Βοσκός των Ιμίων – Χρήσιμες πληροφορίες: Πρόκειται για τον 93χρονο Αντώνη Βεζυρόπουλο, ο οποίος έβοσκε τα ζώα του έως το 1996 στα Ίμια. Στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Καλύμνου πραγματοποιήθηκε μνημόσυνο για τους τρεις Έλληνες Αξιωματικούς, οι οποίοι έπεσαν στο καθήκον στις 31 Ιανουαρίου του 1996. Επιπλέον, διαβάστηκαν πώς πραγματοποιήθηκαν, τα γεγονότα, ενώ κατατέθηκαν και στεφάνια.
«Μετέφερα για πρώτη φορά τα ζώα μου στη νησίδα το 1984. Έπαιρνα τη βάρκα μου από την Κάλυμνο και πήγαινα εκεί για να τα φροντίζω. Παράλληλα μπορούσα να ψαρεύω. Σταμάτησα για λίγο λόγω της κρίσης του 1996. Μετά, όμως, συνέχισα. Πήγαινα τουλάχιστον δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Με βοηθούσαν πότε τα αγόρια μου και πότε η γυναίκα μου. Τότε έπαιρνα σύνταξη 700 ευρώ τον μήνα. Με αυτήν έπρεπε να ζήσω.
Μου έδιναν και ένα μικρό ποσό από τον Δήμο και έτσι μπορούσα, έστω με δυσκολίες, να βοσκώ τα πρόβατά μου. Κάποια στιγμή, κοντά στο 2004, έπαψαν να μου δίνουν χρήματα για να καλύπτω μέρος των εξόδων μου, κυρίως τα πετρέλαια για τη βάρκα».
«Σκέφτηκα ότι δεν θα κάνω σε κανέναν τη χάρη να σταματήσω. Γιατί να μη βοηθήσω το κράτος μου; Η αλήθεια είναι ότι στενοχωρήθηκα πολύ. Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει πρόθεση στήριξης, τότε αναγκαστικά αποσύρθηκα. Άντεχα τότε για κάποια χρόνια ακόμα. Μετά θα μπορούσαν να αναλάβουν τα παιδιά μου. Το λέει η ψυχή τους. Άλλωστε, δεν ήταν λίγες οι φορές που τα έπαιρνα μαζί μου. Ήξεραν τι πρέπει να κάνουν και αγαπούσαν τον τόπο τους».
«Οι λιμενικοί μου είπαν ότι δεν μπορώ να ανέβω μόνος μου στα Ίμια. Εγώ τους απάντησα ότι δεν χρειάζομαι συνοδεία. Είχα ακόμα κάποια κατσίκια εκεί. Δεν με ενδιέφερε αν συναντούσα Τούρκους. Εγώ θα έκανα τη δουλειά μου. ”Το σκέφτηκες καλά;” μου είπαν. Τελικά πήγαμε μαζί. Πράγματι προσπάθησαν να μας εμποδίσουν».
«Με θυμάμαι να ταξιδεύω με τη βάρκα μου για τη νησίδα και να έρχονται δίπλα μου μεγάλα τουρκικά σκάφη κάνοντας ελιγμούς. Σαν τώρα θυμάμαι τα άσπρα μεγάλα πλωτά τους. Δημιούργησαν απόνερα με σκοπό να με βουλιάξουν. Η βάρκα μου ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τα δικά τους σκάφη. Έδειχναν να μην τους ενδιαφέρει αν πέσω στη θάλασσα και πνιγώ από τα κύματα. Τους έδειχνα, όμως, από την πλευρά μου ότι είχα το σθένος να συνεχίσω.
Έκανα σαν να μην υπάρχουν. Συνέχιζα να ταξιδεύω προς τον προορισμό μου. Μου είχε τύχει πολλές φορές να βρίσκομαι πάνω στη βραχονησίδα και να περνούν από πάνω μου αεροσκάφη και ελικόπτερα. Αν μου έλεγαν να πάω ξανά στα Ίμια, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη».