινίες προτιμάει και ποιο είναι το βιογραφικό του, από τη στιγμή που ο ίδιος δεν θέλει να το κοινοποιήσει για ποιο λόγο να το κάνω;
Αυτό που μπορώ να σχολιάσω είναι ότι ο Αρκάς διαθέτει αυτόν τον ιδιότυπο σαρκασμό που αυτοκατεδαφίζει τους σαρκάζοντες. Αυτή είναι και η ουσία του χιούμορ απέναντι στην ειρωνεία, η οποία συνηθίζει να μιλάει με αυστηρό ή σπουδαιοφανές ύφος για τα πράγματα. Ας πούμε, όλος ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό κάνει. Χιούμορ όμως σημαίνει, μιλάω για σοβαρά πράγματα αστειευόμενος».
«Ο Αρκάς είναι Έλληνας»
Σύμφωνα με τον Πέτρο Μαρτινίδη, ο διάσημος σκιτσογράφος «είναι Έλληνας κι όχι ξένος όπως νόμιζα κι εγώ κάποτε όταν είχε πρωτοεμφανιστεί ο “Κόκκορας” . Τότε είχα θεωρήσει ότι τα σκίτσα του μπορεί να ήταν μετάφραση από κάποια ιταλικά κόμιξ. Σε ό,τι αφορά την ηλικία του Αρκά, εάν υπολογίσουμε τα χρόνια που σχεδιάζει, πρέπει σήμερα να είναι 55, το πολύ 60 ετών.
Επίσης, εάν θέλετε να σας βεβαιώσω, σας βεβαιώνω: Ο Αρκάς είναι άνδρας, κάτι που μπορεί να τεκμαίρει κανείς και από ύφος του χιούμορ του.
Ανάλογα παραδείγματα “ανωνυμίας” υπάρχουν και στο εξωτερικό. Πολλοί συγγραφείς έχουν εμφανιστεί με ψευδώνυμα κατά καιρούς με δεδομένο ότι είναι γνωστοί στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Στην “Ιστορία της Ο” ένα ελαφρώς πορνογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο είχε προκαλέσει εντύπωση στα τέλη της δεκαετίας του ’60 – αρχές του ’70, λεγόταν ότι ήταν ενός διάσημου Γάλλου γλωσσολόγου της εποχής, ονόματι Jean Paul Hand, ο οποίος εμφανιζόταν με γυναικείο ψευδώνυμο γιατί δεν ήθελε να φανεί ο ίδιος».
Γνωρίζεται με τους εκδότες που κλείνει συμφωνίες για την έκδοση ενός βιβλίου;
«Προφανώς! Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είναι και πολύ φίλος με το Βαγγέλη Τρικεριώτη, ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου Πρωτοπορία και εκδότη. Απλώς προτιμάει να μην τον αναγνωρίζουν στο δρόμο ή να μην τον αναγνωρίζουν ως ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως κάνει για παράδειγμα ο Στάθης, πολύ καλός σκιτσογράφος μεν, ο οποίος όμως βρίσκεται πολιτικά ακόμη στο 19ο αιώνα με σύνθημα το «προλετάριοι όλοι της γης ενωθείτε». Είναι εντελώς διαφορετικό να καγχάζει κανείς το σύμπαν όπως κάνει ο Αρκάς, και διαφορετικό να χρησιμοποιεί κάποιος ένα είδος στρατευμένου χιούμορ, το οποίο παύει αυτομάτως να είναι χιούμορ καθώς γίνεται στράτευση».
«Πώς γνωριστήκαμε…»
Περιγράφοντας τη γνωριμία μαζί του, ο Πέτρος Μαρτινίδης θυμάται ότι πριν από αρκετά χρόνια -πρέπει να ήταν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980- όταν ο ίδιος ως αναγνώστης του Αρκά έτυχε να τον συναντήσει. «Ήμουν και είμαι φανατικός των κόμιξ. Είχε γράψει ένα βιβλίο γύρω στο 1980 με 1981 με τίτλο “Κόμιξ, τέχνη και τεχνικές της εικονογραφήγησης”, όπου μιλούσα για τις διαφορές της γελοιογραφίας με το κόμιξ. Παρεμπιπτόντως σε μία ομιλία μου ανέλυα και μερικά από τα σκίτσα του Αρκά, καθώς είχαν μόλις αρχίσει να κυκλοφορούν τα πρώτα από αυτά. Μετά την ομιλία μου ήρθε ένας κύριος να με χαιρετήσει, λέγοντάς μου “Γεια είμαι ο Αρκάς”. Αργότερα γίναμε φίλοι για διάφορους λόγους».
