Μυστικό του Ωνάση: Ο Έλληνας Κροίσος είχε μία άγνωστη ιστορία. Είχε ένα μυστικό. Αυτό αφορούσε την ξαδέρφη του. Εκείνη δεν κατάφερε να ακολουθήσει την οικογένειά της, η οποία είχε φύγει από τη Σμύρνη για να έρθει στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη ιστορία αποτελεί το πιο σημαντικό κεφάλαιο του βιβλίου. Αυτό, συνέγραψε ο εκπρόσωπος Τύπου της οικογένειας Ρουσέλ. Ήταν ο κ. Αλέξης Μανθεάκης.
Αυτό κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2000, από τις Εκδόσεις Φερενίκη. Πρώτα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Ύστερα κυκλοφόρησε στο εξωτερικό. Ο τίτλος του είναι «Αθηνά – Στο μάτι τού Κυκλώνα». «Η ιστορία αυτή» όπως δήλωσε ο συγγραφέας στα «ΝΕΑ» «ήταν κάτι που κρατήθηκε ως επτασφράγιστο μυστικό. Είχα ακούσει να μιλάει για αυτήν την κοπέλα η μητέρα μου.
Όμως, όσες φορές και αν προσπάθησα να επαληθεύσω κάτι γύρω από αυτήν αντιμετώπιζα σιωπή και μόνο σιωπή». Τελικά, όπως ο ίδιος λέει, ένας συγγενής του Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος ζει στην Αθήνα, του επιβεβαίωσε όσα είχε ακούσει από τη μητέρα του. Η «χαμένη» εξαδέλφη του Ωνάση ήταν αδελφή του Νίκου Κονιαλίδη. Εκείνος παντρεύτηκε τη Μερόπη Κονιαλίδη. Ήταν μία εκ των τριών αδελφών του Αριστοτέλη.
Την κοπέλα αυτή την άρπαξαν οι Τούρκοι στην προκυμαία της φλεγόμενης Σμύρνης. Ήταν μια τραγωδία που βύθισε στο πένθος την οικογένεια Ωνάση. Η κοπέλα ήταν τότε 12 χρόνων. Ο Κονιαλίδης την έψαχνε απεγνωσμένα επό μισό αιώνα. Κατά μία πληροφορία, τη βρήκε στην Πόλη να ζει με την καινούργια της οικογένεια. Το σίγουρο όμως είναι ότι για αυτήν τη γυναίκα ουδείς είπε ή έγραψε ποτέ το παραμικρό.
«Η κηδεία του Αριστοτέλη Ωνάση έγινε στον Σκορπιό. Η Χριστίνα έκλαιγε περιστοιχισμένη από μια ομάδα συγγενών. Ήταν όλες γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα. Οι συγκεκριμένες εικόνες έχουν χαραχθεί στη μνήμη εκατομμυρίων Ελλήνων που παρακολουθούσαν τη μετάδοση από την ελληνική τηλεόραση. Εκείνη την ημέρα του Μαρτίου του 1975, εγώ και η γυναίκα μου η Δήμητρα είχαμε πάει επίσκεψη στη μητέρα μου, στο διαμέρισμά της στην οδό Αναγνωστοπούλου, στο Κολωνάκι.
Ο ρεπόρτερ, ο οποίος κάλυπτε την επικήδεια τελετή του Ωνάση, έλεγε ένα ένα τα ονόματα των ανθρώπων που ήταν εκεί, καθώς η κάμερα της τηλεόρασης έπαιρνε ένα πανοραμικό πλάνο πάνω από το φέρετρο για να εστιάσει στη συνέχεια στα πρόσωπα των γυναικών που κάθονταν ακριβώς από πίσω. Η κόρη του Αριστοτέλη, Χριστίνα, ήταν εκεί μαζί με τις τρεις αδελφές του. Την Καλλιρρόη Πατρονικόλα, την Άρτεμη Γαρουφαλίδου και τη Μερόπη Κονιαλίδου.
«Υπάρχει άλλη μια αδελφή», είπε η μητέρα μου. Ξαφνιασμένος από αυτήν τη δήλωση τη ρώτησα τι εννοούσε. «Ο πατέρας σου, που γλίτωσε από την καταστροφή της Σμύρνης, μου είχε πει μια φορά ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε μια νεώτερη αδελφή που ζούσε ακόμα στην Τουρκία. Έμεινε εκεί μετά την καταστροφή της Σμύρνης το ’22 και παντρεύτηκε έναν Τούρκο», εξήγησε η μητέρα μου. Και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω όμως τίποτα για αυτήν».
