Οι αρνητές μηνυτές θα πρέπει να δέχονται αυτεπάγγελτη μήνυση και αυτόφωρο, σύμφωνα με πρόταση “βόμβα” του υπουργού Εσωτερικών, Μάκη Βορίδη, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8.
Ειδικότερα, αναφερόμενος στις μηνύσεις από αρνητές σε εκπαιδευτικούς και υγειονομικούς, ο υπουργός τις χαρακτήρισε “αστείες” και πρόσθεσε «υπάρχει ένα υπόδειγμα έγκλισης, που μιλάει για εσχάτη προδοσία, βασανιστήρια, εγκληματικές οργανώσεις, δηλαδή είναι αυτό που λέμε “ό,τι να’ ναι”. Πάνε διάφοροι καταθέτουν αυτή την έγκλιση και υποθέτω ότι εκείνο που προσπαθούν να κάνουν είναι να κινητοποιήσουν ή να εκφοβίσουν δήθεν με τον τρόπο αυτό και να κινητοποιήσουν τις αρχές για συλλήψεις στο πλαίσιο δήθεν αυτόφωρων αδικημάτων, καθηγητών, διευθυντών και άλλων στελεχών της δημόσιας διοίκησης».
Για το πως πρέπει να αντιμετωπίζονται οι μηνύσεις από αρνητές μηνυτές, ο υπουργός υπογράμμισε ότι “θα πρέπει επί τόπου να υποβάλλονται μηνύσεις για ψευδείς καταμηνύσεις από τους εγκαλούμενους, προκειμένου να υπάρχει σύλληψη”.
Και πρόσθεσε «θα πρέπει να δοθεί μια γενική κατεύθυνση – νομίζω ότι κινήθηκε ήδη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου– ώστε αυτές οι μηνύσεις να αρχειοθετούνται κατευθείαν και άνευ ειδικής εξετάσεως ως προφανώς αβάσιμες και ψευδείς, και να μένει η μήνυση για την ψευδή καταμήνυση και τη συκοφαντική δυσφήμιση και να οδηγούνται στη Δικαιοσύνη αυτοί που κάνουν αυτά τα πράγματα για να κριθούν για τις πράξεις τους και να τελειώνουμε».
Για το θέμα του αυτοφώρου των εκπαιδευτικών ή υγειονομικών, μετά από μήνυση που κατέθεσαν αρνητές μηνυτές, ο Μάκης Βορίδης επεσήμανε «είδα ότι υπάρχει μια εξαγγελία από την πλευρά της κυβέρνησης ότι κάπως θα ρυθμιστεί και το θέμα του αυτοφώρου, το οποίο –κατά τη γνώμη μου- επειδή αυτό παίρνει ένα χαρακτήρα οργανωμένο από τη στιγμή που κυκλοφορεί το υπόδειγμα- θα μπορούσε με μια γενική οδηγία που θα δώσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να λήξει αυτό το ζήτημα και να μην έχουμε τίποτα περισσότερο. Είναι προφανέστατα αβάσιμες αυτές οι μηνύσεις».
Όπως εξήγησε ο υπουργός Εσωτερικών, όταν κατατίθεται μια μήνυση, αυτή πρέπει να πάει σε έναν εισαγγελέα για να αξιολογηθεί. Εάν ο εισαγγελέας κρίνει ότι είναι προφανώς αβάσιμη, τότε δεν υπάρχει η διαδικασία του αυτοφώρου. Επομένως, μπορεί κατευθείαν να αρχειοθετείται.
«Νομίζω ότι μπορεί να λυθεί σε εσωτερικά σε δικαστικό επίπεδο. Ρίχνεις μια ματιά καταλαβαίνεις ότι έχει μηνύσει έναν εκπαιδευτικό για εσχάτη προδοσία, είναι προφανές ότι λέει ανοησίες, επομένως αρχειοθετείται», σημείωσε, λέγοντας ότι το θέμα είναι να μην ταλαιπωρείται ο εκπαιδευτικός ή ο υγειονομικός στα αστυνομικά τμήματα.
