Ο Σάββας Κωφίδης γεννήθηκε στο Αλμάτι (σημερινό Καζακστάν) στις 5 Φεβρουαρίου 1961. Κατάγεται από προσφυγική οικογένεια, Έλληνες του Πόντου που κατέφυγαν. Ο ίδιος, είναι παντρεμένος και έχει 3 παιδιά.
Της: Έπη Τρίμη
Οι παππούδες του πήγαν στη Σιβηρία κι από ‘κει ο Στάλιν έστειλε μια μερίδα στο Καζακστάν.Δεν ήταν πολιτικοί πρόσφυγες. Όπως είχε ο ίδιος αναφέρει στον Contra ήταν παρόλα αυτά μια αυταρχική (ως και βίαιη σε κάμποσες περιπτώσεις) διαδικασία εσωτερικής μετακίνησης ελληνικών πληθυσμών που επέβαλε ο ηγέτης της ΕΣΣΔ.
“Ο πατέρας μου ήταν μαραγκός και η μάνα μου εργαζόταν στις φοιτητικές εστίες”. Το ξέγνοιαστο και άδολο πιτσιρίκι της ιστορίας προσαρμόστηκε ομαλά στην πραγματικότητα. Το σχολείο λειτούργησε ως παράγων αποσυμπίεσης, αφού εντάχθηκε χωρίς χρονοτριβή σ’ ένα σύνολο. Εκτός από το γεγονός πως “6 ετών πήγα κατευθείαν στο ελληνικό δημοτικό σχολείο”, τον ευνόησε πως “οι γονείς μου στο σπίτι δεν μας μιλούσαν καθόλου ρώσικα, τα οποία δεν γνωρίζω, μόνο ποντιακά. Ελληνικά δηλαδή. Τα ποντιακά είναι ελληνική διάλεκτος”. Σε δεύτερο βαθμό ήταν η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο που ‘γκρέμισε’ την όποια παιδική προκατάληψη θα ήταν εφικτό ν’ ανθίσει τη στιγμή που ένα ξένο παιδί προσπαθούσε να μπει σε μια παρέα. “Λειτούργησε ευεργετικά και λυτρωτικά για ένα παιδί που δεν ήξερε που βρισκόταν και τι κάνει σε μια φτωχική περίοδο”.
Στη συνέχεια στο πλαίσιο της ίδιας συνέντευξης στον Contra είπε: “Οι γονείς μου δεν είχαν εμπλακεί ποτέ με τα πολιτικά. Ήταν άνθρωποι αγράμματοι, δεν είχαν ακαδημαϊκή μόρφωση για ν’ αναπτύξουν ερεθίσματα πολιτικής και κοινωνικής διάστασης. Είχαν όμως μια κοινωνική μόρφωση και στέκονταν σωστά απέναντι στα πράγματα. Συμπεριφέρονταν κόσμια και πολιτισμένα σε κάθε άνθρωπο. Μας έδωσαν, παρά τη φτώχεια, πράγματα για τα οποία αγωνίστηκαν στη ζωή. Ένας γονιός δεν χρειάζεται να μιλάει πολύ, αρκούν οι πράξεις. Πολιτικά, βέβαια, δεν γνώριζαν πώς να το εκφράσουν. Είχαν περάσει δύσκολα και στην ΕΣΣΔ, αλλά δεν μπορώ να τους κατηγοριοποιήσω. Γι’ αυτό και δεν διώχθηκαν από κανένα καθεστώς. Ούτε στη Σοβιετική Ένωση, εκτός από την περίοδο που αυταρχικά ο Στάλιν τούς έστειλε στο Καζακστάν”.
Αγωνιζόταν στη θέση του μέσου και ήταν εξαιρετικός χειριστής της μπάλας ενώ διέθετε αξιόλογη τεχνική κατάρτιση. Πρωταγωνίστησε για 7 χρόνια με την ομάδα του Ηρακλή δίπλα στον Βασίλη Χατζηπαναγή και κέρδισε το Βαλκανικό Κύπελλο το 1985, ενώ το 1987 συμμετείχε στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας. Το ντεμπούτο ήταν στις 18 Ιανουαρίου 1981 χρονιά που ο Ηρακλής αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική.
Το 1988 ο Σάββας Κωφίδης αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό και αγωνίστηκε πλάι στον Λάγιος Ντέταρι. Κατέκτησε 2 Κύπελλα (1989-90, 1991-92) και ένα Σούπερ Καπ το 1992, στα 4 χρόνια που αγωνίστηκε στην ομάδα του Πειραιά.”Η μεταγραφή στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1988 δεν ήταν βασική επιδίωξή του. Διότι “το κίνητρο στην καριέρα μου δεν ήταν ο πρωταθλητισμός, η πρωτιά και τα κύπελλα. Το κίνητρο ήταν το πού θα παίξω καλύτερα και ψυχικά θα το ευχαριστηθώ. Αυτό ήταν το μοναδικό κίνητρο των αποφάσεών μου”, είχε αναφέρει ο ποδοσφαιριστής.
