Τρανταχτά ονόματα της ναυτιλίας έχουν πέσει κατά καιρούς θύματα Σομαλών πειρατών με σκοπό τα λύτρα. H πειρατεία στη Σομαλία υπήρξε απειλή στην παγκόσμια ναυσιπλοΐα. Από το 2005, πολλοί παγκόσμιοι οργανισμοί, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Ναυσιπλοΐας και το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης, έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για την αύξηση των κρουσμάτων πειρατείας στην ευρύτερη περιοχή. Η πειρατεία είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους της ναυσιπλοΐας (λόγω της ανάγκης πρόσθετης ασφάλειας των διακινουμένων φορτίων, εμπορευμάτων) καθώς και την παρεμπόδιση διακίνησης των φορτίων ανθρωπιστικής βοήθειας
Από τους πειρατές δεν γλύτωσε ούτε ο εφοπλιστής κ. Γιώργος Οικονόμου, που κατέβαλλε όπως ακούστηκε δυόμιση εκατομμύρια ευρώ περίπου για να απελευθερώσει το πλοίο του «Saldanha», αλλά ούτε και η κ. Αγγελική Φράγκου της οποίας το φορτηγό «Navios Appolon» κατελήφθη από πειρατές ανοιχτά των Σεϋχελλών. Οι απαιτήσεις των πειρατών ξεκινάνε συνήθως από τα εννιά εκατομμύρια ευρώ, όμως πάντοτε η «τιμή» πέφτει πολλές φορές και στο ένα πέμπτο, αφού τις υποθέσεις αυτές χειρίζονται ειδικοί διαπραγματευτές, τους οποίους προσλαμβάνουν οι πλοιοκτήτες.
Η πίεση που δέχονται οι Έλληνες εφοπλιστές είναι πολύ μεγάλη σε περιπτώσεις πειρατείας, αφού οι οικογένειες των ναυτικών αγωνιούν καθημερινά για την τύχη των ανθρώπων τους, οι οποίοι κρατούνται όμηροι πάνω σε ένα πλοίο
.Εκτός από τον Θανάση Μαρτίνο και τον Γιώργο Προκοπίου, ο Γιάννης Αγγελικούσης, ο Νίκος Λαιμός και ο Νικόλας Μαδιάς συγκαταλέγονται στους «άτυχους» που πλήρωσαν αδρά, προκειμένου να απελευθερώσουν τα καράβια τους. Το θλιβερό ρεκόρ στην ακριβότερη καταβολή λύτρων κατέχει μέχρι σήμερα ο καπετάν Νικόλας Λαιμός, ενώ σχεδόν όλοι οι εφοπλιστές έκτοτε, προσέλαβαν μισθοφόρους που αμείβονται με 400 ευρώ την ημέρα, ώστε να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.
Την παραμονή της φετινής Πρωτοχρονιάς το πλοίο «Happy Lady» έπεσε θύμα πειρατείας, λίγες ώρες πριν την άφιξη του νέου έτους. Το όνομά του προστέθηκε στην λίστα με τα άλλα ονόματα Ελλήνων πλοιοκτητών που εδώ και δέκα περίπου χρόνια βίωσαν ανάλογη εμπειρία, καταβάλλοντας εκατομμύρια ευρώ για την απελευθέρωση των πλοίων τους. Πριν από την επίθεση των πειρατών στο «Happy Lady» του Θανάση Μαρτίνου είχαν προηγηθεί οι απαγωγές ενός 20χρονου Έλληνα δόκιμου μηχανικού στο Τόγκο μαζί με άλλα τρία μέλη του πληρώματος ενός δεξαμενόπλοιου. Αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από ένα και πλέον μήνα κράτησης ενώ είναι άγνωστο το ποσό των λύτρων που κατεβλήθη στους απαγωγείς τους για να τους απελευθερώσουν.