Γιατί δεν εμφανίζεται δημοσίως
«Αν θέλετε ένα σχόλιο πιο προσωπικό σε ότι αφορά την επιλογή του να μην εμφανίζεται -φαντάζομαι ότι αν το διαβάσει δεν θα μου κακιώσει- θα έλεγα ότι υπάρχει μία διάθεση να μην ανακατεύεται πολύ με τον κόσμο. Φαντάζομαι ότι είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν θα στριμωχνόταν σε ένα λεωφορείο, δεν θα “πατιόταν” σε μία ουρά για να βγάλει εισιτήρια για μια καλή παράσταση ή κάτι τέτοιο. Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος προτιμάει να κρατάει μία απόσταση από τον κόσμο και ιδίως αυτή την περίοδο δεν είναι και ό,τι το θελκτικότερο υπάρχει. Πρόκειται για μία πιο φιλοσοφική στάση ζωής ή όπως αλλιώς θέλετε να την χαρακτηρίσετε…».
Γράφει ο ίδιος τα οπισθόφυλλα των βιβλίων του;
«Αν δείτε και τα οπισθόφυλλα των βιβλίων του, τα οποία είναι επίσης σε τρίτο πρόσωπο -παρά το γεγονός ότι δεν τον έχω ρωτήσει-, έχω την εντύπωση ότι πρέπει να τα γράφει ο ίδιος. Κι εγώ άλλωστε το ίδιο κάνω. Τα οπισθόφυλλα των μυθιστορημάτων ή άλλων βιβλίων μου τα γράφω ο ίδιος, δεν ζητάω να τα γράφει κάποιος άλλος. Και φαντάζομαι ότι εφόσον στα οπισθόφυλλά του γράφει σε τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό του, δεν το κάνει μέσα σε κάποιο παραλήρημα μεγαλείου. Το κάνει όμως για να εκφράσει την κατάσταση, στην οποία εδώ και πολύ καιρό διατελεί, χωρίς να διατηρεί μία δημόσια προσωπική εικόνα μολονότι διαθέτει δημόσια εικόνα εξαιτίας των έργων του.
Δεν αγαπάει τη δημοσιότητα και κατά συνέπεια, μοιραία, και τους δημοσιογράφους. Μην ξεχνάτε ότι διάφορα ποιήματα του Πεσόα κυκλοφορούσαν όσο ζούσε με ψευδώνυμο και ο κόσμος θαύμαζε το συγκεκριμένο ποιητή χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι. Αφού πέθανε, τον έψαξαν, τον προέβαλαν, βγήκαν φωτογραφίες του στη δημοσιότητα. Ο ίδιος υπέγραφε με ψευδώνυμο όχι επειδή μισούσε τον κόσμο, αλλά γιατί δεν ήθελε να έρχεται αντιμέτωπος με ερωτήματα όπως: “γιατί έγραψες αυτό και γιατί το έγραψες έτσι;”. Εξάλλου, από τη στιγμή που δημοσιεύονται βιβλία ή κόμιξ είναι έκθετα σε οποιαδήποτε ανάγνωση ή κριτική. Ο αναγνώστης μπορεί να τα βρει θεϊκά, σιχαμένα ή οτιδήποτε άλλο», εξηγεί ο Πέτρος Μαρτινίδης.
Η σχέση του Αρκά με τη ζωή και το θάνατο
«Η επιθανάτια αγωνία είναι ένα στοιχεία που συναντάει κανείς στα βιβλία του Αρκά. Στην προσωπική του ζωή πάντως είναι μια χαρά. Πηγαίνει διακοπές, σινεμά, θέατρο. Βρίσκεται ανάμεσά μας. Ένας κανονικός άνθρωπος. Δεν ξέρω πάντως εάν έχει και κάποια οπισθόβουλη διάθεση, η οποία υπαγορεύει ότι αυτή η διάθεση μυστηρίου του Αρκά κάνει πιο θελκτικό το έργο του. Δεν νομίζω όμως. Παραείναι γενναιόδωρος άνθρωπος στην προσωπική του ζωή για να κάνει τέτοιες μικρότητες. Έτσι κι αλλιώς όταν διαβάζει κανείς τα βιβλία του, τα χαίρεται, επομένως τι σημασία μπορεί να έχει ποιος είναι ο Αρκάς;», λέει ο Πέτρος Μαρτινίδης.
Γιώργος Μπαζίνας, εκδότης ΒΑΒΕΛ ιδιοκτήτης εκδοτικού οίκου Παρά Πέντε.