Για κάμποσα χρόνια δεν άκουσα κι εγώ με τη σειρά μου τίποτα για τη μυστηριώδη γυναίκα. Από καιρό σε καιρό βέβαια, όταν αναφερόμουν για το θέμα αυτό σε ανθρώπους που γνώριζαν την οικογένεια, με αντιμετώπιζαν είτε με δυσπιστία είτε κοιτώντας με ένα βλέμμα εντελώς απλανές. Κανείς από αυτούς που ρώτησα δεν είχε ακούσει για την τέταρτη αδελφή Ωνάση. Τελικά έμαθα την αλήθεια, όταν η Αθηνά και η οικογένεια Ρουσέλ ήρθαν για επίσκεψη στην Αθήνα το 1998, για να παρευρεθούν σε έναν γάμο μέλους της οικογένειας Ωνάση, όπου και εγώ ήμουν προσκεκλημένος.
Ήταν 8 Ιουλίου του 1998. Η Αθηνά και τα παιδιά ήταν στον κήπο δίπλα στην πισίνα, στην εξοχική βίλα της θείας Καλλιρρόης, 37 χιλιόμετρα δυτικά της Αθήνας προς το Σούνιο. Ο Τιερί και η Γκάμπι είχαν πάει κάπου κοντά για ψώνια, ενώ εγώ βρισκόμουν στο σαλόνι μαζί με τη θεία Καλλιρρόη που μου έλεγε ιστορίες για τον εαυτό της και τον Αριστοτέλη Ωνάση, όταν ήταν μικρά παιδιά στη Μικρασία. Ο πατέρας της Καλλιρρόης είχε ξαναπαντρευτεί και η Καλλιρρόη ήταν η ετεροθαλής αδελφή τού Αριστοτέλη από τον δεύτερο γάμο.
Η Καλλιρρόη μού έλεγε πως η οικογένεια είχε φύγει από τη Μικρασία με την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1922. Η οικογένεια Ωνάση ήταν μεταξύ των χιλιάδων προσφύγων που δραπέτευσαν με την καταστροφή της Σμύρνης. Την ώρα που η Καλλιρρόη μού έλεγε την ιστορία, ξαφνικά θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει η μητέρα μου για την άλλη αδελφή Ωνάση, η οποία είχε μείνει πίσω. Η Καλλιρρόη δεν την ανέφερε σε μένα και θεώρησα ότι δεν ήταν σωστό εκείνη την ώρα να θίξω αυτό το θέμα.
Αποφάσισα με την πρώτη ευκαιρία να ρωτήσω έναν από τους στενούς οικογενειακούς συγγενείς. Λίγες μέρες αργότερα έπινα καφέ με ένα μέλος της οικογένειας Ωνάση στο γραφείο του, στην Αθήνα. Κατάλαβα ότι είχε έρθει η ώρα να θίξω απ’ ευθείας το θέμα. Γιατί πίστευα ότι κάποιο ίχνος αλήθειας υπήρχε σε αυτή την ιστορία. Καθώς μου έλεγε την ιστορία, θυμήθηκα αυτά που είχα ακούσει από τον πατέρα μου για τη Σμύρνη, τότε, λίγο πριν από το 1922.
Η Σμύρνη με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της και τους πλούσιους Έλληνες εμπόρους ήταν μια πόλη που δεν έδειχνε αυτό που σε λίγο έμελλε να συμβεί. Κανείς δεν φανταζόταν ότι σε αυτήν την κοσμική πόλη, όπου οι γυναίκες, οι Ελληνίδες, με τα παριζιάνικα φουστάνια τους περπατούσαν με τις φίλες και τους καλοντυμένους συζύγους τους στην προκυμαία, μπροστά από ξενοδοχεία και καφέ που θύμιζαν εκείνη την εποχή τη Βιέννη, το Μόναχο και τη Νίκαια. Όπως μου έλεγε ο πατέρας μου, κανένας από τους ντόπιους δεν φανταζόταν ότι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ένας πόλεμος θα αναζωπύρωνε για μία ακόμη φορά παλιές εχθρότητες και θα απελευθέρωνε ένα τέτοιο κύμα βίας που θα άλλαζε για πάντα το πρόσωπο της πόλης.
Οι κάτοικοι της Σμύρνης επρόκειτο να υποφέρουν τρομερά τον Οκτώβριο του 1922, όταν χιλιάδες Τούρκοι θα εισέβαλαν στην πόλη καίγοντας σπίτια, λεηλατώντας και βιάζοντας. Όταν κατέρρευσε εντελώς το μέτωπο, χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στοιβάχτηκαν στη μεγάλη προκυμαία. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να καταφέρουν να επιβιβαστούν σε κάποια βάρκα που θα τους οδηγούσε μακριά από την καταστροφή. Πίσω τους ολόκληρη η πόλη καιγόταν και ο μαύρος καπνός σηκωνόταν σαν ένα τείχος αδιαπέραστο μέχρι τον ουρανό.
