Το Άγιον Όρος αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, που βρίσκεται στη χερσόνησο του Άθω της Χαλκιδικής στη Μακεδονία. Περιλαμβάνει τις είκοσι Ιερές Μονές, τα εξαρτήματά τους και διάφορα καταστήματα και υπηρεσίες.
Την πρώτη ονομασία και μετονομασία τη συναντούμε στον Βίο των μαρτύρων της Τιβεριούπολις του Θεοφύλακτου Αχρίδος, όπου διαβάζουμε: «τὸ πάλαι μὲν ἱερόν, νῦν δὲ ἃγιον ὃρος λεγόμενον καταλαμβάνει». Κατά το θεωρούμενο πρώτο Τυπικό που επικύρωσε ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής, ο Άθως καλείται απλώς «Όρος». Ίσως αυτή να ήταν η συνήθης τότε ονομασία του χώρου.
Η επικράτηση όμως του ονόματος «Άγιον Όρος» φαίνεται να έγινε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, συγκεκριμένα σε χρυσόβουλο έγγραφο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού προς την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας το 1144, η οποία αναγνωρίζεται οριστικά και επίσημα και επιβάλλεται το νέο όνομα όπως αναγράφεται σε αυτό: «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων». Σε μεταγενέστερα αυτοκρατορικά και άλλα έγγραφα αναφέρεται ως «Το Αγιώνυμον Όρος του Άθω».
Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, η ίδια η Παναγία αποβιβάστηκε στα ιερά εδάφη του Αγίου Όρους και θαμπώθηκε από τη φυσική ομορφιά του.
Το πλοίο που μετέφερε τη Θεοτόκο και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη αναγκάστηκε να ρίξει άγκυρα λόγω φοβερής θαλασσοταραχής και η Θεομήτωρ, συγκλονισμένη από το φυσικό θέαμα που αντίκρισε, ευλόγησε την περιοχή.
Τότε ακούστηκε μια φωνή: «Ας είναι αυτός ο τόπος η κληρονομιά και ο κήπος σου, ένας παράδεισος και καταφύγιο σωτηρίας για εκείνους που θέλουν να σωθούν». Το «Περιβόλι της Παναγίας» είχε μόλις γεννηθεί!
Αυτά μας παραδίδει η παράδοση για όσα φαίνεται να έγιναν σε εποχές πολύ μακρινές. Για μας σήμερα το Άγιο Όρος είναι ένας τόπος ευλάβειας και κατάνυξης, μια σεπτή μοναστική πολιτεία που από το 1988 περιλαμβάνεται στα Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Το Άγιο Όρος χαρακτηρίζεται από ένα ιδιότυπο νομικό καθεστώς που το καθιστά αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους.
Αναφορικά μάλιστα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του, το έδαφος της χερσονήσου του Άθω είναι αναπαλλοτρίωτο και μοιράζεται μεταξύ των ιερών μονών του. Εξίσου συνταγματικά κατοχυρωμένη είναι και η εκτός Αγίου Όρους ακίνητη περιουσία των μονών.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το όρος Άθως συνδέεται με τη γιγαντομαχία μεταξύ των Γιγάντων και των ολύμπιων θεών, ηγέτης των πρώτων ήταν ο Άθως. Ο Άθως πέταξε από τη Θράκη έναν τεράστιο βράχο εναντίον του Ποσειδώνα, αλλά αστόχησε και ο βράχος έπεσε στη θάλασσα, δημιουργώντας το όρος, στο οποίο δόθηκε το όνομά του.
Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε τη Δάφνη, κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας. Η Δάφνη, προκειμένου να κρατηθεί αγνή, βρήκε καταφύγιο στον κύριο λιμένα του Άθωνα, δίνοντας έτσι το όνομά της σε αυτόν. Από αυτόν το μύθο φαίνεται ότι από τους αρχαίους χρόνους η περιοχή συνδέθηκε με τον αγώνα κατά της σάρκας.
Οι αρχαίοι γεωγράφοι αναφέρουν δέκα πόλεις στη χερσόνησο: Δίον, Θύσσος, Κλεωναί, Ακρόθωοι, Χαράδρια, Παλαιώριον, Σάνη, Ολόφυξος, Απολλωνία, Ουρανούπολις[4]. Κατά τον 5ο π.Χ. αι. υπήρχαν διάφορα προελληνικά φύλα στην περιοχή.Σημαντικά ιστορικά γεγονότα συνδέονται με την περιοχή: Κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων ο Άθως αναφέρεται για πρώτη φορά σχετικά με την περσική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου το 493 π.Χ.. Πλέοντας γύρω από τη χερσόνησο, ο περσικός στόλος συνάντησε κακοκαιρία και υπέστη φοβερή καταστροφή. Κατ´αυτό τον τρόπο η αποπειραθείσα εισβολή ματαιώθηκε.
Δέκα έτη αργότερα ο Ξέρξης επανέλαβε την αποστολή, αλλά προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος νέας καταστροφής έσκαψε κανάλι στον στενό λαιμό της χερσονήσου: η διώρυγα ανοίχθηκε στο βόρρειο μέρος της χερσονήσου, στη σημερινή θέση Πρόβλακα, κοντά στο χωριό Νέα Ρόδα, με μήκος 1,5 μίλι, πλάτος 65-100 πόδια και βάθος 6-10 πόδια. Επίσης ο κόλπος του Αγίου Όρους συνδέεται και με την απώλεια του στόλου του Σπαρτιάτη Επικλέους στα 411 π.Χ..
«Όρος» το αποκαλούσαν ως τότε και από τον 12ο αιώνα το συναντάμε πλέον ως «Άγιο Όρος». Έτσι το ονομάζει στο χρυσόβουλό του ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός, επιβάλλοντάς το με νόμο: «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων».
Όλα τα μεταγενέστερα δημόσια έγγραφα το αναφέρουν ως «Αγιώνυμον Όρος [του Άθω]»…
Πότε έφτασε και πώς καθιερώθηκε ο χριστιανισμός στη χερσόνησο δεν είναι γνωστό. Η παράδοση θέλει πάντως τον Κωνσταντίνο Α’ τον Μέγα να χτίζει τις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες στον Άθω, κάτι που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Αυτό που επιβεβαιώνεται είναι η χριστιανική παρουσία στη χερσόνησο από τον 4ο αιώνα μ.Χ., μέσω μοναχών που ασκήτευαν εκεί.
Το Άγιο Όρος αρχίζει ωστόσο να συνενώνεται σε μοναστική κοινότητα από τον 9ο αιώνα και μετά, όταν λαμβάνουν χώρα και οι πρώτες προσπάθειες για μοναστηριακή ζωή. Η Μεγάλη Βίγλα, το πρώτο μοναστήρι, χτίζεται αυτή την εποχή, στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα.
Εδώ τοποθετεί η ιστορική σκέψη τις απαρχές της αθωνικής κοινότητας, με τον καθορισμό των συνόρων της και την απαγόρευση της εισόδου στους λαϊκούς. Σύντομα θα γινόταν προνομιακός τόπος για τον μοναχισμό, καθώς οι αρχαίες πόλεις ήταν έρημες πια και η εικονομαχία της Κωνσταντινούπολης ανάγκαζε πολλούς μοναχούς να αναζητήσουν νέο καταφύγιο από τα εγκόσμια.
Σημαντικοί μοναχοί όπως ο Πέτρος ο Αθωνίτης και ο Ευθύμιος ο Νέος καταφτάνουν αυτή την περίοδο στο Άγιο Όρος, καθιερώνοντάς το στις συνειδήσεις του ασκητισμού. Το 885 μ.Χ. μάλιστα ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ ο Μακεδών όρισε με χρυσόβουλο το Άγιο Όρος ως αποκλειστικό τόπο διαμονής ασκητών, αποκλείοντας κάθε άλλη ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή.
Η ασκητική και κοινοτική ανάπτυξη θα γνωρίσει μεγάλη άνθιση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τώρα (10ος αιώνας) γεννιούνται οι πρώτες κοινότητες, οι «λαύρες», και εκχωρείται η ιδιοκτησία του Άθω στους μοναχούς του (με χρυσόβουλο του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου).
Σημαντικό ρόλο έπαιξε στην αναδιοργάνωση της μοναστικής ζωής ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ο οποίος το 960 μ.Χ. εισήγαγε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στη μοναχοπολιτεία. Προσωπικός φίλος του Νικηφόρου Φωκά, ίδρυσε τη Μονή Μεγίστης Λαύρας και καθιέρωσε νέα πρότυπα ασκητισμού και κοινοβιακής ζωής.
Ο Αθανάσιος είναι ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού του Αγίου Όρους, ο άνθρωπος που του έδωσε τον χαρακτήρα που επιβιώνει ως τις μέρες μας…
Το προνόμιο του αυτοδιοίκητου είναι συνυφασμένο λες με τη γέννηση του Αγίου Όρους. Το παραχώρησε για πρώτη φορά ο Βασίλειος Α’ στο χρυσόβουλό του και λίγο μετά, το 908 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός το επαναβεβαίωσε, καθιερώνοντας περαιτέρω και την ανεξαρτησία του Αγίου Όρους.
Έναν αιώνα αργότερα, ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος ρυθμίζει με αυτοκρατορικό διάταγμα την εσωτερική διακυβέρνηση της αθωνικής πολιτείας, αλλά και κάθε πτυχή της διαχείρισης της περιουσίας των μονών. Ακόμα και την όποια εμπορική δραστηριότητα.
Στο ίδιο έγγραφο συναντάμε και την απαγόρευση εισόδου στις γυναίκες. Μια απαγόρευση που περιφρουρείται πια πολύ αυστηρά, ώστε το μήνυμα να είναι καθολικό.
Στα τέλη του 11ου αιώνα, ο Αλέξιος ο Κομνηνός απαλλάσσει τα μοναστήρια από τη φορολογία και τα θέτει υπό άμεση αυτοκρατορική προστασία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η μικρή μοναστική πολιτεία απέκτησε μεγάλη περιουσία, τόσο μέσω δωρεών ιδιωτών όσο και από τις γενναίες κρατικές επιχορηγήσεις. Οι μονές απέκτησαν γη σε όλη τη Μακεδονία, εξασκώντας κοινωνικο-οικονομική επιρροή στους γειτονικούς πληθυσμούς.
Η πλούσια και περιπετειώδης ιστορία του Αγίου Όρους γνώρισε λεηλασίες και καταστροφές (από τους Σταυροφόρους), επιδρομές και φόνους, ακόμα και εσωτερικές θρησκευτικές έριδες.
Στα νεότερα χρόνια, η διοικητική αυτονομία του Αγίου Όρους αναγνωρίστηκε διεθνώς το 1878, με τη Συνθήκη του Βερολίνου, πριν από την αναγνώριση της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στην περιοχή δηλαδή.
Η ελληνική πολιτεία επικύρωσε το 1926 τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, επισημοποιώντας συνταγματικά την αυτοδιοικητική ανεξαρτησία του.
Στις 17 Απριλίου του 1963 το πολεμικό σκάφος Ασπίς μετέφερε από το Πρωτάτο του Αγίου Όρους στον Πειραιά την ιστορική εικόνα της Παναγίας με το βρέφος, γνωστή ως Άξιον Εστί. Η εικόνα το βράδυ της ιδίας ημέρας έφτασε εν πομπή στη Μητρόπολη των Αθηνών, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Ήταν το προοίμιο των εορτασμών για την χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους. Σε προσφώνησή του κατά την τελετή στη Μητρόπολη ο δήμαρχος Αθηναίων Άγγελος Τσουκαλάς τόνισε ότι “συμβολισμόν βαθύτατον περικλείει η παρουσία της σεπτής εικόνας διότι ο κόσμος διέρχεται σήμερον δραματικάς στιγμάς και σείονται τα θεμέλια των κοινωνιών υπό τα πλήγματα της ανηθικότητος και του μίσους”. Τα προεόρτια έληξαν στις 24 Απριλίου, αφού εν τω μεταξύ ο βασιλιάς Παύλος στις 21 Απριλίου προσκύνησε την εικόνα. Η ξαφνική ασθένεια του Παύλου στις 19 Μαΐου επέφερε αναβολή των εορτασμών κατά ένα μήνα. Η απόφαση αυτή της κυβερνήσεως ελήφθη έπειτα από έντονους φραστικούς διαπληκτισμούς του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τη βασίλισσα Φρειδερίκη και τον Κωνσταντίνο, καθώς η βασίλισσα επέμενε ότι θα έπρεπε να αναβληθούν οι εορτασμοί για να μπορέσει να παραστεί ο βασιλιάς, ενώ ο Καραμανλής θεώρησε τούτο δυσχερές. Εν τέλει, οι εορτασμοί αναβλήθηκαν για τις 22-25 Ιουνίου.
Στις 19 Ιουνίου έφτασε με τρένο στην Αλεξανδρούπολη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Τις επόμενες ημέρες έφτασαν στον Πειραιά αντιπροσωπείες και άλλων Εκκλησιών όπως της κοπτικής και κατευθύνθηκαν ατμοπλοϊκώς στον Άθω, όπου στις 23 Ιουνίου έφτασε ο Παύλος συνοδευόμενος από τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Μιχαήλ. Ήταν το αποκορύφωμα των εορτασμών της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους. Πρώτη φορά έπειτα από πολλούς αιώνες συναντήθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης με Πατριάρχη Ιεροσολύμων και Πατριάρχες βαλκανικών χωρών, όπως ο Βουλγαρίας Κύριλλος και ο Σερβίας Γερμανός.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας σε ομιλία του στον ιερό ναό του Πρωτάτου τόνισε: “Εορτάζομεν την πρώτην χρυσήν χιλιετηρίδα του αγιορειτικού μοναχισμού. Οι κατοικούντες σήμερον εις το Άγιον Όρος είναι οι συνεχισταί της γνησίας ορθοδόξου θρησκευτικής ζωής”. Και πρόσθεσε ότι το Άγιον Όρος είναι “η κιβωτός του ακραιφνούς ορθοδόξου μοναχικού βίου και εάν οι άνθρωποι έδιδον μείζονα προσοχήν εις το σιωπηλόν μήνυμα του μοναχικού βίου, θα έζων εν ειρήνη”. Με τη σειρά του ο βασιλιάς Παύλος, κατά το πρόγευμα που παρέθεσε η Ιερά Κοινότης, μίλησε και υπογράμμισε ότι οι καταπληκτικές κατακτήσεις της επιστήμης “ανανέωσαν και πάλιν εις την σκέψιν μας την θείαν αλήθειαν ότι ου επ’ άρτον μόνον ζήσεται άνθρωπος”. Και συμπλήρωσε ότι ” συχνή αύτη προς τον άνθρωπο υπόμνησις είναι αναγκαιοτάτη κατά τους παρόντας ιδία καιρούς, ότι η επιτευχθείσα ολική πρόοδος τυχόν παρερμηνευομένη, δυνατόν να προκαλέση εις την σκέψιν μας αισθήματα αυταρεσκείας και αυταρκείας έναντι του Θεού”. Η 24η Ιουνίου ήταν η τελευταία ημέρα της βασιλικής παρουσίας στον Άθω.
Ο Παύλος και ο Κωνσταντίνος μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και λοιπούς ιεράρχες έφτασαν στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου έγιναν δεκτοί “με χαρμοσύνους και πλήρεις μελωδικότητος κωδωνοκρουσίας των δεκατριών κωδώνων της Ιεράς Μονής, τους οποίους χειρίζονται θαυμασίως οι ειδικοί κωδωνοκρούσται μοναχοί”.