Συνήθως οι ποδοσφαιριστές δοξάζονται από τους φιλάθλους. Ένας όμως τερματοφύλακας κατέληξε να είναι κυριολεκτικά εχθρός ενός ολόκληρου έθνους.
Η Βραζιλία θεωρείται η χώρα του καφέ και κυρίως το ποδοσφαίρου. Δεκάδες ποδοσφαιριστές έχουν χαράξει με χρυσά γράμματα το όνομά τους στην ιστορία της χώρας.
Εκτός από έναν τερματοφύλακα. Τον καταραμένο.
Η αγάπη των Βραζιλιάνων για την μπάλα, για το ποδόσφαιρο, είναι γνωστή. Δεν είναι οι μόνοι, φυσικά, που λατρεύουν τον βασιλιά των σπορ, είναι όμως αυτοί που μπορούν να φτάσουν στα άκρα για ένα ποδοσφαιρικό αποτέλεσμα.
Δεν είναι υπόθεση ή εκτίμηση, είναι γεγονός.
Και αποτελεί μία από τις πιο μαύρες στιγμές στην ιστορία του ποδοσφαίρου της χώρας, χειρότερη κι από την απώλεια ενός τίτλου. Ακόμη κι αν μιλάμε για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Ακόμη κι αν μιλάμε για το Μουντιάλ που διοργανώνει η Βραζιλία…
Το καλοκαίρι του 1950 η σελεσάο ήταν το φαβορί για να κατακτήσει το τρόπαιο αφού φιλοξενούσε τη διοργάνωση.
Οι καριόκας είχαν τα αστέρια τους, όπως οι Αντεμίρ, Μπαλτάζαρ, Ζιζίνιο, Ζαΐρ, και είχαν στο τέρμα τον Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο, με τον οποίο είχαν κατακτήσει το Κόπα Αμέρικα δύο χρόνια πριν.
Βασικός τερματοφύλακας της Βάσκο, η οποία κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, ο Μπαρμπόσα αποτελούσε εγγύηση για την εστία της Βραζιλίας.
Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί, όπως και κανείς άλλος, πώς θα τελείωνε εκείνη η διοργάνωση και πώς θα συνεχιζόταν η ζωή του.
Το περιβόητο «Μαρακανάζο»
Τα γκολ των Αλσίδες Τζίτζια και Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο (από ασίστ του Αλσίδες) έγραψαν το 2-1 για την Ουρουγουάη.
Ταυτόχρονα βύθισαν στο πένθος τους Βραζιλιάνους, οι οποίοι έμειναν να το θυμούνται για πάντα ως το περιβόητο «Μαρακανάζο».
«Τη στιγμή που κατάλαβα ότι η μπάλα βρισκόταν στην εστία, μία παγερή αίσθηση παρέλυσε όλο το κορμί μου.
Ήταν εκείνα τα δευτερόλεπτα που ένιωσα μία απερίγραπτα τρομακτική αίσθηση πως 200.000 ζευγάρια μάτια στο γήπεδο είχαν στραφεί σε μένα και με ήθελαν νεκρό».
Ήταν τα λόγια με τα οποία ο Μπαρμπόσα περιέγραψε το πώς είχε νιώσει όταν η μπάλα κατέληξε για δεύτερη φορά στα δίχτυα του.
Ήταν η στιγμή, το γκολ, που δεν θα έκρινε απλά έναν τελικό Μουντιάλ.
Το πώς θα ζούσε από εκείνη την ημέρα και ως την τελευταία της ζωής του, ο άνθρωπος που επιλέχθηκε από την μοίρα για να κάτσει κάτω από τα δοκάρια της σελεσάο σε εκείνο το ματς.
Ο Μπαρμπόσα κατηγορήθηκε για το δεύτερο γκολ της Ουρουγουάης, χρεώθηκε την απώλεια του τροπαίου αλλά και τις… αυτοκτονίες που κάποιοι υποστηρίζουν πως υπήρξαν λόγω της ήττας, με τους πάντες να του γυρίζουν την πλάτη.
Συμπεριλαμβανομένων και των δικών του ανθρώπων.
«Σχεδόν όλοι οι φίλοι μου, ακόμα και από την οικογένειά μου, με κατηγόρησαν.
Όλη η χώρα με κατηγόρησε ότι εγώ έφταιγα», είχε πει δεκαετίες μετά και ενώ το 1994 είχε ζήσει την απόλυτη ταπείνωση.
Ο καταραμένος τερματοφύλακας…
Η επιθυμία του να επισκεφθεί την αποστολή της εθνικής ομάδας που προετοιμαζόταν για το Μουντιάλ των ΗΠΑ δεν έγινε πραγματικότητα.
Ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός, Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα, θεώρησε ότι ήταν καταραμένος και θα έφερνε γρουσουζιά.
Απόφαση με την οποία δεν εναντιώθηκε κανείς στη χώρα, για να αποδειχθεί έτσι ότι 44 χρόνια έπειτα από εκείνο τον τελικό, ο Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο παρέμενε για τους Βραζιλιάνους καταδικασμένος στη συνείδηση τους.
«Η ανώτερη ποινή για ανθρωποκτονία στη Βραζιλία είναι 30 χρόνια.
Εμένα με τιμωρούν ακόμη, 50 χρόνια μετά, για ένα έγκλημα που δεν έκανα ποτέ», είχε πει πριν φύγει από τη ζωή στις 7 Απριλίου 2000…
Ξεχασμένος από όλους, καταραμένος από τους συμπατριώτες του, λυτρωμένος από το τέλος…
Ο βραζιλιάνος τερματοφύλακας ποτέ δεν πίστεψε τι του είχε συμβεί. Πως μερικά δευτερόλεπτα θα του άλλαζαν όλη τη ζωή. Πως θα γινόταν το μαύρο πρόβατο ενός ολόκληρου έθνους.
Τελικά ο φανατισμός επηρεάζει ζωές, τις βάζει στο περιθώριο, χωρίς εξηγήσεις και χωρίς λογική.