Φίλοι μας που ζούσαν στη Σμύρνη τότε περιγράφουν πως στα σοκάκια ακούγονταν τα ουρλιαχτά των Ελλήνων που σφαγιάζονταν και οι κραυγές των μανάδων και των παιδιών που κακοποιούνταν. Ήταν ανυπεράσπιστοι στα χέρια Τούρκων και Κούρδων που εκτελούσαν το μακάβριο έργο τους. Την ίδια στιγμή που οι διπλωμάτες της Ιταλίας, της Γαλλίας, και της Αγγλίας παρακολουθούσαν με απάθεια τα γεγονότα από τα μπαλκόνια των οικιών τους ή από τις πρεσβείες τους. Αυτή ήταν τότε η επίσημη πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ο πατέρας μου ήταν στη Μικρασία εκείνη την εποχή. Ήταν ένας νέος καπνέμπορος που είχε την έδρα της δουλειάς του κοντά στην πόλη του Τσεσμέ. Είχε προβλέψει το τι θα συνέβαινε και είχε νοικιάσει ένα καΐκι για να απομακρύνει τον εαυτό του και όσους άλλους Έλληνες μπορούσε να μεταφέρει. Λίγο πριν από την καταστροφή της Σμύρνης, κάποιοι Έλληνες τον διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Του έλεγαν ότι είχαν ζήσει με τους Τούρκους εκατοντάδες χρόνια και κανένας δεν θα τους πείραζε.
Μόνο μερικοί τον άκουσαν και μπήκαν στη βάρκα. Κάποιοι άλλοι γείτονες που ζήλευαν την οικονομική του επιτυχία πήγαν στις τουρκικές αρχές και είπαν ότι ο Μανθεάκης διέδιδε φήμες εναντίον των Τούρκων. Οι Τούρκοι γρήγορα συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον φυλάκισαν. Ένα πρωί οι Τούρκοι ήρθαν στη φυλακή που βρισκόταν ο πατέρας μου και άρχισαν να κρεμούν τους Έλληνες συγκρατούμενούς του. Ο πατέρας μου και μερικοί άλλοι επρόκειτο να κρεμαστούν την επομένη. Εκείνο το βράδυ ένας σκοπός ήρθε να ελέγξει τα ονόματα αυτών που ήταν να κρεμαστούν το πρωί.
Ο Τούρκος που μιλούσε ελληνικά άκουσε το όνομα του πατέρα μου και τον ρώτησε από πού ήταν. Ο πατέρας μου απάντησε από την Κρήτη. Ο Τούρκος φρουρός σταμάτησε και ρώτησε με κάποια έκπληξη: «Δεν είσαι ο γιος του Νικολαρά Μαθιουδάκη που πήγε στην Αφρική;». Ο πατέρας μου απάντησε ότι ήταν. Ο φρουρός είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει στο ίδιο χωριό με τον παππού μου τον Νικολαρά, τον πατέρα τού πατέρα μου.
Εκείνο το βράδυ ήρθε στο κελί ο φρουρός και πήρε τον πατέρα μου έξω σε ένα χωράφι όπου υπήρχε ένα άλογο. Ο πατέρας μου ευχαρίστησε τον Τούρκο, ανέβηκε στο άλογο και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ακολούθησε τα παράλια μέχρι που βρήκε μια μικρή βάρκα με την οποία δραπέτευσε στο νησί της Χίου. Εκεί άρχισε μια νέα ζωή.
Ο Μανώλης ο Μανθεάκης έμαθε αργότερα ότι αυτοί στο χωριό που είχαν μείνει πίσω, αγνοώντας την προειδοποίησή του, είχαν σφαγιαστεί από τους Τούρκους. Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα του πανικού και του απόλυτου φόβου που είχε καταλάβει τον πληθυσμό της Σμύρνης, η οικογένεια Ωνάση με τα εξαδέλφια τους, τους Κονιαλίδηδες, προχώρησαν μέσα από τα πλήθη κάτω στην προκυμαία της Σμύρνης. Όταν έφθασαν, ψάχνοντας για μια βάρκα να τους πάει στην Ελλάδα, αντίκρυσαν ένα πλήθος ανθρώπων που συνωστιζόταν εκεί. Περίμεναν στη σειρά.
Μέσα στο πλήθος η οικογένεια Ωνάση, μεταξύ των λίγων τυχερών όπως αποδείχτηκε, μπόρεσε να εξασφαλίσει μια υπόσχεση για να περάσει απέναντι στην Ελλάδα. Βρήκε θέση σε ένα καΐκι που ήταν εκείνη τη στιγμή δεμένο εκεί μπροστά. Ο συγγενής του Ωνάση συνέχισε να μου αφηγείται την ιστορία: «Ο Νίκος ο Κονιαλίδης, ο πρώτος εξάδελφος του Ωνάση, την ώρα που μπήκε στη βάρκα είχε στους ώμους του μια τρομαγμένη Καλλιρρόη, την εξάχρονη τότε αδελφή τού Αριστοτέλη. Ο θείος Νίκος κάθησε στη βάρκα με την Καλλιρρόη.