Τον Μάιο του 2012 το δεξαμενόπλοιο «Σμύρνη» του εφοπλιστή Γιώργου Προκοπίου αποπλέει από την Τουρκία αλλά όταν φτάνει 300 μίλια ανατολικά από τον κόλπο του Ομάν δέχεται επίθεση πειρατών. Όταν ξεκίνησε πάλι το ταξίδι του είχαν περάσει δέκα ολόκληροι μήνες ομηρίας για το πλήρωμα του και ήταν μέχρι πρότινος το τελευταίο ελληνικό πλοίο που αφέθηκε ελεύθερο μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις.
Για να το πάρει πίσω ο Γιώργος Προκοπίου αναγκάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη του, πληρώνοντας σύμφωνα με τα όσα ακούστηκαν τότε στο λιμάνι του Πειραιά και στους κύκλους της ναυτιλίας, κάτι παραπάνω από 7.000.000 ευρώ.
Όπως έλεγε τότε γνωστός εφοπλιστής σε φίλους του «έχουμε γίνει οι αγαπημένοι των Σομαλών πειρατών» που επιτίθενται με ταχύπλοα σε θηριώδη τάνκερ και φορτηγά πλοία. Οι συνάδελφοί του ενίοτε βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να απελευθερώσουν τα πλοία τους στον κόλπο του Άντεν, που ήταν τότε το κύριο πεδίο δράσης των πειρατών.
Όσοι γνωρίζουν τον κ. Νικόλα Λαιμό, λένε ότι τις μέρες εκείνες-ήταν Φεβρουάριος του 2011- ήταν σχεδόν νυχθημερόν στο γραφείο του, προκειμένου να απελευθερώσει το μήκους τριακοσίων τριάντα μέτρων δεξαμενόπλοιό του και τα είκοσι πέντε μέλη του πληρώματός του, ανάμεσα στα οποία και επτά Έλληνες.
Σύμφωνα με τα όσα διέρρευσαν από τον χώρο εκείνο το διάστημα,στην περίπτωση του καπετάν Λαιμού ζήτησαν και πήραν τελικά περίπου εννιά εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να ελευθερώσουν το «Irene SL» τον Απρίλιο του 2011, ποσό που είναι το μεγαλύτερο που έχει δοθεί από Έλληνα εφοπλιστή για λύτρα.
Ο Γιάννης Αγγελικούσης έδωσε περίπου εφτά εκατομμύρια δολάρια για να αφεθεί ελεύθερο το πλοίο του «Maran Centaurus». Στην περίπτωση του κ. Αγγελικούση και όχι μόνο, υπήρξε σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά κατόπιν εορτής μια αυξημένη ένταση. Ο λόγος ήταν ότι πάνω στο «Maran Centaurus» ένα από τα μέλη του πληρώματος ήταν γυναίκα δόκιμος από την Σχολή Εμπορικού Ναυτικού, η οποία εκπαιδευόταν, γεγονός που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση.
Ο Έλληνας πλοιοκτήτης δεν δίστασε να κλείσει την υπόθεση μέσα σε ενάμιση μήνα, την στιγμή που ο μέσος όρος παραμονής ενός πλοίου που κρατείται από τους πειρατές υπερέβαινε τους έξι μήνες.
Ήταν 30 Νοεμβρίου του 2009, όταν το σούπερ τάνκερ «Maran Centaurus» μήκους τριακοσίων τριάντα μέτρων «χτυπήθηκε» από Σομαλούς πειρατές οχτακόσια ναυτικά μίλια από τις Σεϋχέλλες. Ήταν Κυριακή και ο εφοπλιστής κ. Γιάννης Αγγελικούσης στον οποίο ανήκε το πλοίο έμαθε σε λίγες ώρες τα δυσάρεστα μαντάτα. Δυσάρεστα, όχι μόνο επειδή το σούπερ τάνκερ ήταν δικό του, αλλά γιατί ανάμεσα στα είκοσι οχτώ άτομα του πληρώματος, βρισκόταν σύμφωνα με πληροφορίες και μια γυναίκα δόκιμος. Λίγες εβδομάδες αργότερα, εκπρόσωποι των Σομαλών πειρατών αφίχθησαν σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες στην Αθήνα, προκειμένου να συναντηθούν με τον Έλληνα εφοπλιστή και να συμφωνήσουν το τίμημα, το οποίο κατέβαλε η ασφαλιστική εταιρία και ανήλθε σύμφωνα με τα όσα διέρρευσαν στα περίπου οχτώ εκατομμύρια ευρώ περίπου. Ήταν το μεγαλύτερο ποσό που είχε καταβληθεί μέχρι τότε στους πειρατές που λυμαίνονται τον κόλπο του Άντεν, οι οποίοι όμως παραλίγο να σκοτωθούν μεταξύ τους για τα λύτρα την ημέρα της παράδοσης!