Η γνωριμία του εκδότη του ιστορικού περιοδικού «ΒΑΒΕΛ» και μετέπειτα του περιοδικού «Παρά Πέντε» μετράει πάνω 30 χρόνια. Ο Αρκάς μφανίζεται για πρώτη φορά στη «ΒΑΒΕΛ» με τον… ανασφαλή «Κόκκορα» το 1981. Ο Γιώργος Μπαζίνας συνεργάστηκε με τον Αρκά και αργότερα στα περιοδικά που διαδέχθηκαν τη «ΒΑΒΕΛ»: στο «Παρα Πέντε» και στο «Μικρό Παραπέντε». Για τον ίδιο, ακόμα και στα πρώτα του βήματα, ο Αρκάς ήταν ένας από τους πιο ολοκληρωμένους καλλιτέχνες της εποχής του.
«Μεγάλο περιοδικό της εποχής τον είχε απορρίψει»
«Αυτό που ενδεχομένως θα μπορούσε να σας βοηθήσει στη γενικότερη εικόνα του Αρκά, είναι πως όταν έφερε τα σκίτσα του για πρώτη φορά στη ΒΑΒΕΛ, είχε ήδη διαμορφώσει την καλλιτεχνική του αντίληψη. Είχε μελετήσει και είχε αναπτύξει την τεχνική που εμπεριέχει το comic-strip, τα σκιτσάκια του όπως εμφανίζονται στον Κόκκορα. Η δουλειά που συνήθως μας έφερναν οι νέοι καλλιτέχνες, ήταν τις περισσότερες φορές ατελής, πρωτόλεια και χρειαζόταν επεξεργασία για να λάβει δημοσιεύσιμη μορφή. Ο Αρκάς αντιθέτως ήταν ολοκληρωμένος δημιουργός. Όχι μόνο στην τεχνική, αλλά και στο διαβρωτικό του χιούμορ. Διέθετε εξαρχής πρωτότυπο και εφευρετικό υλικό, γι’ αυτό άλλωστε κι έγινε αμέσως δημοφιλής ανάμεσα στους αναγνώστες μας, τους οποίους είχαμε συνηθίσει στα πιο προωθημένα ευρωπαϊκά κόμικς και τους μεγαλύτερους χιουμορίστες της εποχής. Ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα σεμνός, δεν εμφανίστηκε ποτέ ο ίδιος, παρά έστειλε τη δουλειά του με μια φίλη του να μας τη δείξει. Τον γνώρισα όταν εξέφρασα την εκτίμησή μου για τη δουλειά του και ζήτησα την άμεση δημοσίευση των έργων του. Αυτό που είναι σημαντικό να ειπωθεί επίσης, είναι ότι η δουλειά του ήταν εκτός αποδεκτών πλαισίων της εποχής, ελευθερόστομη και αλογόκριτη στην έμπνευσή της. Γνωρίζω μάλιστα ότι πριν έρθει σε εμάς, είχε κάνει μια απόπειρα επαφής με μεγάλο εβδομαδιαίο περιοδικό της εποχής κι εκείνη τον απέρριψαν πανηγυρικώς ως μη συμβατό με τα χρηστά ήθη και τη σεμνοτυφία των αναγνωστών τους».
Άννα Πατάκη, εκδότρια – εκδόσεις Πατάκη
«Ο Πέτρος Χατζόπουλος, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Αύγουστου Κορτώ, μου είπε κάποια στιγμή συζητώντας για το εξώφυλλο, ότι θα ήθελε πάρα πολύ να έχει ένα έργο του Αρκά. Έτσι, βρήκα το τηλέφωνό του και τον κάλεσα. Δεν σας κρύβω βέβαια ότι ήταν μία καλή αφορμή για να τον γνωρίσω κι εγώ, καθότι είμαι θαυμάστριά του. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και τον ρώτησα αν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο από τα σκίτσα του. Ήταν πολύ ευγενικός, γνώριζε το έργο του Κορτώ και μου ζήτησε να του μεταφέρω ότι είναι θαυμαστής του. Στη συνέχεια με κάλεσε να διαλέξω μία εικόνα του με την προϋπόθεση να μην κοπεί, αλλά να τυπωθεί ολόκληρη στο εξώφυλλο. Διαλέξαμε τη συγκεκριμένη εικόνα, η οποία είναι εμβληματική για τον ίδιο τον Αρκά, και ταίριαζε απόλυτα στο συγκεκριμένο βιβλίο.