«Νομίζω ότι αν δοθεί μια οδηγία στα αστυνομικά τμήματα και στις εισαγγελικές αρχές, το θέμα λύνεται χωρίς να χρειάζονται πολλά-πολλά. Κατά τη γνώμη μου δεν χρειάζονται αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, αλλά άκουσα ότι το μελετούν οι αρμόδιοι υπουργοί. Ωστόσο είναι τόσο αβάσιμα όλα αυτά, που μπορούν να λυθούν στο επίπεδο της Δικαιοσύνης, χωρίς παρεμβάσεις νομοθετικές. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, αν κριθεί ότι χρειάζεται κάτι τέτοιο, προφανώς η κυβέρνηση θα ενεργήσει προς την κατεύθυνση αυτή», σημείωσε και διαβεβαίωσε ότι τα ζητήματα αυτά θα λυθούν «με μια οδηγία από την εισαγγελική αρχή και τον αρχηγό της αστυνομίας».
«Δικαίωμά τους είναι να καταθέτουν μηνύσεις, αλλά το δικαίωμα κάθε πολίτη προφανώς σταθμίζεται απέναντι σε δυο άλλα ενδεχομένως αδικήματα που τελεί κάποιος που καταθέτει μηνύσεις και αγωγές. Μιλάμε για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Αν είναι προφανώς ψευδής μια μήνυση και γίνεται με μόνο σκοπό την ταλαιπωρία και τον εκφοβισμό, τότε αυτό δεν είναι δωρεάν, έχει συνέπειες», τόνισε ο κ. Βορίδης.
«Θα μπορούσε επίσης να υπάρξει μια κατεύθυνση πως όταν βλέπουν τα αρμόδια όργανα αυτές τις τυποποιημένες μηνύσεις, με το που την καταθέσει κάποιος θα του λένε: “συγγνώμη κύριε, είναι προφανώς αβάσιμη, ψευδής καταμήνυση. Καταμηνύεστε αυτεπαγγέλτως πια, από το όργανο που έχει δεχθεί τη μήνυση και κρατείστε. Εκεί δημιουργείται το αυτόφωρο και τελειώνει η πλάκα», εξήγησε.
Ωστόσο, «πιο δύσκολο και σύνθετο νομικά» χαρακτήρισε το θέμα που προέκυψε με ασθενή, ο οποίος αρνήθηκε να διασωληνωθεί και απείλησε μαζί με τους συγγενείς του τους γιατρούς με δικαστικές περιπέτειες.
«Το ζήτημα είναι κατά πόσο μπορεί κάποιος να αρνηθεί ο ίδιος μια ιατρική πράξη, αν έχει τη συνείδηση της απόφασής του. Σε περιπτώσεις ανηλίκων, όπου γονείς αρνούνται για παράδειγμα μια μετάγγιση αίματος, το ζήτημα έχει λυθεί με εισαγγελική εντολή. Με τους ενήλικους, όμως, που έχουν συνείδηση των αποφάσεων τους, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν κάποιος δηλαδή αποφασίζει να μην κάνει μια εγχείρηση ακόμη και αν αυτό βλάψει την υγεία του και οδηγήσει στην απώλεια της ζωής του. Δεν είναι εύκολο να επιβληθεί. Γεννάται ένα δεύτερο σύνθετο ζήτημα, για το ρόλο που επιτελεί ένα περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει και παροτρύνει κάποιον να πάρει μια απόφαση που είναι τόσο ζημιογόνα για τη ζωή του. Αλλά εδώ είμαστε σε ένα πολύ πιο σύνθετο πεδίο, που προφανώς δεν ισχύει για ασθενείς που έχουν χάσει τη συνείδησή τους εξαιτίας του κορονοϊού και της έλλειψης οξυγόνου. Οι γιατροί πρέπει να κάνουν αυτό που επιβάλλει η επιστήμη τους, όχι να ακούν τον ίδιο ή τους συγγενείς του. Με την αρωγή των εισαγγελικών αρχών στο σημείο αυτό», είπε ο Μάκης Βορίδης.
Πάντως, κατέληξε πως «αν κάποιος πει ότι “έχω κορονοϊό, αλλά δεν επιθυμώ να νοσηλευθώ και φεύγω από το νοσοκομείο”, αυτό είναι πιο σύνθετο, αλλά δεν μπορείς να τον σταματήσεις εύκολα» και εκτίμησε για τους αρνητές μηνυτές ότι «δεν υπάρχει «βιομηχανία» μηνύσεων κατά γιατρών. Υπάρχουν αλλά δεν έχουν μαζικό χαρακτήρα».