Ο Πολίτης Κεκάτος πέρασε 11 ολόκληρα χρόνια στη φυλακή για ένα φόνο τον οποίο δεν διέπραξε ποτέ για κάποια λάθος σενάρια.
18 Οκτωβρίου 1986, Αιγάλεω. Για τον Παντελή Παπάζογλου, έναν νεαρό πυροσβέστη, είναι άλλη μία τυπική ημέρα στη δουλειά. Στον τοπικό σταθμό της Πυροσβεστικής, ετοιμάζεται για τη βραδινή του βάρδια, και όσο περνάει η ώρα τόσο βλέπει σιγά-σιγά τον χώρο να αδειάζει και τους συναδέλφους του να φεύγουν με κατεύθυνση τα σπίτια τους. Αυτή η βάρδια όμως δεν θα κυλήσει όπως και οι υπόλοιπες. Συγκεκριμένα, πρόκειται να είναι η τελευταία του.
Κάποια στιγμή αργά μέσα στη νύχτα, οι συνάδελφοι του Παπάζογλου θα τον βρουν να κείτεται νεκρός. Κανείς δεν ξέρει προς το παρόν τίποτα. Ποιος τον δολοφόνησε, πώς μπήκε και βγήκε από τον σταθμό χωρίς να τον δει κανείς, τίποτα απολύτως. Όλοι βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι.
Οι έρευνες της αστυνομίας που θα ξεκινήσουν αμέσως, θα πέσουν πάνω σε έναν δικό τους άνθρωπο, σε έναν αστυνομικό. Ισχυρές ενδείξεις δεν υπάρχουν, αλλά το γενικόλογο κίνητρο της «ερωτικής αντιζηλίας», φαίνεται αρκετό για να προσαχθεί και τελικά να συλληφθεί ως ο βασικός ύποπτος της δολοφονίας.
Ποιος ήταν ο Πολίτης Κεκάτος
Ο Πολίτης Κεκάτος, αστυνομικός στο επάγγελμα, γνωριζόταν με το θύμα. Βλέπεις ο δεύτερος διατηρούσε σχέση με μία ξαδέρφη του, αλλά από όσα έγιναν γνωστά μετά, εικάζεται ότι είχε παράλληλο δεσμό και με την κοπέλα του αστυνομικού. Αρκούσε αυτό το γεγονός για να μπει ένας άνθρωπος στο κάδρο των υπόπτων; Φαίνεται πως ναι.
Όμως ο Κεκάτος είχε άλλοθι για τη βραδιά του φόνου. Ο 32χρονος αστυνομικός είχε κοιμηθεί σε συγγενείς, στο σπίτι των θείων του, οι οποίοι ήταν σε θέση να επιβεβαιώσουν το άλλοθί του. Ο ανιψιός τους βρισκόταν στο κρεβάτι τους την ώρα του φόνου. Κι όμως, αυτή η «λεπτομέρεια» θα αγνοηθεί επιμελώς από το δικαστήριο.
Πρωτόδικα, οι καταθέσεις των συγγενών του θα αγνοηθούν, το ίδιο και οι εξηγήσεις που θα δώσει ο ίδιος. Θα επιμείνει στην αθωότητά του αλλά οι δικαστές δεν θα πειστούν. Αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, θα του επιβάλλουν ποινή κάθειρξης 14 ετών και 6 μηνών, σοκάροντας τόσο τον ίδιο όσο και τον δικηγόρο του. Το κατηγορητήριο ήταν σαθρό, κανείς δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να σταθεί μέσα σε μια δικαστική αίθουσα. Κι όμως…
Ο Πολίτης Κεκάτος, θα οδηγηθεί στις φυλακές, κάτι που όλοι καταλαβαίνουμε τι σήμαινε αυτό τότε -αλλά και σήμερα- για έναν αστυνομικό, τι τον περιμένει πίσω απ’ τα σίδερα.
Την ίδια στιγμή, ένας μακρύς δικαστικός αγώνας που θα κρατούσε 11 ολόκληρα χρόνια, μόλις θα ξεκινούσε.
Θα ακολουθήσει το Εφετείο, το οποίο όμως ουσιαστικά θα επικυρώσει την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Κακουργιοδικείου. Όμως ο καταδικασθείς ως δολοφόνος, δεν θα το βάλει κάτω. Θα φτάσει ως τον Άρειο Πάγο.
Η τρίτη δίκη ήταν καθοριστική
Τον Οκτώβριο του 1997, θα δικαστεί για τρίτη φορά και προς απογοήτευσή του θα ακούσει για άλλη μια φορά τον εισαγγελέα να είναι λάβρος εναντίον του και να ζητά την ενοχή του. Στην κρίση των δικαστών όμως θα μετρήσουν οι μαρτυρίες των συγγενών του, που ενόρκως επιβεβαίωσαν για άλλη μία φορά το άλλοθι του ανιψιού τους. Τελικά, οι δικαστές, με ψήφους 5 υπέρ έναντι 2, θα αναιρέσουν την τελευταία καταδικαστική απόφαση, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν επαρκής η αιτιολογία για την απόρριψη του άλλοθι του κατηγορουμένου και επιτέλους θα τον αθωώσουν.
Οι συγγενείς του δολοφονημένου πυροσβέστη που βρίσκονται μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, θα ξεσπάσουν. Στη συνείδησή τους, ο Κεκάτος έχει καταγραφεί ως ένοχος και αυτό καμία δικαστική απόφαση δεν μπορεί να το αλλάξει.
Οι αστυνομικοί θα σχηματίσουν κλοιό γύρω απ’ τον αθώο πια αστυνομικό για να τον προστατέψουν, για να αποφευχθούν πιθανά επεισόδια από τους συγγενείς του θύματος. Δεν θα χρειαστεί όμως. Μέσα στα επόμενα λεπτά, η δικαστική αίθουσα θα αδειάσει ήσυχα.
Φεύγοντας από τη δικαστική αίθουσα, ελεύθερος πια και εμφανώς συγκινημένος, ο Πολίτης Κεκάτος θα ευχαριστήσει την ελληνική δικαιοσύνη και τους δικηγόρους του.
«Δεν είναι εύκολο να μιλάω για όσα πέρασα», θα δηλώσει μερικά χρόνια αργότερα. «Το βέβαιο είναι ότι καταστράφηκα ηθικά και οικονομικά και πλέον δεν έχω εμπιστοσύνη σε τίποτα».
Ο Κεκάτος θα συνεχίσει να υπηρετεί στους κόλπους της ΕΛ.ΑΣ., μένοντας πια μόνιμα στην Κεφαλονιά. Ο πραγματικός δολοφόνος του άτυχου πυροσβέστη, 35 χρόνια μετά, παραμένει ακόμη ασύλληπτος.