Αρχικά είχα σκεφτεί να του ζητήσω να σχεδιάσει κάτι ειδικά για το βιβλίο. Εκείνος όμως μου απάντησε ότι δεν σχεδιάζει για τρίτους. Άφησε όμως το ελεύθερο στην περίπτωση κατά την οποία μου άρεσε κάποιο από τα ήδη υπάρχοντα σκίτσα του, να επιλέξω ένα από αυτά».
Ως επιμύθιο στο αφιέρωμα που ποτέ εκείνος δεν θα ζητούσε, επιλέγοντας να εμφανίζεται μέσα από τα σκίτσα του και όχι μέσω της αδηφάγου δημοσιογραφικής διάθεσης για έκθεση προσώπων και πραγμάτων, αφήσαμε ένα σκίτσο.
Το σκίτσο αυτό ήρθε στη δημοσιότητα το 1982, μετά από επιθυμία των αναγνωστών του περιοδικού «ΒΑΒΕΛ» να δουν μία φωτογραφία του. Σε απάντησή τους, ακολούθησε δημοσίευση στο περιοδικό με ένα σκίτσο του Αρκά, στο οποίο εικάζεται ότι ο γενειοφόρος άνδρας που εικονίζεται είναι ο ίδιος. Το σχόλιο που συνόδευε τη φωτογραφία ανέφερε: «Πολλοί αναγνώστες μας ζήτησαν επίμονα μια παρουσίαση του Αρκά, πιστεύοντας πως μετά από ένα χρόνο και ένα μήνα ζωής στις σελίδες της βαβέλ είναι καιρός να γίνουν οι συστάσεις. Εμείς πιστεύουμε πως το αίτημα είναι λογικό και δίκαιο. Όμως ο Αρκάς είναι τύπος εξαιρετικά συνεσταλμένος για να δεχτεί οποιαδήποτε προβολή του. Χρειάστηκε ιδιαίτερη επιμονή για να υπερνικήσουμε αυτή την έμφυτη σεμνότητά του και ιδού το αποτέλεσμα:
Το έργο του αποτελείται κυρίως από σειρές με συγκεκριμένο θέμα – πρωταγωνιστές
Από τα έργα του ο Ισοβίτης έχει γίνει σειρά με μαριονέτες για την ελληνική τηλεόραση από τον Μάνθο Σαντοριναίο. Δουλειές του έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, πολωνικά, ρουμανικά, σέρβικα και βουλγάρικα), ενώ έχει γράψει και θεατρικά έργα.
Το πραγματικό ονοματεπώνυμο του εν λόγω συγγραφέα μας είναι άγνωστο, καθώς ο ίδιος δεν το έχει αποκαλύψει, ενώ τα ονόματα Αντώνης Ευδαίμων και Γεράσιμος Σπανοδημήτρης που έχει χρησιμοποιήσει σε έργα του, θεωρούνται ως ψευδώνυμα. Επίσης, έχει προταθεί το όνομα Άρης Καστρινός (απ’ όπου υποτιθέμενα προέρχεται και το ΑΡ-ΚΑΣ).
Εργογραφία
Ο Αρκάς εμφανίζεται για πρώτη φορά με τον μνημειώδη «Κόκορά» του το 1981 στο περιοδικό «Βαβέλ», υπογράφοντας πλέον ως Αρκάς.
Το 1987 θα βρει τις ξεκαρδιστικές περιπέτειες του σεξουαλικά ασταθή και νευρωτικού κόκορα να φιλοξενούνται στη νέα του στέγη, το περιοδικό «Παρά Πέντε», και κατόπιν στο αδελφάκι του «Μικρό Παρά Πέντε».
Μέχρι τότε βέβαια θα έχει ήδη ρίξει στην αγορά μια νέα σειρά ιστοριών, το «Show Business» (1983), με τη γενειοφόρο Θέκλα να παραμένει μια από τις εμβληματικές εικονογραφικά φιγούρες του!
Ακολουθεί το «Ξυπνάς μέσα μου το ζώο» (1985), ενώ η αμέσως επόμενη σειρά του «Μετά την Καταστροφή» (1986) γίνεται ανάρπαστη! Το μοτίβο των δουλειών του Αρκά ακολουθεί πάντα την ίδια πεπατημένη: οι ιστορίες του δημοσιεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα σε περιοδικά και εφημερίδες (όπως το περιοδικό «Μετρό» αλλά και το ένθετο της Ελευθεροτυπίας «Έψιλον») και συγκεντρώνονται κατόπιν σε ξεχωριστά άλμπουμ.
