Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 78 ετών, κάνοντας φτωχότερο το γερμανικό ποδόσφαιρο.
Όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του, ο θρυλικός αμυντικός έφυγε από τη ζωή στον ύπνο του, χθες, Κυριακή, έχοντας δίπλα του την οικογένειά του.
Όπως αναφέρει η ανακοίνωση: “Με βαθιά θλίψη ανακοινώνουμε ότι ο σύζυγός και πατέρας μας, Φραντς Μπεκενμπάουερ, πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του χθες, Κυριακή, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του. Σας ζητάμε να μας επιτρέψετε να θρηνήσουμε με σιωπή και να απέχετε από όλες τις ερωτήσεις”.
Στις 2 Ιανουαρίου 2024, έκανε πρεμιέρα στο γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD, ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Φραντς Μπεκενμπάουερ.
Με αφορμή το ντοκιμαντέρ, ο αδελφός του, Βάλτερ, είχε αποκαλύψει ότι τα πράγματα δεν είναι καλά για τον Φραντς, υπογραμμίζοντας ότι «θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν πως είναι καλά και δεν μου αρέσει να λέω ψέματα. Δεν τα πάει καλά, αυτή είναι η αλήθεια. Η υγεία αντιμετωπίζει διαδοχικά σκαμπανεβάσματα».
Ο Γερμανός ποδοσφαιριστής, που ήταν για χρόνια και πρόεδρος στην Μπάγερν Μονάχου, είχε “κόψει” τις δημόσιες εμφανίσεις, αφού είχε σοβαρά προβλήματα.
Ο «κάιζερ» υποβλήθηκε σε δύο επεμβάσεις στην καρδιά του, σε μια στο ισχίο, ενώ από το 2019 δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου από το δεξί του μάτι.
«Είχα ένα υποτιθέμενο οφθαλμικό έμφραγμα στο ένα μάτι. Δυστυχώς, δεν μπορώ να δω τίποτα πια με το δεξί μου μάτι. Και πρέπει να προσέχω την καρδιά μου» είχε επισημάνει το 2019, όταν άρχισε να χάνει το φως του, ενώ έπαιζε γκολφ.
Τον περασμένο Αύγουστο, ο Λόταρ Ματέους είχε σημειώσει για τον Φραντς «του ευχόμαστε ό,τι καλύτερο, να μπορέσει να επιστρέψει όπως ήταν πριν, με την ενέργεια που είχε. Φυσικά, ελπίζουμε να γίνει ξανά καλύτερα. Ο Φραντς έλεγε πάντα ότι η υγεία είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή. Δεν το έχει αυτό αυτή τη στιγμή».
Ο “Κάιζερ” έχει κερδίσει το Μουντιάλ ως παίκτης το 1974 και ως προπονητής της Εθνικής Γερμανίας το 1990, στα γήπεδα της Ιταλίας, έχει δύο Χρυσές Μπάλες και υπήρξε ίσως ο σπουδαιότερος αμυντικός στον κόσμο.
Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1945 και θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία. Μάλιστα στις εκλογές της IFFHS αναδείχθηκε τρίτος καλύτερος του 20ού αιώνα, μετά τους Πελέ και Γιόχαν Κρόιφ. Παράλληλα ήταν έκτος σε ειδική ψηφοφορία μεταξύ των νικητών της Χρυσής Μπάλας, που διοργάνωσε το γαλλικό περιοδικό France Football, το 1999. Ο «Καίσαρας» ως αρχηγός της ομάδας της τότε Δυτικής Γερμανίας, την οδήγησε στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974.
Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην Μόναχο 1860, από την οποία μεταπήδησε στην Μπάγερν Μονάχου, όπου καθιερώθηκε ως κεντρικός αμυντικός. Μάλιστα θεωρείται ότι ήταν ο κορυφαίος αμυντικός στην ιστορία. Με την ομάδα του Μονάχου αναδείχθηκε πέντε φορές πρωταθλητής Δυτικής Γερμανίας, όπως και τρεις φορές πρωταθλητής Ευρώπης, ενώ ο ίδιος κέρδισε δύο φορές το βραβείο της Χρυσής Μπάλας.
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ακολούθησε καριέρα προπονητή, αναλαμβάνοντας την εθνική Γερμανίας, με την οποία έφτασε σε δύο τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου και κατέκτησε έναν τίτλο. Είχε επιτυχημένη πορεία και ως διοικητικό στέλεχος, επί σειρά ετών, στη Μπάγερν, τη Γερμανική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου, αλλά και σε θέσεις διεθνούς αρμοδιότητας.
Ο Μπεκενμπάουερ γεννήθηκε λίγο μετά το τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν γιος του ανώτερου ταχυδρομικού υπαλλήλου που ζούσε στο Γκίζινγκ του Μονάχου, γνωστό ως «Glasscherbenviertel», ή συνοικία με σπασμένα γυαλιά μετά τους μαζικούς βομβαρδισμούς που υπέστη κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο θείος του ήταν ποδοσφαιριστής της Μπάγερν Μονάχου. Σε νεαρή ηλικία αγωνίστηκε στην ομάδα Μόναχο 1860, τον ισχυρότερο σύλλογο της πόλης τη δεκαετία του 1950. Ως αποτέλεσμα μιας αμφιλεγόμενης διαμάχης των συλλόγων του Μονάχου, το κατρακύλισμα της Μόναχο 1860 στη δεύτερη κατηγορία και ένα επεισόδιο με συμπαίκτη του τον οδήγησαν στην ομάδα νέων της τοπικής αντιπάλου Μπάγερν Μονάχου το 1958.