Αυτή είναι η πρώτη φορά που οι πειρατές μέσω εκπροσώπων τους-πιθανότατα κάποιοι δικηγόροι αφού οι ίδιοι μιλάνε από ελάχιστα έως καθόλου αγγλικά- ταξίδεψαν από την Αφρική στην Αθήνα για να συναντηθούν με τον Έλληνα πλοιοκτήτη. Εικάζεται ότι οι εκπρόσωποί τους αφίχθησαν με ιδιωτική πτήση στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» από όπου και μετέβησαν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», κάτω από άκρα μυστικότητα. Εκεί, τους περίμενε σε δωμάτιο ο κ. Αγγελικούσης, μαζί με στελέχη της Maran Tankers Management και εκπροσώπους της ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία είχε πληρωθεί ένα ποσό της τάξης των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ για να ασφαλίσει το πλοίο μόνο για την ολιγοήμερη διέλευσή του από τον κόλπο του Άντεν. Το VLCC «Maran Centaurus» είχε αποπλεύσει από το λιμάνι του Mina Al Ahmadi στο Κουβέιτ με προορισμό λιμένα πετρελαιοειδών στον Κόλπο του Μεξικού, κοντά στη Λουισιάννα. Μετέφερε δύο εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου-φορτίο αξίας εκατόν πενήντα εκατομμυρίων δολαρίων-και παρόλο που κάποιοι απορούσαν πως κατελήφθη από πειρατές αυτό το πλωτό θηρίο, η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου. Στη συνάντηση η οποία κράτησε ώρες και φέρεται να έγινε στις αρχές του Γενάρη κανονίστηκε μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις το τελικό ποσό των λύτρων και ο τρόπος παράδοσης στους πειρατές.
Στις 17 Ιανουαρίου του 2010 το τεράστιο τάνκερ βρίσκεται κοντά στο χωριό Haradheer, βάση των πειρατών που το κατέλαβαν. Τα πάντα έχουν κανονιστεί για την παράδοση των λύτρων, μόνο που το συγκεκριμένο νέο δεν αργεί μαθευτεί σε αντίπαλες συμμορίες πειρατών, οι οποίοι έχουν όρεξη να πάρουν μερίδιο. Οι πειρατές πάνω στο τάνκερ αρνούνται οποιαδήποτε συμφωνία και τότε μιλάνε τα όπλα. Σύμφωνα με τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία τέσσερα άτομα σκοτώθηκαν, πριν ένα αεροπλάνο πετάξει σε απόσταση λίγων μέτρων πάνω από το πλοίο, προκειμένου να ρίξει τους σάκους με τα λεφτά στο κατάστρωμα. Το απίστευτο είναι ότι για να αντιμετωπίσουν τους «εισβολείς» που θέλανε μερίδιο, οι πειρατές ζήτησαν βοήθεια από νατοϊκά πλοία που ήταν σε κοντινή απόσταση και δύο ελικόπτερα από την ελληνική φρεγάτα «Σαλαμίς» απογειώθηκαν και πέταξαν χαμηλά δημιουργώντας έντονο κυματισμό με τους έλικες. Όπως γράφτηκε οι πειρατές ικανοποιημένοι από την λεία τους, ευχαρίστησαν το πλήρωμα για την «συνεργασία» δίνοντας πεντακόσια δολάρια σε κάθε ναυτικό, πριν εγκαταλείψουν το πλοίο με τα λύτρα. Ήταν το μεγαλύτερο ποσό που δόθηκε μέχρι τότε για πειρατεία σε πλοίο, προσθέτοντας άλλο ένα ρεκόρ στον πρώτο Έλληνα εφοπλιστή, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος πλοιοκτήτης παγκοσμίως με έναν όμιλο που διαχειρίζεται πάνω από εκατό πλοία. Επίσης είναι σίγουρα το μόνο ρεκόρ που δεν επιδίωξε, αλλά τελικά το κατέρριψε ο κ. Νίκος Λαιμός λίγα χρόνια μετά, βιώνοντας και αυτός την πειρατεία σε δικό του πλοίο.