Αφού κυκλοφορήσει «Ο Παντελής και το Λιοντάρι» (1987) και το «Φάε το Κερασάκι» της ίδιας χρονιάς, ο Αρκάς θα λανσάρει το 1988 την πασίγνωστη σειρά του «Ο Ισοβίτης», ο οποίος αρχίζει να δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Η Πρώτη», πριν κυκλοφορήσει σε άλμπουμ και μετατραπεί κατόπιν σε -βραχύβια- τηλεοπτική σειρά με μαριονέτες, που προβαλλόταν άλλοτε στην ΕΤ1…
Την ώρα που συνεχίζει τις περιπέτειες του αδίκως καταδικασμένου σε 622 χρόνια κάθειρξης Ισοβίτη και του αυθάδη ποντικού Μοντεχρήστου, ο Αρκάς εγκαινιάζει άλλη μια σύντομη σειρά, τους «Αταίριαστους Έρωτες» (1988), πριν λανσάρει μια από τις καλύτερες ιστορίες του: οι «Χαμηλές Πτήσεις» αρχίζουν να πετούν χαμηλά το 1991 μέσα από τις σελίδες της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», γινόμενες μια από τις δημοφιλέστερες σειρές του!
Συνεχίζοντας τις «Χαμηλές Πτήσεις», ο Αρκάς θα εγκαινιάσει μια νέα απόπειρα, που θα γίνει κι αυτή με τη σειρά της κλασική: ο «Καστράτο» κυκλοφορεί στο περιοδικό «Μετρό» το 1995, με τη φιλήδονη γάτα Λουκριτία και τον ευνουχισμένο γάτο Καστράτο να χαρίζουν άφθονο γέλιο στα μεγαλύτερα παιδιά.
Και τελικά το 1998, έπειτα από 7 συναπτά έτη των «Χαμηλών Πτήσεων», η ανάρπαστη σειρά θα δώσει τη θέση της στα «Πειραματόζωα», τη νέα χιουμοριστική προσπάθεια του ασίγαστου κομίστα, η οποία όμως σύντομα θα αντικατασταθεί από τον ερωτοχτυπημένο «Καλό Λύκο».
Επόμενος σταθμός του Αρκά «Η ζωή μετά», που κυκλοφορεί στα τέλη του 1999 για να δώσει χιουμοριστικές απαντήσεις στο προαιώνια ερωτήματα της θνητότητας και της μεταθανάτιας ζωής!
Ο Αρκάς μας χάρισε και άλλες σειρές ιστοριών, όπως τα «Επικίνδυνα Νερά» και τελευταία τους «Συνομήλικους», ενώ έχει συγγράψει και δύο θεατρικά έργα, που ανεβαίνουν συνήθως σε ενιαία παράσταση με τίτλο «Επείγοντα Περιστατικά»: πρόκειται για τη σύνθεση των δύο μονόπρακτων «Εχθροί εξ αίματος» και «Βιολογικός μετανάστης.
Οι δουλειές του Αρκά έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά κ.ά.).
Με τα ΘΗΡΙΑ ΕΝΗΜΕΡΑ, τα ΖΩΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ και τα πρόσφατα πολιτικά του σκίτσα πολλοί θεώρησαν ότι είναι ακραιφνής δεξιός και κάποιοι του επιτέθηκαν γιατί τους ξεγέλασε και τόσον καιρό τον είχαν για αριστερό. Συνεπώς ο Αρκάς είναι ένας υπέργηρος, άθεος ψυχίατρος που υποφέρει από καταληκτική νόσο, και ψηφίζει Νέα Δημοκρατία –κάτι που το έκρυβε επιμελώς για δεκαετίες, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των αριστερών.
Βέβαια είναι δικαίωμα του καθενός να προβάλλει στα καλλιτεχνικά έργα προσωπικές του απόψεις , συναισθήματα και εικόνες, όπως μπορεί κάποιος να βλέπει στα σύννεφα άλογα που τρέχουν ή το πρόσωπο της αγαπημένης του. Όμως ο Αρκάς, εδώ και τριανταπέντε χρόνια κάνει ένα και μόνον πράγμα: χιούμορ. Παίζει με τις λέξεις, με τα στερεότυπα και τις κοινωνικές συμβάσεις για να παράγει αυτό το συγκεκριμένο προϊόν. Δεν κάνει ούτε σάτιρα, ούτε κοινωνική παρέμβαση, ούτε κατάθεση γνώμης. Κάνει απλώς χιούμορ. Το αν το κάνει καλά ή όχι ας το κρίνουν οι χιλιάδες αναγνώστες των δεκάδων βιβλίων του”.
Αυτός είναι ο υπέροχος κόσμος του Αρκά, που σε τελική ανάλυση είναι ο δικός μας κόσμος με τον σαρκασμό που του πρέπει…