Ένας Τούρκος αξιωματικός επιτηρούσε πολύ προσεκτικά τον καθένα που έμπαινε στο καΐκι. Δίπλα του ήταν ένας στρατιώτης οπλισμένος. Η δωδεκάχρονη αδελφή τού Νίκου Κονιαλίδη, που είχε σκεπάσει το πρόσωπο της με ένα τσεμπέρι, μπήκε στη βάρκα και αυτή. Ο αφηγητής μου σταμάτησε για να πιει μια γουλιά νερό. «Η μητέρα της φώναζε με απόγνωση στον αξιωματικό να αφήσει την κόρη της να μπει στη βάρκα μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Εκείνος όμως τράβηξε το πιστόλι του και τους απείλησε όλους.
Η μητέρα δεν είχε πλέον καμία άλλη επιλογή πέραν του να φύγει με τη βάρκα προς τα ελληνικά νησιά σώζοντας τη ζωή των υπόλοιπων παιδιών. Καθώς το καΐκι εγκατέλειπε το αγκυροβόλιο, οι οικογένειες Ωνάση και Κονιαλίδη έβλεπαν την εξαδέλφη του Αριστοτέλη να σύρεται από τον αξιωματικό μέσα στο πλήθος». Ο συγγενής τού Ωνάση σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα, χαμένος στις σκέψεις του. «Η θεία μου η μητέρα της και τα άλλα παιδιά στη βάρκα ήταν σε κατάσταση υστερίας. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, το καΐκι περνούσε μπροστά από τα αμερικανικά και αγγλικά πολεμικά πλοία, που βρίσκονταν στον κόλπο της Σμύρνης, και κατευθυνόταν προς τα ελληνικά νησιά. Αυτό ήταν».
«Τι συνέβη έπειτα από αυτό;» ρώτησα. «Δεν την ξαναείδαμε ποτέ», συνέχισε. «Ήταν μια τραγωδία που βάρυνε για πολύ στα σπίτια των δύο οικογενειών. Ο θείος μου, ο αδελφός της κοπέλας, ο Νίκος Κονιαλίδης δεν σταμάτησε ποτέ να την αναζητά. Ο θείος Νίκος την έψαχνε για χρόνια. Στη δεκαετία του 1970, ύστερα από αλλεπάλληλα ταξίδια στην Τουρκία και ακολουθώντας σε κάποιες περιπτώσεις λανθασμένες πληροφορίες, πήγε τελικά στην Πόλη όπου είχε μάθει ότι η αδελφή του είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει παιδιά.
Όταν ο θείος μου επέστρεψε στην Ελλάδα, δεν μας είπε αν είχε συναντήσει την αδελφή του. Το μόνο που είπε ήταν ότι δεν θα ξαναπήγαινε πια ποτέ στην Τουρκία». Αυτά ήταν όλα όσα μου αφηγήθηκε ο συγγενής τού Ωνάση. Ήταν κατανοητό πως η οικογένεια δεν ήθελε να συζητήσει περισσότερο για εκείνη την τραγωδία. Εγώ όμως λίγο καιρό αργότερα άκουσα από μια άλλη πηγή ότι ο Νίκος Κονιαλίδης είχε πραγματικά βρει την αδελφή του στην Πόλη. Ο πληροφοριοδότης μου ισχυρίστηκε ότι η χαμένη αδελφή τού Κονιαλίδη είχε παιδιά και πως ο σύζύγός της ήταν εύπορος.
Σίγουρα θα πρέπει να υπέστη ένα ισχυρό σοκ βλέποντας ξαφνικά να περπατάει στο σαλόνι της, ο αδελφός που είχε χάσει τόσα χρόνια πριν και που τώρα έφερνε μαζί του όλες εκείνες τις οδυνηρές στιγμές που ακολούθησαν τη βίαιη αρπαγή από την οικογένειά της. Η πηγή μου μού είπε ότι ο Νίκος Κονιαλίδης είδε την εξαδέλφη του Ωνάση να ζει μια μεσοαστική ζωή, με τον άνδρα και τα παιδιά της, και πως δεν ήθελε πια να θυμάται το παρελθόν. Η θέλησή της να αφεθεί μόνη, πλήγωσε τον αδελφό της. Ήταν όμως κατανοητό. Και ο Νίκος έφυγε από το σπίτι και από τη ζωή της για πάντα».