Η προοπτική που φάνηκε τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη θέση του ασκούμενου πωλητή ασφαλίσεων, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει ένας διάσημος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Γρήγορα ο σύλλογος έγινε η μεγαλύτερη ομάδα της πόλης, αλλά ακόμα μόλις μια μεσαία ομάδα του νεοσύστατου Γερμανικού πρωταθλήματος (Μπουντεσλίγκα), τον ενέταξε στην ανδρική ομάδα το 1964 και τελικά έμεινε για 14 χρόνια.
Σε ηλικία 19 ετών έβαλε για πρώτη φορά τη φανέλα της Μπάγερν Μονάχου. Το ημερολόγιο έγραφε 6 Ιουνίου 1964 και αντίπαλος η ομάδα της Ζανκτ Πάουλι. Μάλιστα στην αναμέτρτηση για τα play offs ανόδου, σκόραρε στη νίκη με 4-0. Τη σεζόν 1964-1965 η Μπάγερν κέρδισε τον τίτλο και ανέβηκε στην Μπουντεσλίγκα. Εκείνη τη χρονιά σκόραρε 16 γκολ, τα 5 με πέναλτι, ενώ ήταν συμπαίκτης με τους Γκερντ Μίλερ και Σεπ Μάιερ.
Στο τέλος της χρονιάς η Μπάγερν πήρε την πρώτη θέση με 55 βαθμούς και εντυπωσιακό συντελεστή τερμάτων 146–32 και ανέβηκε στην πρώτη κατηγορία, κερδίζοντας τους αγώνες ανόδου. Πολύ σύντομα η ομάδα του Μονάχου έγινε η μεγάλη δύναμη στο γερμανικό πρωτάθλημα και κέρδισε το πρώτο της τίτλο μετά από εννέα χρόνια, το Γερμανικό Κύπελλο το 1965–66, νικώντας στον τελικό τη Ντούισμπουργκ με 4–2, με ένα γκολ του Μπεκενμπάουερ, ενώ ήταν τρίτη στο πρωτάθλημα.
Το 1967 κατέκτησε ξανά το κύπελλο, ενώ ήρθε και το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο, το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, με νίκη επί της Ρέιντζερς Γλασκώβης με 1–0.
Την σεζόν 1967–68 ήρθε προσωρινή κάμψη με την ομάδα να καταλήγει πέμπτη στο πρωτάθλημα και να αποκλείεται στους ημιτελικούς του Κυπέλλου. Το 1969 ήρθε η ανάκαμψη με εμφατικό τρόπο με την επιτυχία του νταμπλ, κάτι που είχε να συμβεί στη χώρα από το 1937.
Η αρχική του θέση ήταν αυτή του αμυντικού μέσου ή του αριστερού μέσου. Όμως με την πάροδο των χρόνων οπισθοχώρησε και καθιερώθηκε ως λίμπερο. Εκείνη την εποχή η συγκεκριμένη θέση δεν ήταν γνωστή ακόμη και από τους ποδοσφαιριστές και έγινε κύριος σε αυτό. Ήταν άριστος χειριστής της μπάλας, με εξαιρετική πειθαρχία και ψυχραιμία στο παιχνίδι του και ιδιαίτερα επιτυχημένες μεταβιβάσεις ακόμα και σε αποστάσεις 40 μέτρων.
Την αγωνιστική περίοδο 1968–69, ονομάστηκε Der Kaiser (Ο Κάιζερ, «Ο Αυτοκράτορας»), λόγω του κομψού του στυλ, της κυριαρχίας και της ηγεσίας του στο γήπεδο, καθώς και του πρώτου του ονόματος «Φραντς» που θυμίζει τους Αυστριακούς αυτοκράτορες.
Την ίδια σεζόν άρχισε να αγωνίζεται ως λίμπερο, ενώ φόρεσε και το περιβραχιόνιο της γερμανικής ομάδας. Σημειώνεται ότι ο Εντουάρντο Γκαλεάνο τον περιέγραψε ως εξής: «Διέταζε και την επίθεση και την άμυνα με αρχοντιά: στην άμυνα τίποτα δεν του ξέφυγε, ούτε μια μπαλιά, ούτε μια μύγα, ούτε ένα κουνούπι μπορούσε να περάσει. Και όταν διέσχιζε το γήπεδο ήταν σαν φωτιά».
Η χρονική περίοδος που ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο παιχνιδιού του ο Μπεκενμπάουερ, το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο που πήρε την οριστική του μορφή στην Ολλανδία, εδραιώθηκε ως σύστημα στην ποδοσφαιρική ιστορία. Με την ευρεία έννοια και με δεδομένο τον κάθετο τρόπο κίνησης του Γερμανού, η συμβολή του στην καταξίωση του νέου αγωνιστικού τρόπου θεωρείται αξιοσημείωτη.