Τα πέντε επόμενα χρόνια τον βρήκαν να αγωνίζεται με την ομάδα του Άρη Θεσσαλονίκης, ενώ τις τρεις τελευταίες χρονιές της καριέρας του αγωνίστηκε και πάλι στον Ηρακλή.Ο ίδιος είχε πει σχετικά: “Ο Ηρακλής προέκυψε συγκυριακά. Η οικογένεια Κωφίδη εγκαταστάθηκε “στις Σαράντα Εκκλησιές”. Χωμένη συνοικία προσφύγων ανάμεσα σε ανηφοροκατηφόρες με χαμηλά σπίτια. Για εκείνους που δεν γνωρίζουν την πόλη “πάνω ακριβώς από το Καυτανζόγλειο από τη μία είναι η Τριανδρία και από την άλλη οι Σαράντα Εκκλησιές. Εκεί μέναμε, στο πάτωμα κοιμόμασταν. Παραδίπλα ήταν το γήπεδο που έκανε προπόνηση ο Ηρακλής, στους Χορτατζήδες”.
Ο Σάββας Κωφίδης, ως ενεργό μέλος της Εθνικής ομάδας, ήταν εκ των 23ων που ο Αλκέτας Παναγούλιας επέλεξε να ζήσουν το ‘αμερικανικό όνειρο’ της συμμετοχής στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αν και βετεράνος επιβεβαίωσε πως “έπαιξα τρία 90λεπτα”, έδωσε όμως και την προέκταση. “Υπήρχαν κι άλλοι που έπαιξαν σ’ όλα τα παιχνίδια, αλλά όχι όλη τη διάρκειά τους. Δεν ξέρω γιατί συνέβη”. Βίωσε από την σέντρα του αγώνα με την Αργεντινή ως το τελευταίο σφύριγμα σ’ αυτόν με τη Νιγηρία τη βιτριολική πραγματικότητα. Το 4-4-2 δεν ήταν το σύστημα της Εθνικής, αλλά τα γκολ που δέχθηκε στον όμιλο.
Με την Ελλάδα αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 9 Οκτωβρίου 1982 και σε 67 αγώνες σημείωσε 1 τέρμα (9/1/1985 εναντίον του Ισραήλ). Αγωνίστηκε στο Μουντιάλ 1994 στις ΗΠΑ και στους τρεις αγώνες της Ελλάδας στη διοργάνωση αυτή.
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ακολούθησε την προπονητική με μεγαλύτερη επιτυχία την τέταρτη θέση που κατέλαβε ο Ηρακλής την περίοδο 2005-06 και την έξοδο στο Κύπελλο UEFA.
Πριν αναλάβει την τεχνική ηγεσία του “Γηραιού”, προηγήθηκε η παρουσία του στον πάγκο της ομάδας, ως βοηθός προπονητή, τις περιόδους 2002-03 και 2003-04, δίπλα στους Ιβάν Γιοβάνοβιτς και Σέρχιο Μαρκαριάν, αντίστοιχα. Την επιτυχημένη παρουσία του Ηρακλή την περίοδο 2005-06 ακολούθησε η πώληση βασικών παικτών της ομάδας, με αποτέλεσμα η ομάδα να ξεκινήσει την περίοδο 2006-07 με 10 συνεχείς αγώνες χωρίς νίκη και παράλληλα με τον πρόωρο αποκλεισμό στο Κύπελλο UEFA, από την πολωνική Βίσλα Κρακοβίας οδήγησαν τον Κωφίδη σε παραίτηση.
Τον Ιανουάριο του 2007 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Ξάνθης, διαδεχόμενος στον πάγκο τον Τάκη Λεμονή. Στις 30 Οκτωβρίου του 2009 ανέλαβε ξανά τον Ηρακλή σε αντικατάσταση του Όλεγκ Προτάσοφ. Από το 2019 έχει αναλάβει χρέη συντονιστή των τμημάτων υποδομής του Ο.Φ.Η.
Σε μια άλλη ζωή θα ήθελε όντως “να είμαι μουσικός, μακάρι να έπαιζα”. Εγκλωβίστηκε για λίγο στην ερώτηση ‘ποιος κιθαρίστας;’ και ζήτησε χρόνο. Το διπλωματικό “υπάρχουν τόσοι πολλοί και τόσο αξιόλογοι που ήταν άδικο να τους κατατάξω” ακούστηκε τουλάχιστον ειλικρινές. Η απόπειρά του να μάθει ντραμς διακόπηκε απότομα για ευνόητους λόγους όταν “γεννήθηκε η τρίτη κόρη μου”, είχε την ευχέρεια όμως ν’ αντιληφθεί ότι “με το ζόρι δεν γίνεται, αν δεν έχεις το ταλέντο να το κάνεις. Ο καθένας έχει το ταλέντο του. Εγώ έχω μονάχα την ικανότητα να ακούω”. Ξένο στίχο. “Μου ταιριάζει καλύτερα, αν και έχει μεγαλώσει η σκηνή του μέταλ στην Ελλάδα”.