Από τους πρώτους που δέχτηκαν επίθεση των πειρατών στα καράβια τους ήταν ο κ. Παναγιώτης Ευθυμιάδης, πρώτος ξάδερφος του κ. Νίκου Τσάκου και ο κ. Νικόλας Μαδιάς. Τα πλοία τους «Nipaya» και «Irene E.M.» κρατήθηκαν για τέσσερις περίπου μήνες-από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009-από τους πειρατές. Μετά από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις αμφότεροι φέρεται να πλήρωσαν κάτι παραπάνω από δύο εκατομμύρια ευρώ, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες η αρχική τιμή των λύτρων που ζητήθηκαν ήταν δέκα εκατομμύρια. Στη περίπτωση του κ. Μαδιά, η τότε σύντροφός του και μετέπειτα σύζυγος κ. Βάσια Λόη, κοίταζε με δάκρυα στα μάτια τα δύο και πλέον εκατομμύρια δολάρια που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε ένα τραπέζι για να συσκευαστούν και να καταλήξουν στις τσέπες των πειρατών.
Ο κύριος Μαδιάς πέταξε στο Ντουμπάι και μετά τα λύτρα αφέθηκαν μέσα σε ειδική συσκευασία από αεροπλάνο πάνω στο πλοίο, όπου μετρήθηκαν από τους πειρατές. Την ίδια χρονιά «χτυπήθηκαν» τα σκάφη «Modivator» του κ. Κρίτωνα Λεντούδη και «MV Eleni P» του κ. Γιάννη Πίττα.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι διαπραγματευτές πληρώνονται τρεις χιλιάδες ευρώ την ημέρα, ενώ ακόμα και η μεταφορά των λύτρων είναι μια σύνθετη διαδικασία, την οποία αναλαμβάνουν εξειδικευμένες εταιρίες, στελεχωμένες από πρώην Βρετανούς κομάντο, τους περίφημους SAS.
Με ναυλωμένο ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό lear jet μεταφέρονται σε μια αφρικανική χώρα όπως η Κένυα και από εκεί κανονίζεται η παράδοσή τους στους πειρατές. Συνήθως τα λύτρα μεταφέρονται με ένα μονοκινητήριο Τσέσνα και η διαδικασία που ακολουθείται είναι κινηματογραφική. Οι πειρατές βγάζουν όλα τα μέλη του πληρώματος στο κατάστρωμα, το μικρό αεροπλάνο κάνει μια «βουτιά» και τα ρίχνει πάνω στο πλοίο ώστε να γίνει ταυτόχρονα η καταμέτρηση και να διαπιστωθεί ότι όλοι οι ναυτικοί είναι ζωντανοί.
Τα λεφτά είναι κλεισμένα μέσα σε υδατοστεγή σωλήνα-ο ένας χωράει περίπου τρία εκατομμύρια ευρώ-και ρίχνονται ενίοτε και κοντά στο πλοίο, από το οποίο κατεβαίνει μια βάρκα και τα παραλαμβάνει. Μόλις τα ανεβάσουν στο πλοίο ακολουθεί αρχικά η διαδικασία του να διαπιστωθεί αν είναι πλαστά τα χαρτονομίσματα και αμέσως μετά η καταμέτρηση και η μοιρασιά. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι τόσο τα λύτρα που ζητούν οι πειρατές όσο και ο χρόνος κράτησης ενός πλοίου έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, γεγονός που ανησυχεί ιδιαίτερα τους Έλληνες εφοπλιστές.